Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Γιώργος Καρτάκης, «Ποίος την θύρα κουρταλεί;»

$
0
0

`

Δεν ξέρω πότε ακριβώς την ανακάλυψα. Σίγουρα όμως τρόμαξα, πάγωσα, αφού και τώρα που το ξανασκέφτομαι, νιώθω μια ανατριχίλα στο κορμί και θέλω να κουνηθώ απ΄τη θέση μου. Δεν θυμάμαι τον τρόμο που πέρασα, ίσως να μην κοιμήθηκα εκείνη τη νύχτα ή να μην μπορούσα να κοιμηθώ ή να κοιμήθηκα άσχημα, αλλά πάντως τρόμαξα. Έτσι που ήμουν τότε, που έτρεμα με το παραμικρό, σίγουρα φοβήθηκα.
Και ήθελα να της ξεφύγω γιατί ήταν παντού. Εγώ δηλαδή την έβλεπα να υπάρχει παντού στο σπίτι. Παραμόνευε στις λάσπες της αυλής, στους τοίχους τους παλιούς κι ετοιμόρροπους, στις σκιές τους τις νύχτες απάνω στα δεκάδες στρώματα ασβέστη. Κρυμμένη κάπου μέσα στο σπίτι που δεν έκλεινε καλά, ανοιχτό στον αέρα, στα κρύα, στις βροχές. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα – ακόμα το σκέφτομαι αλλά τώρα είναι μάλλον αργά – ήταν άμα μεγαλώσω να κάμω ευχέλαιο. Να φέρω τον παπά να με ψάλει. Να έρθει ο παπάς να μπω κάτω από το πετραχήλι του να με διαβάσει να φύγει η κατάρα.

Το βάθος της κατάρας δεν το ξέρω. Πόσο πίσω πάει, δηλαδή. Πίσω στο χρόνο. Πόσες γενιές πίσω μας πιάνει. Από πού αρχίζει και γιατί. Έμεινε κρυφό, σημάδι πως η κατάρα υπάρχει, γιατί αν δεν υπήρχε, θα ξέραμε το πότε και το γιατί. Που πάει να πει, πως έγινε κάποιο κακό. Ίσως φονικό ή κάτι παρόμοιο. Κανένα φονικό θα έκαμε κάποιος πρόγονός μας μάλλον, μια μεγάλη αδικία, και μας έδωσαν κατάρα να σβήσει η ρίζα μας, να μην κάμουμε παιδιά, να χαθούμε σιγά σιγά με το χρόνο.

Πού είχα ακούσει για την κατάρα; Η μάνα μου τα βράδια συζητούσε και τις περισσότερες φορές λογόφερνε με τη μάνα της - τη γιαγιά μου -, της άρεσε ν΄ανιστορεί τα παλιά, να θυμάται τον ένα, τον άλλο, τους γείτονες που είχε σαν ήταν παιδί και που είχαν πεθάνει ή είχαν ξενιτευτεί και έκαμαν λεφτά και που ακόμα όμως τη λογάριαζαν και την αγαπούσαν όπως τότε παλιά, παρ΄όλο που εκείνη είχε μείνει στο χωριό και δεν έκαμε και πολλά πράγματα στη ζωή. Δεν ξέφυγε απ΄τη φτώχεια, δηλαδή, μαθαίνοντας γράμματα.

