Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Χρήστος Κάρτας, Επτά Ποιήματα

$
0
0

`

ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ‘ΜΕΝΑ

Είμαι κρεμασμένος απ’ τον μεγάλο πολυέλεο του σαλονιού
κάποιος ακούει το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ
η μουσική περνάει από μέσα μου
λιώνει τρυφερά τα κύτταρα κι ύστερα γκρεμίζεται απ’ το φωταγωγό.

Μια καλησπέρα ακούγεται από ένα στόμα αδιάφορο
τα μάτια μου μισάνοιχτα καταπίνουν το ημίφως
χαμογελάνε λίγο
έπειτα παίρνουν την ανέκφραστη μορφή του τέλους.

Είμαι κρεμασμένος απ’ τον μεγάλο πολυέλεο του σαλονιού
και η αγάπη είναι ένα αστέρι που πέφτει
σε μια αλησμόνητη πατρίδα και την καίει.

`

*

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΑΓΚΑΛΙΑΣΑΜΕ ΜΑΣ ΓΕΜΙΣΑΝ ΛΑΒΩΜΑΤΙΕΣ

Πλάι στη θάλασσα στεκόμαστε σκυφτοί
σ’ ένα λιμάνι κουρασμένο
τα χέρια που αγκαλιάσαμε μας γέμισαν λαβωματιές
και ψάχνουμε την έμπνευση σε είδωλα τσαλακωμένα.

Μέσα από σκοτεινά παράθυρα
διαβάζουμε της πίκρας τα σινιάλα
τα πιο γλυκά μας δάκρυα
χαθήκαν σ’ έναν αχαρτογράφητο υπόνομο

ό,τι έμεινε κοντά μας αρρώστησε βαριά
και μας εκλιπαρεί να το ξεχάσουμε
ήρθε η ώρα που το αίμα πλημμυρίζει μ’ εφιάλτες
πώς να τα βάλει ο χείμαρρος με τον ωκεανό;

`

*

27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014

Είναι Πέμπτη βράδυ
και κάθομαι μόνος στην ταράτσα της σχολής μου
μια σιγανή βροχή του Νοεμβρίου μου θρυμματίζει την αξιοπρέπεια
η Εθνικής Αμύνης φαίνεται σαν ξεκοιλιασμένη αρτηρία
η σειρήνα ενός ασθενοφόρου με ανατριχιάζει
δίπλα υψώνεται το Τμήμα Βιολογίας
σαν φρούριο απόρθητο που θέλει να ξυπνήσει τον Μεσαίωνα
η πόλη ένα καμένο δάσος
γεμάτο τράπεζες, νοσοκομεία, κέντρα αποτοξίνωσης,
μπουρδέλα, φυλακές
η πόλη ένα καμένο δάσος
που τρέφεται με ανθρώπους που φοβούνται τους ανθρώπους
η πόλη ένα καμένο δάσος
που μέσα του με κυνηγάνε λύκοι
η πόλη ένα καμένο δάσος
κι εγώ σαν σήμερα γεννήθηκα
και πρέπει να δικαιώσω τις ευχές των φίλων.
Έλα γαλήνη των φθινοπωρινών δειλινών
και τάισε τη δίψα μας για ελευθερία
έλα λατρεμένη μελαχρινή συμφοιτήτρια
και κάνε τον έρωτα ασπίδα να μένει πάντα φλογερή η νιότη μου
έλα και κάνε τη βροχή να με ακολουθεί όπου πηγαίνω
να μου διαλύει τις αρθρώσεις καθώς ενώνω το τραγούδι με τον πόνο
για να θυμάμαι πως είμαι ζωντανός
βοήθησέ με να φωνάξω
να πω σε όποιον βλέπω
για μέρη που η αγάπη είναι μια όαση χωρίς επιστροφή.

`

*

4:38 ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

Η καρδιά μου υπολειτουργεί πάνω στο ακατάστατο τραπέζι
δίπλα της ένα άδειο μπουκάλι μπύρας
δεν πάει άλλο είπα,
πρέπει να μαζέψω τα κομμάτια της κατεστραμμένης χίμαιρας.
Μελανές κηλίδες με πολιορκούν και με νικάνε
εμποτίζουνε το δέρμα μου
με μαθαίνουν να φοβάμαι τους διαλόγους
μα κάποιοι τολμηροί εξακολουθούν να με ρωτάνε.

