Quantcast
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, “Η ατυχία”, Κέδρος, 2017

Image may be NSFW.
Clik here to view.

Η επιστροφή

Περίμενα να πάει πέντε. Τότε θα την επισκεπτόμουν. Τα ωράρια, βλέπεις. Καιρό τώρα το είχα στο μυαλό μου. Και χτες την είδα στον ύπνο μου. Με γιρλάντες λουλούδια στα μαλλιά. Ζωγραφιά η θλίψη στο πρόσωπο.
«Έλα, έλα, Γιώργο, σε χρειάζομαι».
Όλη αυτή τη φιλολογία, ότι από μένα κατάντησε έτσι, δεν την πίστευα.
Ήμουν στην Ελλάδα για το Πάσχα. Ήταν ευκαιρία να τη δω. Το ψυχιατρείο ήταν έξω απ’ την πόλη. Ξύπνησα με σφίξιμο στο στήθος, μα και τώρα δεν ήμουν καλά. Να σηκωθώ να φύγω; Με κρατάει η θλίψη της δεμένο. Την είχα δει στη φωτογραφία που μου έστειλε.
Δεν έπρεπε να ’ρθω. Τι με οδήγησε εδώ; Δυνάμεις μέσα μου; Το δίχτυ; Η μοίρα; Tι σχέση έχω εγώ μ’ αυτά; Να φύγω;
Ανήμπορος στέκομαι στην πόρτα.
«Έχετε κάτι, κύριε;» με ρώτησε η νοσοκόμα.
Ποιος ξέρει πόση ώρα στεκόμουν εκεί. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Αποφάσισα. Δεν ήμουν καλά, μα προχώρησα.
Ήταν εκεί. Κοιτούσε στο κενό.
«Ήρθες;» ψιθύρισε.
«Ναι», είπα.
Άρχισε να τραγουδάει:

«Εσείς, βουνά μου πράσινα, βουνά μου χιονισμένα,
κι εσείς, περιβολάκια μου, με τ’ άνθη στολισμένα,
μην είδατε τον αρνητή, τον ψεύτη της αγάπης,
που με φιλούσε κι έλεγε “Η αγάπη δεν ξεχνιέται”».

Δε γύρισε να με κοιτάξει.
«Ποιος είσαι;» μου είπε.
«Ο Γιώργος, κι ήρθα να σε δω», της είπα.
Θεέ μου, γιατί ήρθα. Κρακ έκανε η καρδιά μου.
«Άργησες», μου είπε. «Άργησες».
«Ναι, ναι, άργησα. Μα ήρθα».
Γύρισε. Με κοίταξε από τα πόδια ως το κεφάλι.
«Δεν είσαι εσύ. Τι κρίμα! Εγώ περίμενα το Γιωργή μου».
«Θά ’ρθει κι ο Γιωργής», της είπα. «Έχει δουλειά».
Τη βρήκα τη δικαιολογία.
«Εσύ πώς τα πας;»
«Γράφω», μου είπε. «Γράφω ποίηση.
Κάθε φορά που υπάρχει Ιθάκη, μετρώ τους χαμένους συντρόφους μου.
Ιθάκη, σε μισώ.
Αχ, ξεχασμένο μου πουλί, λαλίστατο αηδόνι,
βαριά μου σκίζεις την καρδιά και πίνω το αφιόνι.

