Ο χρονότοπος της ανατροπής
Όταν πήρα στα χέρια μου το τρίτο στη σειρά εκδοθέν λογοτεχνικό έργο του Κυριάκου Δημητρίου (Άνθρωποι στο βαγόνι. Διηγήματα, Αθήνα, Οκτώβριος 2016, σ.176), προτού καν αρχίσω την ανάγνωση, σταμάτησα και πάλι στην εικόνα του εξωφύλλου. Τέσσερις άνθρωποι, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ένας νεότερος άντρας και ένα αγόρι του οποίου το πρόσωπο δε φαίνεται, καθώς ατενίζει έξω από το παράθυρο, έχοντας την πλάτη γυρισμένη, βρίσκονται σε έναυ βαγόνι. Μορφές βγαλμένες από περασμένους αιώνες, του δεκάτου εννάτου αιώνα που τόσο πολύ αγαπάει ο συγγραφέας, μορφές κουρασμένες, τσακισμένες, πλην του παιδιού δίπλα στο φωτεινό παράθυρο. Βέβαιη πως η εικόνα δεν επιλέγηκε τυχαία αναζητώ στο οπισθόφυλλο πληροφορίες. Έργο του Γάλλου χαράκτη Charles Maurand (1842-1889), τεχνίτης ο οποίος επιδόθηκε, κυρίως, στην αναπαράσταση ανθρώπινων μορφών σε ξυλογραφίες και χαλκογραφίες. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ασπρόμαυρη γκραβούρα η οποία, στο εφώφυλλο της συλλογής, αποκτά αποχρώσεις της ώχρας και του κεραμιδιού.
Με τη χρωματική μεταμόρφωση της πρωτότυπης εικόνας ο Δημητρίου την ανανεώνει και την επανερμηνεύει με ένα δικό του λογοτεχνικό κείμενο, τη συλλογή των δώδεκα διηγήματων με τίτλο Άνθρωποι στο βαγόνι. Αν υποθέσουμε ότι ανάμεσα στο χαρακτικό του Charles Maurand και το λογοτεχνικό έργο του Δημητρίου, υπάρχει μια συνάφεια, αναπτύσσεται ένας ειδολογικός διάλογος, τότε το Άνθρωποι στο βαγόνι μας συστήνεται ως ένα λογοτεχνικό έργο που ερμηνεύει ένα άλλο έργο τέχνης που το προὔποθέτει, το οικειώνεται και το μεταμορφώνει σε ένα καινούριο έργο τέχνης, τη συλλογή διηγημάτων Άνθρωποι στο βαγόνι.Το σκίτσο προδιαθέτει για ένα καινούριο αναγνωστικό ταξίδι στο χρόνο, υπόσχεται καινούριες (ή όχι;) ανθρώπινες ιστορίες, ενώ η τεχνική του chiaroscuro, ίσως, να είναι το ερμηνευτικό κλειδί που θα ξεκλειδώσει το νέο λογοτεχνικό έργο του Δημητρίου.
Δώδεκα διηγήματα, όπως τα ορίζει ειδολογικά ο υπότιτλος της συλλογής. Στο πρώτο, «Το πεπρωμένο», ο ομοδιηγητικός αφηγητής, ο Λασίφ, διηγείται στον φίλο του Φρίντριχ τη μεταφυσική εμπειρία που βίωσε στη Βιέννη, όταν μια γύφτισσα του αποκάλυψε τα μελλούμενα: «Πρόσεξε λοιπόν τα σαράντα σου χρόνια, μόλις κλείσεις τα σαράντα σου χρόνια βλέπω μια ζοφώδη σκιά να ξεσκαλίζει την ψυχή σου σαν γύπας, βλέπω έναν μακρύ δρόμο κι ένα μεγάλο ταξίδι» (σ. 17). Ο Λασίφ ερμηνεύει την προφητεία της γύφτισσας ως την ανακοίνωση του επικείμενου θανάτου του από μεταφυσικά αίτια και οργανώνει τη ζωή του βάση του θανάτου αυτού. Αρνείται να