Η κίνηση στη λεωφόρο αυξάνεται καθώς το απόγευμα βαθαίνει
πετάω το τσιγάρο μου πάνω σε κάτι πρόσφατα χειρόγραφα
δυο εραστές στη στάση αγκαλιασμένοι
-τι περιμένουν άραγε τόσο νωρίς;-
Βουλιάζω στην παλιά την πολυθρόνα
έτοιμος πάλι να πνιγώ στις θυελλώδεις σταγόνες μιας λευκής νεροποντής.

`

*

ΝΥΤΧΕΡΙΝΗ ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΤΟΣΙΤΣΑ

Μόλις βγήκα απ’ τη στοά
γελούσα και έκλαιγα ταυτόχρονα
είχα πιει αρκετά
όμως ακόμα φοβόμουν
πως θα πεθάνω περιφρονημένος
χωρίς να γνωρίσω ευχαρίστηση καμιά.
Οι άνθρωποι που διάλεξα για φίλους,
οι γυναίκες που κοιμήθηκα μαζί τους
θα μ’ έχουνε ξεχάσει από καιρό
και δεν θα μπορώ να σκεφτώ
τίποτα πιο αξιοθρήνητο απ’ τους στίχους μου.
Αμέσως το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ ένα παλαιοπωλείο
νεκροταφείο μεγαλοπρεπές
άυλων και υλικών
που εκπληρώσαν το σκοπό τους
και τώρα ένα αρρωστιάρικο φως
σκορπίζεται επάνω τους σαν κάθαρση.
Στη βιτρίνα ξεχωρίζει ένα γραμμόφωνο
πάνω του υπάρχει ακόμα ένας δίσκος των 45 στροφών.
Θα ‘θελα να το πάρω σπίτι μου μια μέρα
να μάθω ποια τσακισμένη θύμηση
του έχει αγκαλιάσει τη βελόνα
και μένει έτσι σιωπηλό.
Κάποτε με ρωτήσανε
γιατί γράφω θλιμμένα ποιήματα
χωρίς να ξέρουν
ότι αφύλακτος είχα πηδήξει
στη ματαιότητα του κόσμου τους…

`

*

ΤΑΞΙΔΙ ΜΑΓΙΚΟ

Λονδίνο

Μια μέρα θα ξαναβρεθώ σ’ αυτή την πόλη
θα έχω ντύσει τα φιλιά με παγερή αναλγησία
δεν θα χορεύεις στη γραφή μου
σαν μια αμαδρυάδα που ξεστράτισε
ούτε θα εκσπερματώνω σε στόματα ανέγνωρα.

Μια μέρα θα ξαναβρεθώ σ’ αυτή την πόλη
θα είμαι ένα σκιάχτρο που το κάψανε
η φήμη μου θα μαστιγώνει ό,τι δικό σου κράτησα
σαν σκουριασμένη αλυσίδα
το φεγγαράκι πελιδνό θα μου κρατάει συντροφιά
καθώς μες στο ποτήρι θα στερεύει το κρασί.

Μια μέρα θα ξαναβρεθώ σ’ αυτή την πόλη
και ο καιρός θα ‘ναι μονίμως βροχερός
μόνιμα να ξεπλένει από πάνω μου
το σάλιο των επιλογών που μας ερείπωσαν.

`

*

ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΕΡΧΟΜΕΝΑ 23α ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ

Είμαι ξαπλωμένος στο γρασίδι ενός πάρκου
παπούτσια δεν φορώ
σκύβει επάνω μου ένα κοράλλι δηλητηριώδες
και το χαζεύω αδιάφορος.
Τα νυχτολούλουδα μαράθηκαν
το άρωμα της σήψης τους
κατέκλισε μακάβρια το νησί μου
αν για κάτι μετανιώνω
είναι που γεννήθηκα λιγάκι αργότερα απ’ ό,τι προτιμούσα.
Ποιά σκουριά το βεβήλωσε κι αυτό το όνειρο;
Ποιό μουχλιασμένο ταβάνι κατάπιε τη φωνή του;
Μέσα στη θάλασσα θέλω τώρα να ριχτώ
γυμνός από ρούχα
γυμνός από ενοχές
ίσως και από έρωτα γυμνός.
Ω θάλασσα, εσύ, που σε στοιχειώνει η άγρια ομορφιά σου!
Ω απέραντε τάφε υγρέ των πιο λαμπρών μας ιδεών!
Στο βάθος ακόμα κάποια πλοία
ξεχωρίζουν απ’ τα φώτα τους
προδίδονται απ’ τα φώτα τους
όπως η αίσθηση του να ‘σαι ζωντανός απ’ τα αισθήματά μας.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles