`
Τον Μάρτιο του ΄79
Κουρασμένος απ΄όλους αυτούς που καταφθάνουν με λέξεις,
λέξεις,
όχι όμως γλώσσα,
έφυγα για το κάτασπρο χιονισμένο νησί.
Η άγρια ζωή δεν έχει λέξεις,
οι άγραφες σελίδες απλώνονται σε όλες τις κατευθύνσεις!
Στο χιόνι συνάντησα ίχνη από οπλές ζαρκαδιού:
Γλώσσα, όχι όμως λέξεις.
`
**
Το ζευγάρι
Σβήνουν τη λάμπα. Το περίγραμμά της λευκό αχνοφέγγει
για μια στιγμή πριν διαλυθεί
σαν ταμπλέτα σ΄ένα ποτήρι σκοτάδι. Ύστερα αρχίζει η εξύψωση.
Οι τοίχοι του ξενοδοχείου υψώνονται ως το σκοτεινό ουρανό.
Οι κινήσεις του έρωτα έχουν κοπάσει κι εκείνοι κοιμούνται,
αλλά οι κρυφές τους σκέψεις συναντιούνται
όπως δυο χρώματα που συγχωνεύονται καθώς ανταμώνουν
στο υγρό χαρτί της ζωγραφιάς ενός μαθητή.
Απλώνεται σκοτάδι και σιωπή. Όμως η πόλη έχει
τούτη τη νυχτιά κοντοζυγώσει. Με σβησμένα παράθυρα. Τα σπίτια ήρθαν.
Στέκουν πολύ κοντά αδημονώντας στριμωγμένα:
ένα πλήθος με ανέκφραστες όψεις.
`
**
Πρόσωπο με πρόσωπο
Τον Φεβρουάριο σταμάτησε να λειτουργεί η ζωή.
Πετούσαν τα πουλιά απρόθυμα και η ψυχή
τριβόταν πάνω στο τοπίο σαν σκαρί
που τρίβεται στο ντοκ που είναι δεμένο.
Τα δέντρα έστεκαν με πλάτη γυρισμένη προς τα δω,
το βάθος του χιονιού υπολογίζονταν με άψυχους μίσχους,
γερνούσαν οι πατημασιές επάνω στο κρυσταλλιασμένο χιόνι,
η γλώσσα μαράζωνε κάτω από ένα αδιάβροχο κάλυμμα.
Μια μέρα ζύγωσε κάτι στο παράθυρο.
Σταμάτησε απότομα η δουλειά. Σήκωσα το βλέμμα:
Τα χρώματα αναφλέγονταν. Τα πάντα στράφηκαν αλλού.
Η γης κι εγώ μ΄ένα σάλτο ήρθαμε πιο κοντά μεταξύ μας.
`
**
Το βασίλειο της αβεβαιότητας
Η προϊσταμένη της υπηρεσίας σκύβει μπροστά και σχεδιάζει ένα σταυρό
και τα σκουλαρίκια της κρέμονται σαν δαμόκλειες σπάθες.
Όπως μια στικτή πεταλούδα δεν διακρίνεται πάνω στο χώμα,
έτσι κι ο Δαίμονας γίνεται ένα με την ανοικτή εφημερίδα.
Ένα κράνος, που κανείς δεν φορά, ανέλαβε την εξουσία.
Η χελώνα, η μάνα, πετώντας διέφυγε μες το νερό.
`
**
Απ΄το βουνό
Στέκομαι στο βουνό κι αγναντεύω τον όρμο.
Τα καΐκια ησυχάζουν στην επιφάνεια του καλοκαιριού.
«Είμαστε υπνοβάτες, κινητήρια φεγγάρια»,
έτσι λένε τα άσπρα πανιά.
«Γλιστράμε αθόρυβα μέσα από ένα σπίτι που κοιμάται,
ανοίγουμε τις πόρτες σπρώχνοντας τις απαλά,
πατάμε στην ελευθερία»,
έτσι λένε τα άσπρα πανιά.
Κάποτε είδα τους πόθους των ανθρώπων ν΄αρμενίζουν:
μια ρότα όλοι - ένας στόλος.
«Κυνηγημένοι είμαστε τώρα. Δεν είμαστε συνοδοί κανενός».
Έτσι λένε τα άσπρα πανιά.