Από τη μεριά της μάνας μου την έχω. Η μάνα της, η γιαγιά μου, είχε ένα αδερφό τον Χαραλάμπη που έφυγε στην Αμερική. Πότε έφυγε; Πολύ παλιά θα ήταν. Πώς πήγε κι ελόγου του τότε στην Αμερική!
Αλλά η μνήμη μου δεν με βοηθά να λογαριάσω πότε πήγε, γιατί η γιαγιά μου έφτασε τους Τούρκους στο νησί. Θα ήταν πολύ παλιά δηλαδή, θα πήγε με το καράβι- τότε δεν υπήρχαν αεροπλάνα - έγινε Papas - Παπουτσάκη τον έλεγαν - έκαμε μια κόρη ανάπηρη, καθισμένη στο καροτσάκι. Είχα δει μια φωτογραφία της μαυρόασπρη με τη μάνα της ντυμένη ένα χοντρό καλό παλτό και όλο μάτια να κοιτάζει στο πουθενά μπροστά, στην άσφαλτο ενός ωραίου, απλόχωρου κήπου. Πέθανε χωρίς να κάμει παιδιά - πώς να κάμει; Είχε ο Χαραλάμπης κι ένα γιό που πολέμησε για την Αμερική στο Βιετνάμ, του έδωσαν παράσημα και τον έκαμαν ύστερα δάσκαλο. Είχε έρθει μια φορά και μας είδε, αλλά η γυναίκα του ήταν Αμερικάνα και δεν τον άφηνε να έρχεται. Έκαμε ένα παιδί καθυστερημένο κι αυτός.
Ο άλλος αδερφός της γιαγιάς μου, ο Γιάννης, σφιχτός με τον παρά, παντρεύτηκε μεγαλύτερη γυναίκα και δεν έκαμε παιδιά και μόνο η γιαγιά μου έμεινε και παρ΄ολίγο να ξεμείνει ανύπαντρη όπως τα χρόνια περνούσαν και δεν την έπαιρνε κανείς, γιατί ήταν φτωχιά και ξενοδούλευε στα χωράφια ή μάζωνε ελιές στον κάμπο. Σα χήρεψε όμως ο παππούς μου από την πρώτη γυναίκα του, την πήρε κι ας ήταν μεγάλη και έκαμε τη μάνα μου. Πρόλαβε.

Τώρα όμως την κατάρα την είχα εγώ και φοβόμουν πως θα σβήσει η ρίζα μας και θα χαθούμε από προσώπου γης σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, γιατί κουβαλούσαμε μεγάλο κρίμα. Αλλά ποτέ ως τώρα δεν κάλεσα παπά να με διαβάσει γιατί δεν ήθελα να το πιστέψω΄ το είχα όμως πίσω πίσω στο μυαλό και το θυμόμουν όταν είχα δυσκολίες ή αρρώστιες. Τότε έμοιαζε να είναι η κατάρα αληθινή και έκανα την προσευχή μου, τρεις φορές έλεγα το Κύριε ελέησον, αλλά μόλις η δυσκολία περνούσε το ξέχναγα πάλι. Είχα καιρό μπροστά μου να φέρω παπά.
Ή άλλες φορές πάλι, σαν ήμουν πιο νέος, έλεγα πως όλ΄αυτά είναι δεισιδαιμονίες και πάσχιζα αλλιώς να ξεπεράσω τη δυσκολία. Πέρασε ο καιρός, ποτέ δεν φώναξα παπά, ούτε και ρώτησα, αν τα πιστεύει αυτά η εκκλησία.

Πέρασαν τα χρόνια. Παπά έλεγα να καλέσω να με διαβάσει να λύσω τα μάγια, το ανάθεμα, μα δεν το΄καμα. Και ούτε και θυμάμαι. Ούτε πώς έφτασα ως εδώ, μετά τόσα χρόνια ολομόναχος να διαβάζω κλεισμένος, κούτσα κούτσα τώρα με το μπαστούνι και τη ρόμπα να σέρνω τα πόδια μου στο άδειο σπίτι, γεμάτο βιβλία.
Ολομόναχος έμεινα. Έλεγα όμως πως αφιερώθηκα στα γράμματα που το΄χε καημό η κακομοίρα η μάνα μου γιατί έμεινε εκείνη αμόρφωτη. Κι ας ήρθαν φορές να γνωρίσω γυναίκα και να κάμω οικογένεια, αποφάσιζα να μείνω με τα γράμματα. Ήξερα πως ήμουν βαρύς, πως δεν έκανα εύκολα χωριό με άλλους και γι΄αυτό θα περνούσα κι εγώ και εκείνη δύσκολα. Έμεινα έτσι να στοιβάζω βιβλία.

Να βγήκε η κατάρα; Γέρασα, δεν πέθανα νέος, παιδιά δεν έκαμα. Να βγήκε; Δική μου απόφαση ήταν να μείνω μαγκούφης ή ήταν εκείνης; Για φαντάσου! Κι εγώ που περίμενα να βγεί μ΄ένα πρώιμο θάνατο! Και να΄ναι άραγε «εκείνη» ή τάχα «εκείνος», γιατί καμιά μέρα θα με βρουν μετά καιρό από τη βρώμα και θα βγει η αρχαία κατάρα και θα έρθει να με ψάλει ο παπάς - ακάλεστος.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles