Ο Μπρεχτ στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, ως γνωστόν, η παγκόσμια πολιτιστική και όχι μόνο επικαιρότητα φτάνει πάντα με χρονοκαθυστέρηση, κανόνας από τον οποίο δεν μπορούσε να ξεφύγει ουτε το έργο του Μπρεχτ. Έτσι, μόλις τη χρονιά του θανάτου του, το 1956, μολονότι τριάντα και πλέον χρόνια είχε ήδη δώσει το στίγμα του στον παγκόσμιο χάρτη, ο Λεων Καραπαναγιώτης στο Βήμα και κυρίως ο Κώστας Σταματίου στην Αυγή, ήταν οι πρώτοι που τον ανέδειξαν με τα άρθρα τους: «H επανάστασις του Μπρεχτ», «Ενας κορυφαίος σύγχρονος Γερμανός ποιητής, δραματουργός και σκηνοθέτης», «Μπ. Μπρεχτ: Το θέατρο της ελευθερίας» κ.ά. Το πρωτοποριακό περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, έθεσε τα θεμέλια για τη γνωριμία του ελληνικού κοινού με το μπρεχτικό σύμπαν καθώς σε αυτό δημοσιεύτηκαν οι πρώτες ελληνικές μεταφράσεις των θεατρικών του έργων (πρώτο μεταφράστηκε το έργο του Ο κύκλος με την κιμωλία, από τον Αστέρη Στάγκο, στα 1956) των ποιημάτων, και των θεωρητικών του κειμένων. Και το «Θέατρο Τέχνης» του Καρόλου Κουν, ήταν αυτό που πρώτο έδωσε σάρκα και οστά στο έργο του. Εκεί παρουσιάστηκαν μερικά από τα σημαντικότερα θεατρικά του: Ο Κύκλος με την κιμωλία (1957), Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν (1958), Η Εβραία (1958), Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι (1961) και Ο Τρόμος και αθλιότητα στο Γ´ Ράιχ (1974).
Τόσο την περίοδο της δικτατορίας, αλλά κυρίως μεταπολιτευτικά ο Μπρεχτ γίνεται ευρέως αποδεχτός από το ελληνικό κοινό, ώστε ο Μάριος Πλωρίτης, -αρχές της δεκαετίας του ΄80- φτάνει στο σημείο να δηλώσει χαρακτηριστικά: «κάθε πόλη και χωριό ανεβάζει Μπρεχτ». Από τότε η σχέση παραμένει έντονη, με φθίνοντα όμως σημάδια, τόσο σε ποσότητα θεατρικών παραστάσεων όσο και σε επίπεδο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων γύρω από τα ερωτήματα που θέτουν τα ίδια τα καλλιτεχνικά έργα του Μπρεχτ, αλλά και οι θεωρητικές του τοποθετήσεις: ψυχαγωγικό ή διδακτικό θέατρο, στρατευμένη ή μη στρατευμένη τέχνη, «προδομένο» ή «μη προδομένο» κείμενο ως προς τη θεατρική του αναπαράσταση -θυμίζουμε την έντονη φιλολογική διαμάχη, στις αρχές του ΄60, για τις διαφορετικές μεταφράσεις του Δημήτρη Μυράτ και του Γ. Π. Σαββίδη ως προς το κείμενο του Μπρεχτ για τους θεατρικούς κανόνες, «Μικρό όργανο για το θέατρο»- κ.ά.
Ο Μπρεχτ και η μουσική
Η σχέση του Μπρεχτ με τη μουσική είναι διαρκής και αυτοαναφορική καθώς υπήρξε και ο ίδιος δημιουργός τραγουδιών: Γράφει στα 19381:
Σχεδόν σε κάθε τομέα άρχισα συμβατικά. Στην ποίηση άρχισα με τραγούδια με συνοδεία κιθάρας και έγραφα τους στίχους ταυτόχρονα με τη μουσική. Η μπαλάντα ήταν μια πανάρχαια φόρμα και στον καιρό μου κανένας που θεωρούσε κάποιας αξίας τον εαυτό του δεν έγραφε πια μπαλάντες.
Τέτοιες μπαλάντες έπαιζε νεαρός στα διάφορα καμπαρέ του Μονάχου, την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ασφαλώς όμως η μεγαλύτερη σχέση του με τη μουσική είναι ετερο-καθοριζόμενη. Από τις συνεργασίες του με συνθέτες της εποχής του και κυρίως με τον Κουρτ Βάιλ, τον Χανς Άισλερ και τον Πολ Ντεσό. Ο Άισλερ γράφει χαρακτηριστικά για το πώς αντιλαμβανόταν ο Μπρεχτ τη μουσική2:
Ο Μπρεχτ απέρριπτε τόσο απόλυτα ορισμένα είδη μουσικής που επινόησε μια παραλλαγή της σύνθεσης την οποία ονόμαζε «μισουκή»…Οι προσπάθειες του Μπρεχτ στον τομέα αυτό βασίζονταν στην πραγματικότητα στην αντιπάθεια που έτρεφε για τη μουσική του Μπετόβεν (παρόλο που αγαπούσε τη μουσική των Μπαχ και Μότσαρτ). Για τριάντα χρόνια προσπάθησα να του αποδείξω ότι ο Μπετόβεν ήταν μεγάλος. Συχνά έφτανε να το παραδεχτεί, αλλά ύστερα απ’ αυτό ήταν κακοδιάθετος και με κοιτούσε δύσπιστα. «Η μουσική του θυμίζει πάντα πίνακες από μάχες», έλεγε. Μ’ αυτό ο Μπρεχτ εννοούσε ότι ο Μπετόβεν είχε επαναλάβει τις μάχες που είχε δώσει ο Ναπολέοντας, αλλά πάνω στο χαρτί της μουσικής. Και μια και ο Μπρεχτ δεν θαύμαζε τα πρωτότυπα – δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα τις μάχες – δεν του άρεσαν ούτε οι μιμήσεις. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και γι’ άλλους, εφεύρε αυτό που αποκαλούσε «μισουκή». Είναι δύσκολο σ’ έναν μουσικό να περιγράψει τη «μισουκή». Πάνω απ’ όλα δεν είναι παρακμιακή και φορμαλιστική, αλλά πάρα πολύ κοντά στο λαό. Θυμίζει, ίσως, το τραγούδι εργατριών σε μια πίσω αυλή ένα κυριακάτικο απόγευμα. Η αντιπάθεια που έτρεφε ο Μπρεχτ προς τη μουσική που παράγεται τελετουργικά σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών από φιλόπονους κυρίους με φράκα, αποτελεί κι αυτή συστατικό μέρος της «μισουκής». Στη «μισουκή» κανείς δεν πρέπει να φοράει φράκο και τίποτα δεν πρέπει να γίνεται τελετουργικά. Ελπίζω να ερμηνεύω σωστά τον Μπρεχτ, όταν προσθέτω ότι η «μισουκή» έχει στόχο ν’ αποτελέσει έναν κλάδο των τεχνών που θ’ αποφεύγει κάτι που συχνά προκαλείται απ’ τα συμφωνικά κονσέρτα και τις όπερες: τη συναισθηματική σύγχυση.
Με τον Κουρτ Βάιλ συνεργάζεται από τα 1927 στο Μικρό Μαχαγκόνυ, που παίζεται στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής του Μπάντεν – Μπάντεν και που αποτελεί προπομπό για την περίφημη Όπερα της πεντάρας, διασκευή του έργου του Τζων Γκαίυ, Η όπερα του ζητιάνου. Το έργο παρουσιάζεται στις 31 Αυγούστου του 1928, στο Schiffbauerdamm Theatre του Βερολίνου, θέατρο το οποίο από το 1954 και μετά θα γίνει η έδρα του θιάσου του Μπρεχτ, η περίφημη ομάδα του Berliner Ensemble. Η μουσική του Βάιλ, με στοιχεία τζαζ, με επιρροές από στρατιωτικά εμβατήρια, από μουσικά καμπαρέ και από ψαλμούς, ρομαντική και νοσταλγική, συνοδευτική της μπρεχτικής πρόζας, αλλά και αυτάρκης. Ο ίδιος ο συνθέτης γράφει χαρακτηριστικά για τη μουσική του σε γράμμα του στην εφημερίδα Anbruch τον Ιανουάριο του 19293:
Σε κάθε μουσικό έργο προορισμένο για τη θεατρική σκηνή προβάλλει πάντα η ερώτηση: ποια είναι η θέση της μουσικής, ιδιαίτερα του τραγουδιού, στο έργο; Εδώ η ερώτηση επιλύθηκε με τον πιο εύκολο τρόπο. Το έργο είχε μια ρεαλιστική πλοκή, κι έτσι έπρεπε να αντιπαραθέσω σε αυτή τη μουσική, δεδομένου ότι δεν θεωρώ ότι η μουσική μπορεί να επιφέρει ρεαλιστικά αποτελέσματα από μόνη της. Εκ τούτου η δράση είτε διακόπηκε, προκειμένου να εισαχθεί η μουσική, είτε η δράση οδηγήθηκε σκόπιμα σε ένα σημείο όπου δεν υπήρξε καμία άλλη εναλλακτική λύση από το να υπάρξει τραγούδι.
Ο Μπρεχτ, με τη σειρά του, τονίζει στις «Παρατηρήσεις για την Όπερα της Πεντάρας»4:
Ο ηθοποιός δεν πρέπει μόνο να τραγουδάει, αλλά και να δείχνει έναν άνθρωπου που τραγουδάει. Δεν προσπαθεί τόσο να προβάλει το συναισθηματικό περιεχόμενο του τραγουδιού του [επιτρέπεται να προσφέρουμε στους άλλους μια τροφή που την έχουμε ήδη φάει οι ίδιοι;] παρά να δείχνει χειρονομίες, που σα να λέμε είναι τα ήθη και τα έθιμα του σώματος. […] όταν καταλήγει στη μελωδία, αυτό πρέπει να είναι ένα σημαντικό γεγονός. Για να τονιστεί αυτό το γεγονός ο ηθοποιός μπορεί να αποκαλύψει ξεκάθαρα τη δική του απόλαυση της μελωδίας.
`
[Απόσπασμα από το βιβλίο]
`
*****************************************************************
`
Τι είναι αυτό που μπορεί να ενώσει έναν κατεξοχήν ποιητή, όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, με έναν καθαρόαιμο φύσει και θέσει ροκ δημιουργό, όπως ο Παύλος Σιδηρόπουλος; Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας, όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, με μια λαοφιλή λαϊκή τραγουδίστρια, όπως η Ελένη Βιτάλη; Πάνω σε ποιον κοινό κώδικα «συνομιλούν» ένας εμπνευσμένος γελοιογράφος, όπως ο Μποστ, και ένας αναγεννησιακός καλλιτέχνης, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις; Πού μπορούν να διασταυρωθούν συνθέτες διαφορετικής γενιάς, αισθητικής και τεχνοτροπίας και να μελοποιήσουν λογοτέχνες και ποιητές, επίσης διαφορετικής εποχής και σχολής, όπως ο Όμηρος, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ; Κάτω από ποια μουσικολογική σκέπη μπορούν να συνυπάρξουν ετερογενείς δημιουργοί, όπως ο Μάνος Ελευθερίου, ο Παύλος Μάτεσις, ο Θωμάς Γκόρπας, ο Άλκης Αλκαίος, η Χάρις Αλεξίου και ο Σταμάτης Κραουνάκης; H απάντηση είναι μία. Ο Λόγος. Αυτή η δημιουργική ιδιοφωνία, η οποία προίκισε και συνεχίζει να προικίζει το ελληνικό τραγούδι συνεισφέροντας τα μέγιστα στον νεοελληνικό πολιτισμό με αυτή την αξιοσημείωτη ομοιομορφία μέσα από τη διαφορετικότητά της.
`
`
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
`
Οι εκδόσεις Μετρονόμος και το Black Duck Garden σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου
του Σπύρου Αραβανή «Μελοποιημένος λόγος - Είκοσι μελετήματα»
την Τρίτη 4 Ιουλίου, στις 20:30
`
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
- Λουκάς Θάνος, συνθέτης
- Οδυσσέας Ιωάννου, στιχουργός, ραδιοφωνικός παραγωγός
- Γιώργος Τσάμπρας, μουσικός ερευνητής, ραδιοφωνικός παραγωγός
- Κώστας Φασουλάς, στιχουργός
`
Θα τραγουδήσουν οι: Βικτωρία Ταγκούλη, Ευτυχία Μητρίτσα, Πάνος Παπαϊωάννου
Στο πιάνο ο συνθέτης Χρίστος Θεοδώρου