Απαγορεύεται το κύπτειν εκτός του παραθύρου
στον G.M.
Ιδωμένα από το σιδηρόδρομο
τα προάστια είναι όλα ίδια
το παλιοκαιρινό των λαϊκών πολυκατοικιών
οι συνηθισμένες βεράντες μιας αρχιτεκτονικής δίχως φαντασία
με τα σύρματα της μπουγάδας, μια τέντα για τον ήλιο ή
μια παραβολή
τέσσερα αμάξια σταματημένα σ’ ένα κόκκινο φανάρι
μα απ’ την άλλη πλευρά κανείς δεν περνά
και μετά υπάρχει πάντα ένα περβόλι μικρό κι εξωπραγματικό
χαμένο καταμεσής στα κτίρια
όπου ένας συνταξιούχος πασχίζει να καλλιεργήσει κάτι
ενώ ο αέρας μυρίζει αόριστα βενζίνη
και το τρένο που φεύγει τρέχοντας μακριά
προτού να προλάβεις να ρωτήσεις
αν αυτό μόνο είναι η ζωή
***
Η Γη της Επαγγελίας
Ήθελα να γράψω γι’ αυτούς
μα αναρωτιόμουνα πώς
γιατί δεν ξέρω από τι δραπετεύσανε
ή ίσως φοβάμαι να το φανταστώ
βαδίζουν σε μικρές ομάδες
όπου κανείς δεν μιλά
δεκάδες περιμένουν έξω από την Κάριτας
όταν είναι η ώρα του δείπνου
κάποιος τηλεφωνεί άλλοι χαζεύουν το δρόμο
μονάχα λιγοστοί χαμογελούν
κοιμούνται στις όχθες του Ιζόντσο
όμως τα ρούχα τους τα ’χουν καθαρά και τακτοποιημένα
ήθελα να γράψω γι’ αυτούς
και για τον Ταϊμούρ
αλλά ψες
τον πήρε ο ποταμός
***
στον Α.
Εγώ ρωτάω τι έχει η μαμά σου
κι εσύ απαντάς έναν όγκο
το κακό που δεν μπορεί κανείς να ονοματίσει
εσύ το προφέρεις με τρόπο αφοπλιστικό
σαν να λες φλιτζάνι δέντρο ομπρέλα
ένα οποιοδήποτε αντικείμενο
κι έτσι συζητάμε γι’ αυτό
λες και ο καρκίνος της μητέρας σου
είναι κάτι απ’ το οποίο
εσύ μπορείς να γιατρευτείς
***
Question time
Μα από ποια μεριά γυρίζουν τα ηλιοτρόπια
σε μια μέρα καταχνιάς
και γιατί τα σύννεφα δεν πέφτουν στη γη σπάζοντας σε κομμάτια
αν και είναι καμωμένα από πάγο
κι αν ο άνεμος είναι μόνο αέρας που κινείται από τόπο σε τόπο
πώς γίνεται οι άνθρωποι να μην ασφυκτιούν εκεί που αλάργεψε ο αέρας
και γιατί τον τελευταίο καιρό κοιμάσαι πάντα
γυρνώντας μου την πλάτη
και πώς γίνεται
ανάμεσα σ’ όλες τις ερωτήσεις που ριζώνουν στο μυαλό
να λησμονούμε μόνο εκείνες
που την απάντησή τους φοβόμαστε;
***
Rewind II
Είναι έτσι όπως το λέγανε:
όταν γεράσεις ξαναγίνεσαι παιδί
είμαι εγώ που δεν εννοώ να καταλάβω
και σκέφτομαι τον πατέρα μου σαν να ’ναι
ακόμα ο άντρας εκείνος που φοβόμουν
κι αντιθέτως αυτός είναι ξανά τριών χρονών
κι έπειτα θα γίνει βρέφος
κι έπειτα έμβρυο κι έπειτα
τίποτα
***
Δεν είναι πια οι εποχές όπως άλλοτε
Ούτε που ξέρω τι έλπιζα γι’ αυτόν
να γινόταν μηχανικός
ή βιολόγος όπως εγώ
όμως ο Αλέσιο λατρεύει τις τριανταφυλλιές
σαν δει τριγύρω καμιά όμορφη
κόβει έναν βλαστό και τον φυτεύει στον κήπο
τον ποτίζει και τον φροντίζει για να ριζοβολήσει
όταν ανθίζει κάθε χρώμα είναι καλό
αν είναι εκείνο που προορούσε επειδή του αρέσει
αν όμως διαφέρει εκείνος εκπλήσσεται και χαμογελά
«δεν επιβάλλεται το χρώμα σ’ ένα ρόδο»
έτσι εγώ που έζησα
τόσες φορές την άνοιξη
ανακαλύπτωτώρατηδικήτου
************************************
TESTI IN ITALIANO
Vietato sporgersi dal finestrino
a G.M.
Viste dalla ferrovia
le periferie sono tutte uguali
il retro dei palazzi popolari
i terrazi regolari di un’ architettura senza fantasia
con i fili del bucato, una tenda per il sole oppure
una parabola
quattro auto ferme ad un semaforo rosso
ma dall’altra parte non passa nessuno
e poi c’è sempre un orto minuscolo e irreale
perso in mezzo ai condomini
dove un pensionato prova a coltivare qualche cosa
mentre l’aria odora vagamente di benzene
ed il treno che corre via veloce
prima che ci si possa chiedere
se la vita è davvero tutta lì
***
La Terra Promessa
Volevo scrivere di loro
ma mi chiedevo come
perchè non so da cosa sono fuggiti
o forse ho paura di immaginarlo
camminano a piccoli gruppi
in cui non parla nessuno
aspettano a decine fuori dalla Caritas
quando è ora di cena
qualcuno telefona altri guardano la strada
soltanto pochi sorridono
dormono sulle rive dell’Isonzo
eppure hanno i vestiti in ordine e puliti
volevo scrivere di loro
anche di Tajmur
ma ieri
se lo è preso il fiume
***
ad A.
Io chiedo che cosa ha tua mamma
e tu rispondi un tumore
il male che non si può nominare
tu lo pronunci in modo disarmante
come dire tazza albero ombrello
un oggetto qualsiasi che esiste
e dunque parliamone pure
come se il cancro di tua madre
fosse una cosa da cui
tu puoi guarire
***
Question time
Ma da che parte si voltano i girasoli
in un giorno di nebbia
e perchè le nubi non cadono a terra rompendosi in pezzi
anche se sono fatte di ghiaccio
e se il vento è tutta aria che si sposta da un luogo all’altro
come fa la gente a non soffocare lì dove l’aria è venuta via
e perchè da qualche tempo ti addormenti sempre
dandomi la schiena
e come si fa
fra tutte le domande che mettono radici nella testa
a dimenticare solo quelle
di cui temiamo la risposta?
***
Rewind II
É proprio come dicevano:
da vecchi si torna bambini
sono io che non so capire
e penso a mio padre come se fosse
ancora quell’uomo di cui avevo paura
e invece lui ha di nuovo tre anni
e poi diventerà un neonato
e poi embrione e poi
niente
***
Non ci sono più le stagioni di una volta
Non so nemmeno cosa speravo per lui
che diventasse ingegnere
oppure biologo come me
invece Alessio adora le rose
quando in giro ne vede una bella
strappa via un getto e lo pianta in giardino
lo bagna e lo cura perchè attecchisca
quando fiorisce qualsiasi colore va bene
se è quello che prevedeva perchè gli piace
se invece è diverso lui si sorprende e sorride
“non si può imporre il colore ad una rosa”
così io che ho vissuto
per tante volte la mia primavera
adessoscoprolasua
(dalla raccolta “Non si può imporre il colore ad una rosa”, Carteggi Letterari, 2016, disegni di Francesco Balsamo e una nota di Natàlia Castaldi)
************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
«Έχωμόνοτα μάτια μου» είναιοτίτλοςμίαςεκ των τριών ενοτήτων τηςνέας ποιητικήςσυλλογήςτουΦραντσέσκοΤομάντα(Γκορίτσια, 1966) με τον ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τίτλο «Δεν επιβάλλεται το χρώμα σ’ ένα ρόδο».Και είναι τα μάτια ενός ποιητή που ίσως δεν καταφέρνει να τα δει όλα, μα «όλα εκείνα που δεν βλέπει, προσπαθεί να τα φανταστεί».Ένας ποιητής ιδιαίτερα στοχαστικός, αλλάκι έξοχα τρυφερός και συναισθηματικός, που συνεχίζει τον μυστικό διάλογο των προηγούμενων συλλογών του, μεταξύ ενός παιδιού που παίζει ακόμη αμέριμνο κι ενός ενήλικα με τη διάθεση εκείνων που η ζωή έχει ποδοπατήσει τα όνειρά τους.
Η ποίησή του γυμνή, χωρίς φτιασίδια και περίτεχνους λεκτικούς ακροβατισμούς,με λέξεις απλές, ήρεμες, μοναχικές, καταγράφει «μια πραγματικότητα όπου όλοι χάνουν», ένα περιβάλλον απουσίας και ματαίωσης, την «Γη της επαγγελίας», εκείνη τη γη των προσφύγων, των ασθενών και των κατατρεγμένων: «ήθελα να γράψω γι’ αυτούς/και για τον Ταϊμούρ/αλλά ψες/τον πήρε ο ποταμός» ή «εγώ ρωτάω τι έχει η μαμά σου/ κι εσύ απαντάς έναν όγκο». Προτάσεις που μοιάζουν σπαράγματα από καθημερινές κουβέντες που ακούγονται στους δρόμους ή στο σπίτι του καθενός μας και γίνονται στίχοι, ενεργοποιούν τη δυναμική των λέξεων και κατοπτρίζουν την εποχή μας, τη ζωή -τη δική του,αλλά και τη δική μας. Γιατί με την αναγνώριση των συναισθημάτων που υποκρύπτονται στους στίχους του Τομάντα, αυτή η ποίηση μας αφορά όλους.Πάμπολλοι οι ποιητές, που οι στίχοι τους απηχούν και εκφράζουν βιώματα της προσωπικής τους ζωής. Λίγοι όμως εκείνοι που η ποίησή τουςμας αφορά!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ:
*Για περισσότερα ποιήματα και πληροφορίες σχετικά με τον ποιητή, δείτε την στήλη του ΠΟΙΕΙΝ «Σύγχρονοι ιταλοί ποιητές», όπου ο ποιητής FrancescoTomadaμεταφράζεται στα ελληνικά για πρώτη φορά: http://www.poiein.gr/archives/28923
**Ποιήματααπότησυλλογή“Non si può imporre il colore ad una rosa”, εκδ. Carteggi Letterari, 2016, με σχέδια τουFrancesco Balsamo καικριτικό σημείωμα της Natàlia Castaldi.