Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Αργυρώ Αγγελίνα - Ζωγράφου, «Ο Δροσιστικός Ξένος των Χριστουγέννων»

$
0
0

`

Στο τέλος της ημέρας το περίσσευμα της αγάπης φώναξε τους συνεταίρους του, την ελπίδα, τη θέληση και την υπομονή, που άρχισαν το γύρισμα της ανέμης για το παραμύθι που θα διαβάσετε. Σήμερα η ανέμη είναι οθόνη και το παραμύθι παίζεται πάνω σ’ αυτή, δε χρωματίζεται από χείλη παραμυθάδων!
`

Ο ΔΡΟΣΙΣΤΙΚΟΣ ΞΕΝΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

`

Μία φορά κι έναν καιρό, σε νεότερους χρόνους, πλησίαζαν Χριστούγεννα.
Η μαμά της μικρής Κατερίνας κρατούσε μία τεράστια άσπρη μπάλα και το κοριτσάκι ένα μυτερό γυάλινο σταλακτίτη. Τα κρέμασαν στα κενά των μπροστινών κλαδιών και έσπρωξαν τη φάτνη στη βάση του χριστουγεννιάτικου δένδρου τους.
– Έτοιμο! καμάρωσε η μαμά. Φέτος είναι πιο όμορφο από ποτέ!
Η Κατερίνα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και το παρατηρούσε γεμάτη υπερηφάνεια.
– Τι όμορφο είναι, μανούλα! της είπε.Και πόσο λάμπουν όσο σκοτεινιάζει τα στολίδια του ανάμεσα στα φωτεινά λαμπιόνια που αναβοσβήνουν! Φαίνονται σαν αληθινά!
– Ξέρεις, Κατερίνα μου, συνέχισε τη συζήτηση η μητέρα της χαμηλόφωνα –για να δημιουργήσει μυστήριο και να κεντρίσει την προσοχή της μικρής–,τοβράδυ των Χριστουγέννων γίνονται μαγικά πράγματα. Ζωντανεύουν όλα τα στολίδια του δένδρου και κατεβαίνουν από τα κλαδιά την ώρα που εμείς κοιμόμαστε. Παίρνουντις θέσεις μας και αντιγράφουν τις συνήθειές μας. Τρώνε από το φαγητό μας, ντύνονται με τα ρούχα μας καιγίνονταιαυτά οικοδεσπότες του σπιτιού.Πίνουν καιαπό το λικέρ βύσσινο της γιαγιάς,αραχτά στο σαλόνι μας! Όσοι το γνωρίζουμε, χωρίς να εμφανιζόμαστε και να δίνουμε σημασία, τους επιτρέπουμε να χαίρονται την ευκαιρία που τους δίνει η Άγια Νύχτα. Υπάρχει, όμως κάτι που, αν λησμονήσουν, θα τους στερήσει για πάντα αυτή τη χαρά.
– Ποιο είναι αυτό; τη ρώτησε η Κατερίνα κοιτώντας την στα μάτια όλο ανυπομονησία.
Η μητέρα της χαμήλωσε ακόμη περισσότερο τη φωνή, μην τις ακούσει κανείς. Έτσι, το μυστικό έμεινε για πάντα μεταξύ τους, κλειδωμένο σε ένα αόρατο κουτί που μόνο οι δυο τους ήξεραν να ανοίξουν, και ίσως και κάποιοι άλλοι…
– Πρέπει να κατέβουν όλα μαζί, να μην ξεχαστεί κάποιο στο δένδρο, ειδάλλως δε θα μπορέσουν να ξανανέβουν το πρωί.Έτσι, καταδικασμένα στις ανθρώπινες συνήθειες,θα παγώσουν και θα χαθούν πριν τα αντικρίσουμε.
Η Κατερίνα έφτιαξεμια εικόνα στο μυαλουδάκι της και τη χρωμάτισε.Μια αστεία, χαρούμενη εικόνα·την αρκουδίτσα μετο προβατάκι της φάτνης μπροστά στο μπολ με το βραδινό κορν φλέικς!Και την πήραν τα γέλια.
– Καλέ μαμά, πώς κατεβαίνουν, αφού τα περισσότερα είναι μπάλες;
– Μπάλες που μιλάνε, όμως, και βλέπουν. Μιμούνται τις κινήσεις μας και ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν τα πράγματά μας. Χάρισμα της Θείας νύχτας των Χριστουγέννων! Παιχνίδια με χεράκια και ποδαράκια για τον νεογέννητο Χριστούλη, που δεν χάρηκε στη φτωχικήτου φάτνη.