συνδεθεί συναισθηματικά με ανθρώπους και απομονώνεται σε ένα εξοχικό σπιτάκι: «Για τους κατοίκους του προαστίου λογιζόμουν ένας απόμακρος μισάνθρωπος, ένας αγριάνθρωπος που ζούσε στο δάσος ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας ιδιόρρυθμος αυτοεξόριστος, ένας επηρμένος διανοούμενος» (σ. 24). Στην προσπάθειά του ο Λασίφ να απαλλαγεί από τον «παράλογο φόβο» και τη «θανατηφόρα σκιά» επισκέπτεται ένα ψυχαναλυτή και έναν πάστορα που προσπάθησαν να τον εκλογικεύσουν και να απαλλάξουν τον ήρωα από τον παράλογο φόβο.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ολοκληρώνεται με την διήγηση της επίσκεψης στον πάστορα. Τα ηνία της αφήγησης αναλαμβάνει, στη συνέχεια, ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής: «Ο Λασίφ Καρνιέ αποτραβήχτηκε στο Σαιν Αντουάν αναμένοντας τα τεσσαρακοστά γενέθλια. [...] Στα τεσσαρακοστά του γενέθλια ο Λασίφ κλείστηκε στην κρεββατοκάμαρά του [...] και ανέμενε. » (σ. 28 – 29). Ο θάνατος δεν ήρθε και ο ήρωας αποκοιμάται ξυπνώντας, την επόμενη ημέρα, εν ζωή: «Ο κίνδυνος πέρασε, η καταραμένη προφητεία αποδείχθηκε παντελώς λανθασμένη. Όμως ο Λασίφ δεν ένιωθε εκείνη την αναμενόμενη ευφορία που θα έπρεπε να του είχε προκαλέσει η διάψευση της μάγισσας της Βιέννης. Μια άλλη ύπουλη, εφιαλτική υποψία φώλιασε στο μυαλό του. Κι αν δεν άκουσε καλά τον καταδικαστικό χρησμό; Αν η γύφτισσα είχε πει “στα πεντηκοστά σου γενέθλια” ή “στα εξηκοστά”; Τι φρίκη, τη φρίκη να μη θυμάται, τι φρίκη να μη μπορέσει ν’ ανακαλέσει στη μνήμη του τον χρησμό της Βιεννέζας μάγισσας!(σ.39)».
Ο αναγνώστης αναμένει πως το τέλος της ιστορίας θα προκύψει με το ξημέρωμα που βρίσκει τον ήρωα ζωντανό. Μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, θα ολοκληρωνόταν στο σημείο εκείνο. Μια συμβατική αφήγηση θα είχε τη συγκεκριμένη δομή. Εντούτοις, το αναμενόμενο τέλος, το κλείσιμο της ιστορίας, δεν επέρχεται ποτέ στο λογοτεχνικό έργο του Δημητρίου.
Στην αρχή της αφήγησης ο Λασίφ, απόφοιτος φιλοσοφικών σπουδών, παραδέχεται πως τον βασάνιζαν τα όρια της γνώσης και πως ήθελε να αποκρυπτογραφήσει «τα νοσηρά παιχνίδια του νου, όταν ο ανορθολογισμός και η δεισιδαιμονία διεισδύουν στη ζωή μας» (σ. 10). Η δήλωση αυτή, καθόλου αθώα, υποδεικνύει, εξαρχής ίσως, μια μεταφυσική ροπή του ήρωα. Η βόλτα στα δρομάκια της Βιέννης οδηγεί τον ήρωα μακριά από το πλήθος των ανθρώπων που περιγράφονται ως «κούκλες» που έκαναν «περίτεχνες κινήσεις» (σ. 14). Εάν η εικόνα αυτή, πλασμάτων σχεδόν άψυχων, συνδυαστεί με την «αταραξία στον αέρα» (σ. 13) και την ανάγκη του ήρωα να απομακρυνθεί («Ένιωσα