»Δεν μπορώ χωρίς ποίηση, θα τρελαθώ. Χωρίς ποίηση αλλάζουν όλα. Κι ο ρυθμός της ζωής μου».
«Ναι, ναι, όλα άλλαξαν. Κι ο ρυθμός της ζωής μας».
«Γιατί δεν ήρθε να με δει; Πού είναι ο Γιωργής μου; Τον περιμένω από χτες».
Οι λέξεις με τρυπούσαν την καρδιά.
«Ναι, ναι, από χτες».
Το χτες ήταν κιόλας σαράντα πέντε χρόνια. Ήταν δεν ήταν δεκαεφτά κι εγώ είκοσι δύο. Τέλειωνα τη Φιλοσοφική κι αυτή το εξατάξιο γυμνάσιο. Κόβαμε βόλτες στην πλατεία του χωριού. Είχα πάει γιατί ήταν το πανηγύρι της Παναγιάς. Εκεί την είδα. Κάρφωσα το βλέμμα μου. Κι αυτή ταράχτηκε. Τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;» «Αννούλα», μου είπε και χαμήλωσε το βλέμμα. Άγγιξα την καρδιά της και το βράδυ τα χείλη της και το σώμα της.
Έφυγα για μάστερ στο Μονπελιέ. Με κράτησαν εκεί και έγινα καθηγητής. Με την Αννούλα μείναμε στα γράμματα και στις υποσχέσεις. Μου ’γραψε ότι ήταν έγκυος, ότι έκανε τον γιο μας και τον έβγαλε Γιωργή. Τι κάνει μια γυναίκα για να κερδίσει έναν άντρα, σκέφτηκα. Κοίταξα το μέλλον μου και δε γύρισα. Μα το παρελθόν με είχε δεμένο κι ήρθα να τη δω.
Και τώρα στεκόμουν μπροστά στην Αννούλα που ποτέ δε γνώρισα.
«Θά ’ρθει κι ο Γιωργής», μου ’πε.
«Ναι, ναι, θά ’ρθει», της είπα.
Πού να καταλάβει ότι το Γιωργή που αγάπησε τον είχε μπροστά της;
«Περάστε, γιατρέ», είπε η νοσοκόμα.
Ένας νέος γιατρός μπήκε στο θάλαμο.
«Γιωργή μου, ήρθες;» είπε η Αννούλα.
«Μάνα μου, μανούλα, ήρθα», είπε ο γιατρός. «Ο κύριος ποιος είναι;»

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Η ζωή του χωριού, οι πόνοι και τα βάσανα των απλών χωρικών, οι προσδοκίες τους και η αδύναμη θέση της γυναίκας. Οι σελίδες του βιβλίου γίνονται ο καθρέφτης μιας κοινωνίας συγκρούσεων για επιβίωση, αλλά και για κάθε είδους εξουσία. Στις ιστορίες της συλλογής αναδεικνύονται οι συγκρούσεις των δύο φύλων, το αλάθητο της πεθεράς, η δύναμη της μάνας, αλλά και η υπεροχή του άντρα. Εμφανίζονται και φωνές αντίστασης όχι μόνο στην εξουσία, αλλά και στις κοινωνικές συμβάσεις που έχουν κατασκευαστεί σαν ιστός από εμάς τους ίδιους, και λειτουργούν από τη μια σαν δίχτυ προστασίας, αλλά από την άλλη μας περιορίζουν.
Πώς αντιδρά η νύφη στην πεθερά και πώς το θύμα γίνεται θύτης;
Πώς καταλήγει μια γέννα χωρίς στεφάνι;
Πόση δυστυχία μπορεί να προκαλέσει μια απόφαση των γονιών;
Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα τίθενται στα είκοσι ένα διηγήματα του βιβλίου.
Με λιτή αφήγηση αλλά πλούσια σε εικόνες και συναισθήματα, όπως λιτή, γεμάτη εικόνες και συγκινήσεις είναι και η ζωή των απλών ανθρώπων.

Ο Αστέρης Ν. Μαυρουδής γεννήθηκε το 1954 στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσε στο Αδάμ και μένει στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Έκανε σπουδές στη Δραματική Σχολή Θεάτρου στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και στο τμήμα του Ελληνικού Πολιτισμού του ΕΑΠ. Επίσης έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στις επιστήμες της αγωγής, με ειδίκευση στη δημιουργική γραφή, από την Παιδαγωγική Σχολή του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και είναι απόφοιτος στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ιστορία, Ανθρωπολογία και Πολιτισμός στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη» στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Διετέλεσε υπεύθυνος σε εθελοντική δράση διδασκαλίας στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας στις φυλακές Διαβατών.
Έχει δημοσιεύσει στα περιοδικά Πόρφυρας, Άποψη, Επαξικά, Θευθ, Θράκα, Παρέμβαση και έχει εκδώσει τα βιβλία: Η κλεψιά (εκδόσεις Θερμαϊκός, 2014, 2η έκδοση εκδόσεις Κεντρί, 2016), Tο διήγημα, χρηστική εισαγωγή (εκδόσεις Ενδυμίων, 2014) και Η ατυχία (εκδόσεις Κέδρος, 2017).


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles