`
Πατρογωνία
Γεννήθηκα ανάμεσα
σε μια σχισμή σκοταδιού.
Είμαι άχρονη.
Φορώ μονάχα δέρμα.
Ανήκω στο κοπάδι των αδάμαστων οστών.
Πατέρα, πώς μ’ αγαπάς τόσο;
Εσύ
που τόσα ξέρεις από αγωνία
πες μου
πώς γίνεται να με γεννάς κάθε στιγμή
κι αφού δε με έντυσες ποτέ με μαρτύρια
πες μου
γιατί πίσω απ’ το στήθος μου
ζωντανεύω μόνη μου γκρεμούς;
Κι ας ξέρω
όσες φορές και να πέσω
θα είσαι η σχισμή του σκοταδιού
στο τέλος του γκρεμού
να με δαμάσει απ’ την αρχή.
Για να παραμείνω αδάμαστη.
Να παραμείνω άχρονη.
`
*
Εποχή του Λίθου
Σου έλεγα για τις εποχές που δημιουργούν οι έρωτες
Μεταβλητά ειδώλια
κι εσύ που δε με κακόμαθες ποτέ
μιλούσες για τις φυλές
σα να ανήκεις σε όλες
Με λύγιζε αυτή η σκληρότητα, η ψυχραιμία στο χάος
σ’ αποδίδω στην ομορφιά
πυρόλιθοι τα μάτια σου, μανία
επέρριψα τις ευθύνες πάνως τους
για την απαρχή του πολιτισμού
Μα όταν το υγρό σου το σκληρό μπερδέψω με το δάκρυ
θα έχει αλλάξει η εποχή
κι εσύ, η αιτία κάθε κυνηγιού
θα έχεις πια δεθεί με τη φωτιά
την Εποχή του Λίθου
`*
Λιγότερο ανθρώπινα
Άλλο φθινόπωρο μιλούσα
μελαγχολικά για τα καλοκαίρια
Τούτο ξεκίνησε λιγότερο ανθρώπινα
Το σπίτι σου στο κέντρο της Αθήνας
έμοιαζε με σπιρτόκουτο μωβ μάγισσας
με εραστές βιβλία
Εγώ ήμουν η μάγισσα κι εσύ όλα τα βιβλία
κι είχα δεμένο το ένστικτό μου στο μπράτσο σου
-Κάποτε ήταν μπράτσο για να στηρίζονται θεριά, οι λύπες μου-
Τούτο το καλοκαίρι θα είναι λιγότερο ανθρώπινο
Έφτιαχνα βότανα από γοητευμένα πόδια
να έρθεις πιο γρήγορα,
να παχύνει η λαχτάρα.
Μα ήρθες αργά, πάντα αργά
κι είχαν αδυνατίσει όλα.
Οι τσουκνίδες, τα βιβλία, τα ένστικτα,
το μπράτσο σου..
Πόσο αδυνάτισε το μπράτσο σου!
Έτσι ξεκίνησε τούτο το καλοκαίρι
και στο \’πα
“Δεν είναι ανθρώπινο μπράτσο αυτό”
αλλά εσύ είσαι
ο πιο άνθρωπος.
(Οκτώβρης 2012)
`
*
Προσανατολισμός
(Όταν πλαγιάζουμε για να διεκδικήσουμε σώμα,
σαρκάζουμε την πλευρά της επανάστασης
για να διευκολύνουμε την απαλλοτρίωσή του)
Μύριζε έντονα τα χάδια
Τα βυζαντινά
Τα χλωμά, τα δύσκολα
Από πού ερχόταν;
Τα φουστάνια τις νύχτες
Δεν έχουν ραφές
Ούτε χαρές ή χρώμα
Πού πηγαίνει;
Οργάνωσε ένα κακοραμμένο λόγο
Και έβγαλε το φόρεμα.
Ούτε πήγαινε, ούτε ερχόταν.
Βρισκόταν όπου μύριζε παράφορα,
γιατί με την όσφρηση
μπορούσε να ξεριζώσει κόσμους.