να πνίγομαι, ν’ ασφυκτιώ μέσα σ’ εκείνη την ανησυχητική ηρεμία», σ. 14), τότε αντιλαμβάνεται κανείς πως στον χρονότοπο του έργου του Δημητρίου το «φυσιολογικό» και το «πραγματικό» είναι έννοιες που αναποδογυρίζονται, που αναστρέφονται, που ανασυστήνονται και επαναπροσδιορίζονται. Eάν η ανάγνωσή μου ανακαλεί τον μεγάλο Ρώσο θεωρητικό Bakhtin και την έννοια του «χρονότοπου» είναι επειδή το έργο του Δημητρίου συστήνει έναν καινούριο χρονότοπο στη νεοελληνική πεζογραφία. Βασικό συστατικό του χρονότοπου αυτού είναι η «επιφάνεια», η απρόσμενη εμφάνιση μιας μορφής, σαν ομηρική ενανθρωπισμένη θεότητα, η οποία αλλάζει τη ροή της ιστορίας και της ζωής του ήρωα. Στο συγκεκριμένο διήγημα, μια τέτοια «επιφάνεια» είναι αυτή της γριάς γύφτισσας. Το λεκτικό σήμα «ξαφνικά» (σ. 14) δηλώνει το συναίσθημα του μη αναμενόμενου και του απρόσμενου που βιώνει ο ήρωας στην εμφάνιση της γριάς γύφτισσας. Ότι το πλάσμα αυτό χρωματίζεται με μεταφυσικό χρώμα το βλέπει κανείς στο «πονηρό» βλέμμα, στη φυσική δύναμη της γριάς, η οποία «παρέσυρε» τον ήρωα στο υπόγειο, στην ίδια την περιγραφή του υπόγειου αυτού χώρου: «Δεν μπορούσα να διακρίνω το ταβάνι ή τους τοίχους, λες κι υποχωρούσαν προς την άβυσσο κατασκότεινοι, δεν είχε φωτισμό ούτε παράθυρα στο υπόγειο» (σ. 15). Η δε μεταφυσική χροιά της σκηνής κορυφώνεται με τη μεταμόρφωση της άσχημης γριάς σε ένα δαιμονικό ον το οποίο, καθώς μαντεύει τα μελλούμενα, αποκτά πράσινα μάτια που «φωσφορίζουν στο μισοσκόταδο, χωρίς να βλεφαρίζουν, μάτια ψυχρά γυάλινα», η δε γαμψή μύτη της «έβγαζε μια μάζα γκρίζου ατμού από τα ρουθούνια», τα χέρια της «τρεμούλιαζαν», μαζεύεται «σαν κουλουριασμένο φίδι στην πολυθρόνα», αναγγέλλει τα μελλούμενα «με μια βραχνή φωνή» (σ.16). Σαν ολοκληρωθεί το «διάβασμα», η γύφτισσα, με φωνή «αλλαγμένη», με φωνή «που δεν είχε φύλο μα είχε λύπη, πένθος, όπως αποχαιρετάς έναν νεκρό» (σ.17), προσπαθεί να αποκρύψει όσα μελλούμενα είδε εν είδει προστασίας του Λασίφ από τη θανατερή του μοίρα (σ.17). Τελικά, χωρίς να δεχθεί αμοιβή για τις υπηρεσίες της, η γύφτισσα αποκαλύπτει όσα είδε για το ζοφερό μέλλον του Λασίφ και ο ήρωας φεύγει από το «καταραμένο» υπόγειο προσπαθώντας να εκλογικεύσει την εμπειρία αυτή: «Όλα ήταν αστειότητες, υπερφυσιικές ανοησίες, φαντασιοκοπίες. Μόνο κάτι μ’ έτρωγε, κάτι που με κράτησε ξάγρυπνο όλη νύxτα: Γιατί η γύφτισσα δε δέχτηκε αμοιβή; Και κυρίως - κυρίως αυτό – γιατί μ’ αποκάλεσε “παιδί μου”; Φευ, η ζωή μου είχε πια οριστικά αλλάξει. Μια σκιά δηλητηριώδης με κατακυρίευσε, σαν δαίμονας που μ’ ακολουθούσε σε κάθε μου βήμα (σ. 18).
Στον χρονότοπο της ανατροπής, οι ήρωες βιώνουν μια μεταφυσική εμπειρία η οποία τους καθορίζει, τους στιγματίζει, τους κυριεύει, τους απορροφά. Συνέπεια αυτής της εμπειρίας είναι η κοινωνική απομόνωση του ήρωα και ο εγκλεισμός σε χώρους μικρούς, σκοτεινούς, υπόγειους, χώρους που υποδέχονται τον αλλαγμένο ήρωα. Ο Λασίφ, αρχικά, καταφεύγει σε ένα πανδοχείο «που έμοιαζε σαν τον προθάλαμο μιας μεσαιωνικής φυλακής» (σ. 19). Ακολούθως, μετακομίζει σε ένα μικρό σπιτάκι στη μέση του πουθενά και, τότε, ασθενεί με πνευμονική λοίμωξη και νοσηλεύεται στο «Hotel - Dieu» για ένα ολόκληρο μήνα: «αυτός ο μήνας ήταν ο πιο ανέμελος, ο πιο γλυκός μήνας της ζωής μου! Έζησα έναν μήνα αδιατάρακτης γαλήνης» (σ. 21). Εάν ο θάνατος ερχόταν λόγω της λοίμωξης, τότε η προφητεία δε θα πραγματοποιούνταν και ο Λασίφ θα ήταν κύριος της ίδιας του της μοίρας, θα καθόριζε το δικό του πεπρωμένο. Η ά-λογη αυτή συλλογιστική θα μπορούσε να ιδωθεί ως η επιθυμία του ήρωα να παρέμβει και να ανατρέψει την ίδια την εξέλιξη της πλοκής, να επιφέρει μια ανατροπή εντός της ιστορίας, εν ολίγοις να αναλάβει ο ίδιος τα ηνία της εξέλιξης της ιστορίας, να αποδείξει αναληθή τα προδιαγεγραμμένα, τη μοίρα και το πεπρωμένο. Στον χρονότοπο της ανατροπής η ανατροπή δε συμβαίνει ποτέ εξαιτίας του ήρωα, ο ήρωας δεν ευθύνεται για την ιστορία που βιώνει, δεν είναι ένοχος επιλογών, δε μπορεί να επιφέρει καμία ανατροπή.
Όταν ο Λασίφ ξυπνάει την επομένη των τεσσαρακοστών γενεθλίων του, όταν «ο κίνδυνος πέρασε» και «η καταραμένη προφητεία αποδείχθηκε παντελώς λανθασμένη» (σ. 30), «δεν ένιωθε εκείνη την αναμενόμενη ευφορία που θα έπρεπε να του είχε προκαλέσει η διάψευση της μάγισσας της Βιέννης» (σ. 30). Ειπώθηκε και πιο πάνω, σε μια παραδοσιακή αφήγηση η ιστορία θα ολοκληρωνόταν στο σημείο αυτό, της διάψευσης της προφητείας. Στο χρονότοπο της ανατροπής, όμως, όπως αυτός ορίζεται στο λογοτεχνικό έργο του Κυριάκου Δημητρίου, μια συμβατική ανατροπή θα ήταν περιοριστική. Η ανατροπή της ανατροπής, ο Λασίφ που (ηθελημένα;) δε θυμάται επακριβώς την ημερομηνία που ορίστηκε για τον θάνατό του, ο Λασίφ που μπαίνει σε μια διαδικασία αέναου αυτοεγκλεισμού και βασανισμού, ο χρόνος που ανοίγεται ατελεύτητος, η επαναληπτικότητα της βασανιστικής κατάστασης, η άρνηση της ιστορίας να κλείσει, η επιλογή του Δημητρίου να μεταθέτει το τέλος των ιστοριών του στο διηνεκές, η ανοιχτότητα του χρόνου, όλα αυτά συστήνουν έναν ποιητικό κόσμο μοναδικό στον οποίο η ανατροπή της ανατροπής ορίζεται ως η βασική κοσμοθεωρία.
Δύο νουβέλες, Το χειρόγραφο και το Τρεις μήνες και μία μέρα, και μια «συλλογή διηγημάτων», οι Άνθρωποι στο βαγόνι, επιτρέπουν να κάνω λόγο για έναν καινούριο και σαφή, στα χαρακτηριστικά του, χρονότοπο. Ο «χρονότοπος της ανατροπής» ορίζεται από μια σειρά μικρότερων χρονοτόπων, εκείνων του υπογείου, του σκοτεινού, του μεταφυσικού, του υπερβατικού, της επιφάνειας, της μεταμόρφωσης και της παραμόρφωσης, της δίνης, του εγκλεισμού. Ο «χρονότοπος της ανατροπής», ο μεγάλος χρονότοπος, αναποδογυρίζει την όποια παραδεδομένη έννοια της ανατροπής, στοχεύει την ανατροπή της ανατροπής, ανοίγεται στον άχρονο χρόνο, καταλύει τα ειδολογικά όρια, μορφοποιεί τις Ιδέες που κυνηγούν και κυνηγά ο Κυριάκος Δημητρίου.
Μαριάννα Παφίτη
Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας