ΜΕΤΡΟ ΙΑΜΒΙΚΟ ΜΟΝΟΤΟΝΟ
Σταυρωμένα τα πόδια στο πάτωμα γιατί
χοροπηδούσαν στα πτώματά τους.
Πολλή φασαρία,
χαμηλώστε την ένταση!
Κομμένες οι γωνίες γιατί
ήταν αιχμηρές και γδέρναν τα καλούπια τους.
Προσεκτικά, μη κάνετε ζημιές.
Στρογγυλεμένο το πέτρινο καφάσι
να κουλουριάζεται πιο βολικά η νιότη.
Πόσες κουταλιές ασβέστη στον καφέ;
Ψαλιδισμένη μισό πόντο η γλώσσα
να μη μιλά
κι είκοσι σχεδόν οργιές βουλιαγμένο το θάρρος.
Δεν είστε αρκετός. Δεν είστε μετρήσιμος.
Υψωμένη λίγο η θλίψη
και τεντωμένα σε σχοινί ατσάλινο τα ρούχα
να κρύβουν την ασχήμια.
Τα σκούρα με τα σκούρα πάντοτε.
Διπλωμένη στα δυο η ραχοκοκαλιά
για να θυμίζει στήλη άλατος
κι όχι σπονδυλική λωρίδα.
Πάνω της εκτροχιάζονται τώρα οι νύχτες.
Αλειμμένες μ’ αλατόνερο οι ανοιχτές μου φτέρνες
βούτηξα οριζόντια στους φόνους μου.
Εγώ δε σκότωσα κανέναν.
Δεν ταίριαξαν με τους πολλούς τα μέτρα μου
ούτε κι οι αποστάσεις μου ήταν μικρές απ’ τις αγάπες
ήμουν χιλιόμετρα πιο πίσω.
Δυστυχώς τερματίσατε τελευταίος.
Αυτό που έμεινα σας κάνει; Να με ρημάξω πάλι;
ΠΑΡΑΛΥΤΟ ΟΡΝΤΙΝΟ
Ελπίζετε!
Τα χέρια εκείνα
δεν ψάχνουν κέρματα
έχουν κοπεί
από τη ρίζα
κι είναι δεμένα
με υφαντά
πάνω στα σώματα.
Κάτω απ’ το δέρμα
έχουνε κρύψει
τις ψαλίδες
και τα βότανα
να δέσουν
ξόρκι
την αστροφεγγιά.
Αυτές οι χαρακιές
μέσα στα μάτια
γίνανε χρόνια
τώρα
κι ας βαστάνε
τον πόνο τους
νεαρό παλικάρι.
Πάνω σε αποτσίγαρα
σε ναυτικά σκισμένα
όρντινα
αράζουν οι νιότες
για να βυθίζονται
πιο σταθερά
πιο βέβαια.
Κείνες οι αγορές
χρυσού
και τ’ αποθέματα διοξειδίου
του τρόμου
τους μπουχτίζουν
τα στέρνα
νικοτίνη.
Κοντά στην πολυτέλεια
επόμενη στάση
Τόπος Θυσίας
ή Ομόνοια
πάρε το τρένο
μη χαθείς.
Σ’ όλες τις αποβάθρες
τούτης της πόλης
κοιμούνται
μερόνυχτα
τώρα
γυμνοί
οι ανθοί μας.
Σ’ όλους τους δρόμους
εδώ και χρόνια
γράμματα άγραφα
σακατεμένα
αδειανά
όχι από όρκους
από νοιάξιμο.
Ξηλώνεται
κι η ελπίδα
στα τσαγκαρεμένα βήματα
-από δεύτερο ή
τρίτο χέρι-
του καθενός
που ξεμακραίνει.
Και δε βαστάνε
νεκρές ελπίδες
τα μαραμένα χέρια.
Ανοίγουν
αύλακες
μέσα στο δέρμα
για να τις θάψουν.
Πώς να ελπίζουμε;
Φοβόμαστε.
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΛΥΠΗ
Πολύ στυφή είναι η θάλασσα
θα σου χαλάσει τα πνευμόνια.
Μη πας πιο μέσα θα πνιγείς.
Μη πας σου λέω χάνομαι.
Ποτέ δεν άκουσες.
Περπάτησα εμβατήριο το ποίημά σου
κι ας μη θυμάσαι ούτε στροφή απ’ τη ζωή μου.
Μη τρέχεις πάνω στις στροφές.
Τυφλώθηκα στον πόλεμο.
Τι όμορφα που είσαστε εδώ.
Ωραία καρφιά πάνω στους τοίχους
χωρίς καμιά φωτογραφία μου.
Πλέον διαβάζω μόνον με τα δάχτυλα
καθώς χαϊδεύω τις γραμμές της ιστορίας σου
Είμαι ανορθόγραφος – το ήξερες;
δε ξέρω πως συλλαβίζεται η αγάπη.
Τη γερασμένη ομπρέλα με τις πούλιες μη ξεχάσεις
να κουβαλήσεις μαζί ως εκεί που δεν πατώνεις
να την ανοίξεις βαλλίστρα
για να σκοτώσεις το ντελίριο.
Δεν έμεινε στάλσιμο να μη ξεπροβοδίσω
ούτε νεκρόλαδο να μη παστώσει
τριάντα χρόνια μες τη τσιγγάνικη προθήκη
πως θα γυρνούσες γρήγορα.
Την αμορόζα την έχω μαζί και τη ταΐζω
όποτε κάνει να πεθάνει
με φύκια και γασέτα.
Τυλιγμένα στο λαιμό τα καρδιοχτύπια.
Δεν με παρηγορεί πια το κονιάκ
πίνω τη θάλασσα για να με κάψει.
Είναι κι αυτή η άβυσσος απρόβλεπτη
Πας να πνιγείς και σώζεσαι.
L’ ABAQUE
Κυλίστηκαν οι εκδρομές στη στέγη
μας κούφαναν τα κεφάλια.
Τα όνειρα στραβώνουν τα μάτια.
Χάντρες κεχριμπαριές.
Βγάλτε τα οικοκυρικά απ’ τα συρτάρια
να σιδερώσουμε ιστορίες ξηλωμένες
να πλέξουμε σταυροβελονιά
τους πεσόντες έρωτες.
Μαρκαρισμένα με κιμωλία τα χρόνια
που πήραν γυμνή απουσία
τη τελευταία ώρα με πρόωρη αποβολή
και διαγωγή κοσμία.
Κουλουριάστηκαν με τα ρεμέτζα
οι στύλοι του άβακα
μας κρατούν με σιδεριές στα προαύλια
φτηνά τσιγαρόχαρτα.
Να βγούμε στο πρώτο διάλειμμα.
Ψαθιά χρυσαφένια το πάτωμα
φορτωμένα με πίστεις για κουβάλημα.
Να καθίσω λίγο γιατί έχω και τη ψυχή μου.
ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Πρησμένες οι καρδιές στην αναμονή απ’ την ορθοστασία.
Ακούνητες σαν άδειες θέσεις
να κατακάτσει μέσα τους κανένας βλοσυρός χειμώνας
γιατί οι έρωτες έχουν νερώσει
και κολυμπάνε αβοήθητοι σε πλαστικά ποτήρια με ξιδόκρασο.
Δεν θα υπάρξουν άλλοι.
Χτύπησαν οι καμπάνες,
ανοίξαμε σαμπάνια
που τη φυλούσα στο σερβάν είκοσι χρόνια τώρα
να γιορτάσουμε τη περίσταση.
Που ψοφολόγησαν οι σκρόφες οι ελπίδες.
Υπερβολική δόση είπαν.
Με ρέγουλα η αλήθεια, σκοτώνει.
Στριγγλούσαν οι ψυχόλεθροι στην άσφαλτο
σαν ιαχώς μεγαλομάρτυρα.
Ξαπλώσαμε ανάσκελα
να βυζάξουμε αστέρια σβολιασμένα στο βάθος μας.
Νόστιμη που είναι η νύχτα.
Είχαμε πάρει το δρόμο μας.
Γιατί.
Ρυθμίσαμε όλοι τα ρολόγια
σε λίγες ζωές να ξαναβρεθούμε.
Γεράσαμε γρήγορα γαμώτο
χωρίς μια λευκή υποψία στα μαλλιά.
Χωρίς μια χαραυγή για εγγόνα.
Με ρέγουλα η νιότη, σκοτώνει.