Το κοριτσάκι είχε ανοίξει το στόμα από θαυμασμό με τη σκέψη των ζωντανών παιχνιδιών τριγύρω της να χοροπηδούν.
– Είναι το θαύμα των Χριστουγέννων! Αυτή τη φωτεινή νύχτα όλα γίνονται μαγικά, αποκτούν ζωή και προορισμό, υπόσταση και νόημα, ακόμα και τα άψυχα στολίδια του δένδρου μας.
– Ο μικρός Χριστός τούς δίνει ζωή για να παίξει; ρώτησε το κοριτσάκι.
– Ακριβώς! απάντησε η μητέρα της και το επιβεβαίωσε μ’ ένα φιλάκι στο μέτωπό της. Πέρα για πέρα αληθινό!

Οι μέρες της προσμονής πέρασαν γρήγορα…Όταν μπλέχτηκαν στον αέρα οι μυρωδιές από ξύλο ελιάς στο τζάκι, σούπα γαλοπούλας και καμένο κάστανο στη φουφού, άνοιξε διάπλατα η πόρτα του σπιτιού τους. Στη διαδρομή που χάραζε το έναστρο σκοτάδι φάνηκαν συγγενείς και φίλοι με δώρα και χαμόγελα, ευχές και χειρονομίες αγάπης! Κάθισαν στο εορταστικό τραπέζι και μοιράστηκαν όλοι μαζί γεμιστή γαλοπούλα με κουκουνάρια και δαμάσκηνα! Μετά είπαν χριστουγεννιάτικα τραγούδια και τα κάλαντα με την Κατερίνα,ανεβασμένη σ’ ένα σκαμπό, να κτυπά ρυθμικά το τρίγωνο σαν κουρδιστή κούκλα σε μπιζουτιέρα!Κατεβαίνοντας,έριξε άλλη μια ματιά στο δένδρο. Ούτε μια στιγμή δεν ξέχασε τα λόγια της μητέρας της για τα στολίδια που ζωντανεύουν αυτή την ξεχωριστή νύχτα. Το δένδρο εισέπραξε την αποδοχή και κορδώθηκε:
– Αχ, Κατερίνα μου, έτσι έπρεπε να με φχαριστιόσαστε κάθε μέρα! Όχι να με καίτε ζωντανό χωρίς λόγο. Αυτό δε σας το συγχωρώ.
Πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να το πλησίαζαν φλόγες. Όλα τα παιχνίδια ήχησαν,το καθένα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο,και συμφώνησαν απόλυτα.
– Έτσι, μόνον έτσι πρέπει!
Στο σπίτι το γλέντησαν για τα καλά. Μουσική, χορός, πειράγματακαι ιστορίες από τα παλιά, μέχρι που η παρέα μοιράστηκε σ’ αυτούς που ξεπόρτισαν για να συνεχίσουν τη διασκέδαση κάπου αλλού και στουςάλλουςπου διάλεξαν τις κρεβατοκάμαρες για να ξεκουραστούν… Παντού τους ακολουθούσε η αύρα της μοναδικής, αισιόδοξης νύχτας των Χριστουγέννων!
Η Κατερίνα, καθισμένη στο σαλόνι απέναντι από το δένδρο,ανοιγόκλεινε τα ματάκια κρατώντας τις εικόνες των στολιδιών στο μυαλουδάκι της, μέχρι που ακούστηκε η φωνή της μητέρας της:
– Ώρα για ύπνο,νυσταγμένο μου αστέρι!
Η μικρή της τράβηξε την ποδιά και παραπονέθηκε:
– Μαμά, τόσα χατίρια κάνει ο μικρός Χριστός, κάνε μου κι εσύ ένα.
Εκείνη έσκυψε πάνω της:
– Τι θέλεις, μικρή μου;
– Να κοιμηθώ στο σαλόνι, να χαζεύω το δένδρο μας. Είναι τόσο όμορφο! Θέλω να χορτάσω τα στολίδια του που μ΄ αρέσουν πολύ,αλλάτα Χριστούγεννα τελειώνουν γρήγορα, καιδεν προλαβαίνω να τα χαρώ.
Οι γονείς της το επέτρεψαν. Τη φίλησαν και τη γέμισαν ευχές και στοργικές αγκαλιές. Η μητέρα της τη σκέπασε με τη χνουδωτή άσπρη κουβερτούλα σιγοτραγουδώντας ένα νανούρισμα που της έλεγε από μωρό και της άρεσε πολύ:

`
Ζήτησα από ένα αστέρι
να σε πάει και να σε φέρει.
