ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΙΗΣΟΥ
Για σένα Ιησού θα γράψω ένα βιβλίο πικρό επάνω σε λιασμένα μαλακά
καπνόφυλλα
καθώς ο γέρος μου θα πίνει στην υγεία της φωτιάς κ’ οι δυο γυναίκες μας
μέσα στην κόκκινη κουβέρτα θα κοιμούνται σα μια ντάμα που ‘ριξε ο ύπνος
πάνω στο πάτωμα. Για σένα Ιησού
θα γράψω ένα βιβλίο πικρό και θα το δώσω
να το αποστηθίσει η φωτιά να το χορεύει μπρος στη γάτα μας τη σφίγγα.
`
*
ΚΑΠΑ ΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ
Κ’ η τσέργα κρεμασμένη σάμπως ζώου αστρικού η δορά∙
ή κάπα ενός αγγέλου που τη μέρα γίνεται φωτιές στα σιδεράδικα
του Αγρινίου και τη νύχτα στα λαγκάδια του Αρκτούρου
μ’ ένα ηλεκτρικό ραβδί ποιμαίνει
τα πνεύματα του βουνού.
`
*
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΠΠΑΣ
(βαρβαρικό)
«Ούτε του Τσέγκις Χαν το άλογο δεν είχε στο λαιμό του τόσο φίνα χαϊμαλιά».
«Ποιος είναι τούτος πάλι;» μου αποκρίθηκε.
«Α, είν’ εκείνος που κρατεί στο χέρι ένα γεράκι κι έφιππος γελά στον ουρανό∙
που ψήνει το φαΐ του σε φωτιά από σβουνιές και που κρεμάει πάνω απ’ το
στρατόπεδο παγούρι το φεγγάρι.
Ω Σαμαρκάνδη, ω Βασόρα, ω Νισαπούρ…
σας ξέρω αφ’ ότου επισκεφτόμουν πολιτείες μυρμηγκιών…
και τις σκηνές των Τάταρων τις είδα σε χωριά μανιταριών…
Ω Σαμαρκάνδη, ω Βασόρα, ω Νισαπούρ∙
άνεμος παγωμένος ήρθε από τη στέππα και τροχίστηκε περνώντας τα Αλτάια
Όρη.
Κι έκοβε όσους ήτανε ψηλότεροι απ’ του Ήλιου τον τροχό.
Και πυραμίδες από ανθρώπινα κεφάλια έχτισε για να ‘χει ν’ ακουμπά η σκέπη
του κόσμου.
Κ’ ύστερα ήρθε ο Μπαμπέρ ο στρατηγός και ποιητής.
Κ’ ήρθε και ο Ακμπάρ που στους ναούς του οι θεοί όλου του κόσμου ειρηνικά
συγκατοικούν>>.
`
*
ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
(Μήκων ή ροιάς)
Κόκκινη φούστα με την ήβη σου
κ’ η μυρουδιά σου από έρωτα και ύπνο.
Σ’ έκοψα και λιπόθυμη σ’ απίθωσα
να σε φωτογραφήσω έτσι όπως σε είδα
με την εν-όραση
κι όχι μονάχα με την όραση όπως σ’ έβλεπα ως τότε.
Κ’ ήσουν το κόκκινο σεντόνι της Αγίας Τράπεζας του Έρωτα
και του Θανάτου.
Στη μέση ο κεντημένος μαύρος σου σταυρός
κι από το κέντρο του
φύτρωνε η μαύρη ήβη και ο πράσινος φαλλός.
`
*
ΑΡΑΜΠΑΣ
Αραμπάς· με τα άλφα του που ήσαν κάποτε κερασφόρα κρανία βοδιών· μ’ εκείνο
το πρώτο κεφαλαίο Α σαν άνθρωπος με τη ζώνη του. Με το ρ της ροής. Κάποια στιγμή τοο άρχισε να στάζει, να ρέει, κι έγινε ρ. Κ’ ύστερα το μ· μουγκανητό του βοδιού ήμούγκρισμα των αγριμιών· ο ήχος που ’ναι σύνορο ανάμεσα στη φωνή του ζώου και στηφωνή του ανθρώπου. Γι’ αυτό κ’ οι πρώτες λέξεις από μ: Μα το φιλί. Μαστός και μεμέ τοβυζί. Μαμ το φαγητό. Μάτερ η μάνα και η ύλη. Και ύστερα το π: Πόρτα και πύλη καιπόλη περιτειχισμένη· πέρασμα του ανθρώπου ή του αραμπά μες από την πύλη. Πύργοςκαι παράθυρο. Π: Κορνίζα του μέλλοντος. Και το τελικό ς· το ο που ξετυλίχτηκε σα φίδικαι σφυρίζει τον ήχο της σιωπής· πόσο σοφά βαλμένο από τους Έλληνες στο τέλοςτόσων λέξεων.
Αραμπάς· αραμπάς φορτωμένος ένα νεκρό πρίγκηπα της Ασίας· αραμπάς
φορτωμένος καρπούζια· αραμπάς φορτωμένος τσιγγάνες· αραμπάς φορτωμένος κοπριά·αραμπάς φορτωμένος ξύλα· αραμπάς φορτωμένος γλάστρες με λουλούδια· αραμπάςφορτωμένος όπλα· αραμπάς φορτωμένος βαρέλια με νερό· αραμπάς φορτωμένοςφεγγάρια· αραμπάς φορτωμένος καθρέφτες· αραμπάς φορτωμένος πλήθος όρθιααναμμένα κεριά· αραμπάς φορτωμένος κορμιά εκτελεσμένων Κούρδων· αραμπάςαδειανός γιατί δεν βρέθηκε πουθενά το πτώμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα· αραμπάςφορτωμένος παιδιά και σερνάμενος από ένα βόδι που στα κέρατά του ανάμεσα κάποιοςετοποθέτησε χορδές. Αραμπάς στην άκρη της Τριχωνίδας: Το ζώο ζύγωσε και σκύβειστον καθρέφτη του νερού· ασπάζεται τον εαυτό του· πίνει.
Κ’ ύστερα, ο αραμπάς ουρανός· με τροχούς του τον Ήλιο και το Φεγγάρι·
φορτωμένος άλλοτε νέφη, άλλοτε άστρα. Που μπορεί να πηγαίνει τούτος ο αραμπάς, πουστον πάτο της καρότσας του, κουβαλάει μαζί του όλους εμάς;
`
*
ΠΩΣ ΖΟΥΜΕ ΜΥΘΙΚΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΥΓΕΙ
Στις ιέρειες τις Τέχνης, ChantalDanjou και Marie-JoséArmando∙ στα έργα και
στις μέρες μας στο BormeslesMimosas
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως ο ζητιάνος στη γωνιά είναι βασιλιάς μας διαφεύγει.
Πως ίσως κιόλας είμαστε γουρούνια μες στης Κίρκης το μαντρί μας διαφεύγει.
Πως ίσως τούτη η πόλη μάς χωνεύει επειδή είναι της Χάρυβδης στομάχι αυτό μας
διαφεύγει,
Πως το πλυντήριο ρούχων είναι ο μονόφθαλμος Πολύφημος που βάλαμε στηδούλεψη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο σκαφέας που μουγκρίζει σκάβοντας τα χώματα είναι δράκοντας αυτό μας
διαφεύγει.
Πως η οχιά μέσα στα χόρτα ή μες στις πέτρες είναι η λυγερή σαΐτα του Απόλλωνα
που ψάχνει για τη φτέρνα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως κάθε μηχανάκι είναι η σιδερένια ενσάρκωση εκείνου του Χρυσόμαλλου Κριού
μας διαφεύγει.
Πως το λιμάνι είναι το πέτρινο μαντρί των καραβιών μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια σέρνουν μια λευκόμαλλη δορά μας διαφεύγει.
Πως όλα τα καράβια προσπαθούν να αντιγράψουν τη χρυσόμαλλη δορά του Γαλαξία
πάνω στα νερά μας διαφεύγει.
Πως το νερό είναι μαχαίρι που μας γδέρνει κατεβάζοντας την άσπρη, τη σγουρή, την
πολυόμματη δορά της σαπουνάδας απ’ το σώμα μας αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι πετσέτες μες στο μπάνιο μας δεν είναι ούτε μούσκλα γύρω απ’ την πηγή ούτε
και είναι τα εφτά πέπλα της Άσθαρ αλλά είναι του καθρέφτη οι εφτά δορές
μας διαφεύγει.
Πως η κυρία πού ’ρχεται στο πάρκο με τα τρία της σκυλιά κάθε απόγευμαείναι η Περσεφόνη με τον Κέρβερο αυτό μας διαφεύγει.
Πως ήδη έχουμε θαφτεί μας διαφεύγει·
μας διαφεύγει πως ο Ήλιος που ακουμπά το δειλινό εκεί στο λόφο είν’ ο φύλακας του
τάφου μας, μια σφίγγα, ένας λέων
με πρόσωπο καθρέφτη και με χαίτη αχτίδες.
Μας διαφεύγει που η Σελήνη είναι η χαμένη μας εντάφια προσωπίδα καθώς φλόγινη
σα λιόντισσα προβαίνει με ησυχία θανατερή μες απ’ τη λόχμη.
Πως ζούμε πλήρως μυθικά μας διαφεύγει.
Πως το μολύβι που κρατούμε μπορεί να ’ναι το σουβλί που τύφλωσε τον Κύκλωπα
αυτό μας διαφεύγει.
Πως οι μνηστήρες είν’ εδώ και τρώνε και γλεντούν το βιός του Οδυσσέα μας διαφεύγει.
Πως σαν τον Οδυσσέα ο ποιητής είν’ ένας ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι αυτό μας
διαφεύγει.
Πως ήδη των μνηστήρων οι ψυχές αποκολλιούνται απ’ τη σπηλιά του ουρανού και
κατεβαίνουν τρίζοντας στον Άδη αυτό μας διαφεύγει.
Πως ο Ερμής χωρίς κακία τις οδηγεί μες απ’ τους δρόμους τους υγρούς προς το σκοτάδιαυτό μας διαφεύγει.
Πως ζούμε μυθικά μας διαφεύγει.
Πως είμαστε σκιές και τριγυρνάμε έξω από του χρόνου τον καθρέφτη αυτό μας
διαφεύγει.
`
*
ΚΡΙΣΝΑ
Δάγκωσα φως κρουσταλλιασμένο πάνω σε
κλωνάρι κέδρου. Kρίσνα
είσαι η χαραυγή μιας μουσικής
που μόνο οι πέτρες γίνεται ν’ ακούσουν. Kρίσνα
είσαι υγεία αβάσταχτη, ω Kρίσνα
έκσταση ενός καρπού μέσα στη νύχτα, είσαι
έκρηξη του καιρού. Είσαι εγώ∙ εγώ που
όσο κι αν ψάξεις δε θα μ’ εύρεις ΠOYΘENA:
Άπειρες πόρτες άνοιξα και μ’ ένα
στρόβιλο άστρων έχω φύγει για ΠANTOY.