Έπλεξα και γαϊτανάκι
γύρω απ’ το μαξιλαράκι.
Έβγαλα κι ένα σεντόνι
απ’ του ουρανού τ’ αλώνι
και μια άσπρη κουβερτούλα
κυνηγώντας συννεφούλα.
Γέμισα και ένα στρώμα
με του φεγγαριού το γιόμα.
Και τον ήλιο όλο ήπια,
να σου πω τα παραμύθια
με της Παναγιάς τα χάδια,
του Χριστού τα παρακάλια.
Τα Χριστούγεννα πουλάκι
και το Πάσχα θρεφταράκι!

`
Ο ύπνος πέρασε τα τελευταία ψηλά βουνά και ξεπέζεψε από το φτερωτό του άσπρο άλογο στην αυλή τους. Πρώτη συνάντησε την Κατερίνα στο σαλόνι.
– Καλέ, τι ωραία μαλλιά, σαν μετάξι! Εδώ θα ξαποστάσω.
Έκανε μια μεγάλη ξαπλωτή και χώθηκε όλος στα μεταξένια μαλλιά της. Το κοριτσάκι αφέθηκε στο γλυκό βάρος του ύπνου. Σε λίγο σταμάτησαν οι θόρυβοι από το συμμάζεμα του τραπεζιού και τις συνήθειες στα δωμάτια. Μία γλυκιά θαλπωρή απλώθηκε παντού στο σπίτι και λίγο αργότερα, όταν η σιωπή αντέγραψε τον ήχο της πάχνης στο δάσος, ένα μεγάλο τρισδιάστατο διαστημοστόλιδο προσγειώθηκε στριφογυρίζοντας στο πάτωμα με το θόρυβο που κάνουν τα παγάκια στο ζεστό νερό. Τότε, σαν να άνοιξε μία μαγική αυλαία, άρχισε να εκτυλίσσεται μία μυστική, εκπληκτική παράσταση χωρίς θεατές. Κανείς δε θα μπορούσε να την πιστέψει αν δεν την έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια! Η μητέρα της Κατερίνας είχε βγει πέρα για πέρα αληθινή…
Όλα τα παιχνίδια άρχισαν να κουνιόνται και να σειόνται. Το κοριτσάκι κρατούσε την αναπνοή του, να μην καταλάβουν κάτι και πάθουν κακό. Ένα ένα τα στολίδια ξεκολλούσαν από τη διαστημο-μάζα όλο διάθεση και περιγελούσαν κάθε τι που έβλεπαν, κουνώντας περιπαιχτικά τα αδύναμα δακτυλάκια τους. Το ένα στρεφόταν προς την πλευρά του άλλου, πειράζονταν, γελούσαν και καμάρωναν τα καινούργια μέλη τους σώματός τους·τα χεράκια και τα ποδαράκια τους. Άρχισαν να εξερευνούν το δωμάτιοπροσπαθώντας να σκαρφαλώσουν στα έπιπλα. Περιεργάζονταν ό,τι τους έκανε εντύπωση και θα μπορούσαν να το κάνουν παιχνίδι…
– Εδώ είναι πιο μαλακά, είπε ένα κουκουνάρι πιέζοντας την πατούσα της μικρής Κατερίνας στο μαλακό μέρος κάτω από το μεγάλο δάχτυλο.
Αυτή γαργαλιόταν, αλλά καθόλου δεν το έδειχνε.
– Ποπό, τι όμορφη που είναι! την παρατηρούσε το αστέρι της κορυφήςσκύβοντας προσεκτικά πάνω της. Έχει δίκιο η μητέρα της να τη φωνάζει με τ’ όνομά μου: «Αστέρι μου!». Λάμπει σαν κι εμένα!
Μία συσκευασία δώρου άρχισε να της λύνει το φιογκάκι της πιτζάμας της.
– Ό,τι χρειαζόμουν, είπε. Δύο χρόνια έψαχνα έναν κόκκινο καλοδεμένο φιόγκο να ανανεώσω την εμφάνισή μου.
Ένα σαλιγκάρι που αρνιόταν πεισματικά να βγάλει πόδια, προσπαθούσε ν’ ανέβει στο τραπεζάκι του σαλονιού.
– Τι τα θέλουν αυτά τα χαλιά οι άνθρωποι; παραπονιόταν συνέχεια. Στέγνωσα μέχρι να φθάσω εδώ.
Τοπιτσιλωτό κόκκινο μανιτάρι το βοήθησε ν’ ανέβει πιο γρήγορα πάνω του, γλιστρώντας με ασφάλεια στην ταράτσα του μανιταρόσπιτου, για να συνεχίσει από κει τον μακρύ δρόμο του.
– Από δω μου φαίνεται πιο κοντά! το ευχαρίστησε.
– Φίλοι μου, μαζευτείτε όλα μπροστά μου, ακούστηκε η αγέρωχη φωνή του Καρυοθραύστη, αρχηγού, πρώτου μέλους της κοινότητας των παιχνιδιών στο σπίτι της Κατερίνας, άγρυπνου φύλακα στη βάση του δένδρου και αμερόληπτου δικαστή των διαφορών τους.Προσοχή, ανάπαυση! Προσοχή, ανάπαυση!
Ευθυτενής, κοκκινο-πράσινος, εύρωστος, διαχρονικός!
Μία μαργαρίτα τόλμησε να μετακινηθεί προς την άλλη πλευρά, επίτηδες για να την προσέξουν, μουρμουρίζοντας αδιάφορα:
– Τι πεζός, Χριστέ μου! Κάθε χρόνο τα ίδια μας λέει ο παλιομοδίτης.
Εκείνος ανασήκωσε τον μοχλό του σε ένδειξη κύρους:
– Στις θέσεις σας,παρακαλώ! Λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια φιλίας και αλληλοβοήθειας, αλληλεγγύης και αλληλοεξυπηρέτησης, θέλω να σας ευχαριστήσω για την υπομονή και αντοχή που έχετε όλα.Ανέχεστε τα σκοτεινά, υγρά πατάρια των ανθρώπων, στοιβαγμένα μέσα στα κουτιάχωρίς τις πολύτιμεςσυσκευασίες μας, που μας τις αφαιρούν τόσο βάναυσα τις περισσότερες φορές και μας αφήνουν απροστάτευτα. Αν τουςαρέσουμε, μας κρατάνε, αν όχι, αλλάζουμε σπίτια και αφεντικά, δένδρα και συνθέσεις, τραυματισμένα ή ακρωτηριασμένα από τις απροσεξίες τους και τα χρόνια, τη χρήση και τη μετακίνηση. Πολλά καταλήγουμε στα σκουπίδια ή στην ανακύκλωση. Τους συγχωρούμε, όμως, γιατί μας αποζημιώνει η χαρά και η συγκίνηση που αποτυπώνεται στα πρόσωπά τους όταν μας ξαναβλέπουν κάθε χρόνο. Μέσα τους παραμένουν παιδιά, ενώ στην καθημερινότητά τους το ξεχνούν, αδιαφορούν και μας κοιτούν ανέκφραστοι. Οι σκοτούρες των καιρών τούς κρατούν δέσμιους στις οθόνες και στα κινητά τηλέφωνα. Ας είναι. Σήμερα, όμως, πάρτε βαθιές ανάσες και χαρείτε όσο μπορείτε την ελευθερία σας. Κανείς δε φαντάζεται ότι είμαστε εδώ, οικοδεσπότες αυτού του σπιτιού. Άρχοντες και κυρίαρχοι του χώρου!
«Εκτός από εμένα και τη μαμά» είπε από μέσα της όλο ικανοποίηση η Κατερίνα.
– Εντάξει, κύριε Καρυοθραύστη, αλλά συντόμευε. Θα περάσει η ώρα μας με κηρύγματα και παρατηρήσεις… Όλο παρατηρήσεις! τον διέκοψε μία μπάλα με πολλά χρωματιστά σωσίβια.Διασκέδαζε ρουφώντας με βουλιμίααπό το καλαμάκι το βραδινό γάλα της μικρής που είχε περισσέψει.Θορυβούσε,στραγγίζοντας απρόσεκτα τα τελευταία υπολείμματα από τον πάτο του ποτηριού.
– Και περιττές παρατηρήσεις! επανέλαβε.
Ο Καρυοθραύστης, όλο κατανόηση, έκλεισε το στόμα του σπάζοντας ένα καρυδάκι που του πρόσφερε η σωσίβια μπάλα. Κρατς!
– Εντάξει, είστε ελεύθεροι!
Ένας αλεξανδρινός προσπαθούσε να πλησιάσει τη μαργαρίτα,που τη σταμπάρισε την ώρα που άλλαζε θέση, και κάποια μουσικά όργανα που τους πήραν είδηση, άρχισαν να παίζουν ένα ερωτικό τραγούδι. Η μαργαρίτα τον τράβηξε κοντά της και έγειρε τρυφερά στον ώμο του. Αφέθηκαν σ’ ένα αργεντίνικο ταγκό που άνοιγε δρόμους στην καρδιά για ταξίδιαμε δύο. Μια γυναικεία μάσκα δάκρυσε:
– Πριν γίνω στολίδι, ήμουν γυναίκα ερωτευμένη, είπε νοσταλγικά.
– Κι εγώ τρόλεϊ! είπε το χρυσοπράσινο σκουλήκι με τους εφτάκόμπους.
Ένας Άγιος Βασίλης εξηγούσε σε δύο μικρά αδερφάκια από πού ερχόταν και μία κουκλίτσα έψαχνε γύρω γύρω να βρει κάτι μαλακό να ξαποστάσει μέχρι να ξανακρεμαστεί στο δένδρο. Χώθηκε σεμια ροζ ζακετούλα της Κατερίνας που βρήκε στηνκουνιστή καρέκλα της γιαγιάς και χουχούλιασε ανακουφισμένη. Η φίλη της, η Κοκκινοσκουφίτσα, έστρωσε την κόκκινη μπέρτα της κάτω και ξεσκέπασε το καλαθάκι με την πίτα που θα πήγαινε στη γιαγιά:
– Αν φάω ένα κομματάκι, δε νομίζω να το καταλάβει.
Η Κατερίνα, άφωνη, παρακολουθούσε τη ζωή, τη σκέψη, τη διάθεση και την περιπέτεια των παιχνιδιών του δένδρου γεμάτη ενδιαφέρον. Της τράβηξαν την προσοχή πέντε κουλούρια που έσπρωχναν φοβισμένα ό,τι έβρισκαν στον δρόμο τους επειδή ένας γαϊδαράκος φορτωμένος δώρα τα γλυκοκοίταζε συνέχεια. Τα πλησίαζε με το στόμα ανοιχτό δήθεν ότι χασμουριόταν.
– Άκρη, κάντε στην άκρη, κινδυνεύουμε! Και θα ανέβουμε γρήγορα στα κλαδιά! φώναζαν τα κουλούρια.
Το σαλιγκάρι παρακολουθούσε αρκετή ώρα με τις κεραίες του τις προσπάθειες των κουλουριών ν’ ανέβουν. Τσουλούσανμε φόρα, χωρίςνα παίρνουν ύψος, κουτρουβαλώντας το ένα πάνω στο άλλο.
– Κάτι έχει συμβεί. Νομίζω… Δεν μπορούν, δεν τα καταφέρνουν ν’ ανέβουν στο δένδρο! δυνάμωσε τη φωνή του το σαλιγκάρι, εκφράζοντας έτσι την ανησυχία του από το τραπεζάκι του σαλονιού.
Τα άλλα παιχνίδια το άκουσαν και σταμάτησαν αμέσως ό,τι έκαναν, ρωτώντας:
– Δεν μπορούν;
– Δεν μπορούν; Γιατί δεν μπορούν;
– Τι έχουν και δεν μπορούν;
– Πώς δεν μπορούν;
– Να μπορέσουν!
Ο Καρυοθραύστης σηκώθηκε από το καλάθι με τα καρύδια σκοτεινιασμένος.
– Είστε σίγουρα ότι κατεβήκατε όλα από το δένδρο;
– Ε, ναι… ίσως… μάλλον, μπορεί.
– Πρέπει. Εεεέτσι νομίζουμε, απάντησαν μπερδεμένα.
– Προσέξτε! Εάν έμεινε κάποιο στα κλαδιά θα μας βρει μεγάλο κακό.
– Δηλαδή; τον κοίταξαν όλα.
– Όταν ξεχνάμε τόσο γρήγορα, δεν προστατευόμαστε. Δε θυμάστε πριν πέντε χρόνια που ξεχάστηκε μία χελώνα και δεν πηδούσε με τίποτα κάτω;
Κοιτάχτηκαν αναστατωμένα.
– Εμ, βέβαια σας παρέσυρε η καλοπέραση. Πού να θυμάστε.Μετά από έναν χρόνο έχετε λησμονήσει το ένα το άλλο.
Τα παιχνίδια άρχισαν να συστήνονται από την αρχή.
– Εσένα σε θυμάμαι.
– Εσένασε ξέρω.
– Ήσουν και πέρσι εσύ, ε;
– Κι εσύ;
– Κι εγώ ήμουν!
Μπήκε στην παρέα τους ένα στρατιωτάκι,αφού πρώτα έκρυψε το όπλο του κάτω από το παχύ, πράσινο χαλί του δένδρου.
– Κι εγώ εδώ είμαι, αλλά έχασα το όπλο μου, γι’ αυτό δε με θυμόσαστε.
Η κουβαρίστρα με τη χρυσή κλωστή είχε ξετυλιχτεί και προσπαθούσε να μαζευτεί στριφογυρίζοντας απρόσεκτα. Έτσι, τους μπέρδευε όλους και ξεχνιόντουσαν ξαναρχίζοντας τα ίδια. Έχαναν πολύτιμο χρόνο μαζί της.
– Δε γίνεται δουλειά έτσι, τα μάλωσε ο Καρυοθραύστης. Έχουμε καινούργια στολίδια στο δένδρο;
– Δεν είδαμε, είπε διστακτικά ένα φανάρι. Μάλλον δεν αγόρασαν, λόγω κρίσης… Κι εγώ έσβησα για συμπαράσταση.
Ένα χάρτινο αγγελούδιπροχωρούσεαργά και του άνοιγαν δρόμο από σεβασμό. Στάθηκε μπροστά και απολογήθηκε:
– Δε μ’ αγόρασαν, η Κατερίνα με έφτιαξε από χαρτόνι στο σχολείο.
– Άλλος, άλλη, άλλο! συνέχισε βιαστικά ο αρχηγός. Δε μου αρέσει να σας τρομοκρατώ, αλλά με αναγκάζετε να το επαναλάβω, μήπως και σας θυμίσει κάτι. Όταν κατεβαίνουμε από το δένδρο–παλιό, πολύτιμο μυστικό που αφορά την ύπαρξή μας και τη συνέχεια της παράδοσης των παιχνιδιών–,πρέπει να είμαστε ενωμένοι, μονιασμένοι, μια γροθιά. Αν κάποιο ξεχαστεί,τότε παίρνει στον λαιμό του και τα υπόλοιπα.
Η μεγάλη, κόκκινη βελούδινη μπάλα χώθηκε τελείως μέσα στο χρυσό σάλιτης, να μην ακούει τις δυσάρεστες επαναλήψεις.
– Τώρα που το λες, αρχηγέ, κάτι θυμόμαστε, είπαν τρεις ιριδίζουσες, στρογγυλές χιονόμπαλες. Εμείς, φυσικά, εκείνη τη χρονιά στολίζαμε το κερί στη σύνθεση της μεγάλης τραπεζαρίας, αλλά διαδόθηκε ότι ήταν η γάτα που έφερε τον χαμόπηδώντας στο δένδρο, όταν σε κάποιο κλαδί ξεκίνησε ένα κουρδιστό ποντικάκινα κουνιέται χωρίς λόγο.
– Λάθος πληροφόρηση. Φτηνές φήμες,για να υποτιμήσουν την νοημοσύνη των παιχνιδιών και την υψηλή αποστολή τους! Και συνέχισε αργά ο Καρυοθραύστης: Σοβαρευτείτε και συγκρατήστε αλήθειες. Ή όλα ή κανένα!
Ο πολύχρωμος παπαγάλος,στην προσπάθειά του να αποστηθίσει τα λόγια του, ξεκλείδωσε τρία φιστίκια Αιγίνης και τα ‘φαγε μεμιάς. Άφησε τα υπόλοιπα στο τασάκι και άρχισε να επαναλαμβάνει συνέχεια τη φράση του αρχηγού:
– Ή όλα ή κανένα, το καταλάβατε; Όχι, όχι, δεν το καταλάβατε. Ή όλα ή κανένα…
Η Κατερίνα είχε ανοίξει μία σχισμούλα τα μάτια της και παρατηρούσε επίμονα τα κλαδιά μήπως εντοπίσει κάτι ύποπτο, ξεχασμένο, παρατημένο, που τα υποχρέωσε να πρωταγωνιστήσουν στην περιπέτεια που μόλις άρχιζε.
– Όλα κάτω από το δένδρο! Ψάξτε στα κλαδιά, είπε ανήσυχος ο Καρυοθραύστης.
Και επαναλάμβανε ο παπαγάλος:
– Πρώτη σειρά κλαδιών, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη…
Δεκαπέντε σειρές κλαδιών είχε το έλατο σαν ακτίνες ποδηλάτου. Όλα κοιτούσαν τριγυρίζοντας γύρω από το δένδρο σαν ασύμμετρο καρουζέλ. Μία γαλάζια πεταλούδα σταμάτησε την αγωνιώδη περιστροφή τους:
– Στολίδια, κάτι υπάρχει στην ένατη σειρά, αριστερά. Διακρίνω ένα κουκλάκι με κοντό παντελόνι και σχισμένο πουκάμισο, ξυπόλυτο, χωρίς σκούφο.
Όλα έστρεψαν την προσοχή τους προς τα εκεί. Σκαρφάλωναν σε καρέκλες, τραπέζια, αντικείμενα να δουν καλύτερα.
Μία χιονισμένη κουκουβάγια τινάχτηκε και τα πλησίασε.
– Χμμ, είπε φορώντας τα γυαλιά της. Νομίζω ότι είναι ο μικρός τυμπανιστής. Αυτός είναι έτσι θλιμμένος, φτωχός και μόνος· αλλά αυτό το στολίδιδεν κρατά τύμπανο. Μπορεί να ʼναικαι το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που ήρθε να περάσει τη νύχτα του. Είμαι σίγουρη ότι κάποιο από τα δύο αναζήτησε τη φιλοξενία μας. Εξάλλου, γνωρίζετε ότι δε μου λείπουν οι γνώσεις, αφού η φύση εμένα διάλεξε να προικίσει με σοφία.
Ένας καλοταϊσμένος βάτραχος με κορώνα, αναστατωμένος, χάλασε το χουζούρι του και σηκώθηκε ξύνοντας την κοιλιά του:
– Ευτυχώς που της τελείωσαν στον δρόμο τα σπιρτόξυλα, ειδάλλως δε θα προλάβαινα να γίνω πρίγκιπας.
– Εκτός εάν… επισήμανε σκεφτική η κουκουβάγια συγκρατώντας τα γυαλιά της, είναι εισβολέας.
Όλα πετάχτηκαν προς τα πίσω φοβισμένα, κρατώντας το κεφάλι με τα αδύναμα χεράκια τους.
– Δηλαδή; τη ρώτησαν με μια φωνή.
– Εχθρός! Κάποιος που θα μαςαπειλήσει αργότερα,επειδή θα γνωρίζει τη συνήθεια της καλοπέρασής μας αυτή τη μαγική νύχτα.
– Σχέδιο! είπε αυστηρά ο αρχηγός των παιχνιδιών. Ακούω ιδέες. Πρέπει οπωσδήποτε να κατεβάσουμε το ξένο κουκλάκι, όποιο κι αν είναι. Αρχίστε να το καλείτε.
– Έι, ψιτ! Εσύ, βρε, άντε, έλα κάτω!
Τίποτα, ψίθυρος, κραυγούλα, λεξούλα δεν ακουγόταν. Γραμματάκι δεν έπεφτε από το στοματάκι του. Επανέλαβαν πιο ηχηρά, βάζοντας τα δάχτυλάτους στα αυτιά της Κατερίνας, να μην την ξυπνήσουν. Ο Καρυοθραύστης σήκωσε τον μοχλό και όλα σταμάτησαν.
– Ανόητα παιχνίδια, πώς να μας καταλάβει, αφού του μιλάτε ανθρώπινα! Στη γλώσσα των παιχνιδιών πρέπει να του μιλήσουμε. Σας παρέσυραν οι κραιπάλες! Και, γυρνώντας προς την ένατη σειρά του δέντρου το ρώτησε στη δική τους απλή, παιχνιδιάρικη γλώσσα: Πώς σε λένε;Πες μας το όνομά σου, ξένε.
Μετά από λίγο ακούστηκε μία αδύναμη, φοβισμένη, λεπτή φωνούλα σαν κλωστή αράχνης:
– Μπιλάλ!
Σάστισαν!
– Τι όνομα είναι αυτό; αναρωτήθηκαν όλα μεμιάς.
– Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στην κοινότητα των παιχνιδιών.
– Μήπως Μπιμπιμπο; παράκουσε ένας χλιδάτος πρίγκιπας.
– Μα τι λες, πρίγκιπά μου, τον επανέφερε στην πραγματικότητα μια γοργόνα με χρωματιστά λέπια. Αυτή ζει μόνιμα στο κουκλόσπιτο της Κατερίνας. Ξεχάστε την πια, δε βαρεθήκατε να την ψάχνετε τόσα χρόνια!
Ο γαϊδαράκος στράβωσε το στόμα του για να κατορθώσει να προφέρει το ξενικό όνομα:
– Μπι, γκα, μπο, μπι, λμπουμ…
– Άσ’ το, είπε ένα κουλούρι, δεν το ʼχεις. Και αμέσως κρύφτηκε καλού κακού πίσω από τον Καρυοθραύστη.
Ο Καρυοθραύστης πρώτη φορά έγειρε κουρασμένος στον κορμό του δένδρου. «Γι’ αυτό…» είπε από μέσα του «έμεινε πάνω στα κλαδιά. Ήταν ξένο. Δε γνώριζε το μυστικό των Χριστουγέννων. Έχω κι εγώ ευθύνη σ’ αυτό».
– Προσοχή! Νομίζω πέρασε το ένα του πόδι, πέρασε το ένα του πόδι!επανέλαβε ο παπαγάλος,που έκανε περιπολία πετώντας στο ύψος του απρόσκλητου επισκέπτη, με την ικανότητά του να γυρίζει ανάποδα.
– Μπράβο, Μπιλάλ! χειροκρότησαν κάποια, ενθαρρυμένα από την προσπάθειά του.
Ο γαϊδαράκος ήταν έτοιμος να γκαρίξει κι αυτός από ενθουσιασμό.
– Μη διανοηθείς, του επεσήμανε ο παπαγάλος. Θα σε ξεφωνίσω!
Και ξαναπέταξε κοντά στον ξένο να πιάσει συζήτηση,μέχρι να ανακαλύψει σε ποιο καλώδιο των λαμπιονιών είχε σφηνωθεί το άλλο του πόδι.
– Μπιλάλ, μη φοβάσαι, θα τα καταφέρεις! Πώς βρέθηκες εδώ; Χρόνια τώρα στο δένδρο μας δεν υπάρχουν ξένα στολίδια.
– Ήρθα από μακριά, από μια ζεστή, σκονισμένη χώρα που έχει πόλεμο, αφιλόξενη και,τρομαγμένος, ξυπόλυτος, μόνος όπως ήμουν, κρύφτηκα εδώ.
– Μπιλάλ, είπε ο παπαγάλος, πρέπει να μας βοηθήσεις.
– Εγώ; έδειξε το μισόγυμνο στήθος του το κουκλάκι. Μπορώ εγώ; αναρωτήθηκε απορημένο.
– Ναι! προσπάθησε να το εμψυχώσει ο Καρυοθραύστης. Εσύ μόνο μπορείς να μας σώσεις, άμα τραβήξεις και το άλλο σου πόδι. Πρέπει να κατέβεις από το δένδρο, φίλε!
– Δε θέλω. Είμαι βρώμικος, ορφανός, πεινασμένος, ξένος…
– Άκου, Λαμπίλ, φούσκωσετα φτερά ο παπαγάλος…
– Μπιλάλ, τον διόρθωσε ο ξένος. Στη γλώσσα σας θα πει δροσιστικός.
– Τώρα μάλιστα, είπε ο παπαγάλος όλο σύγχυση. Άκου, Δροσιστικέ, εμείς εδώ έχουμε χειμώνα, κατάλαβες; Κρύο… και Χριστούγεννα, γιορτή. Εσύ δε γνωρίζεις,γιατί στη χώρα σου έχετε ζέστη σχεδόν καλοκαίρι. Το δώρο που έχουμε αυτή τη μέρα είναι να καλοπερνάμε κι εσύ μας το χαλάς. Αν δεν κατέβειςούτε εμείς θα χαρούμε. Γιατί, χμμ… Γιατί… Προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι,να του δώσει να καταλάβειόσο πιο μαλακά μπορούσετι θα συνέβαινε, αλλά του βγήκαν τρία σύμφωνα που του άρεσαν πολύ: Γιατί…Κσχ!έκρωξε περνώντας συγχρόνως τη φτερούγα του κάτω από τον λαιμό του για να παραστήσει, όσο πιο πειστικά γινόταν,την κίνηση του μαχαιριού. Κατάλαβες; Κσχ, κσχ!
Ο Καρυοθραύστης άρπαξε τον παπαγάλο, που τον είχε πιάσει πώρωση με τα σύμφωνα που είχε ανακαλύψεικαι τρόμαζε το κουκλάκι.Τον υποχρέωσε να καθίσει μπροστά του.
– Όχι, δεν μπορώ να κατέβω, αφήστε με, λυπάμαι.
– Μη φοβάσαι το καλώδιο, είναι μαλακό, του είπε ένα χνουδωτό παπουτσάκι.
– Δεν μπορώ, φοβάμαι!επανέλαβε βάζοντας τα κλάματα.
– Μπιλάλ, προσπάθησε, προσπάθησε!του φώναζαν όλα μαζί.
Η Κατερίνα δεν πίστευε ότι το όνειρο έγινε εφιάλτης.
Μία σφυρίχτρα άρχισε να σφυρίζει συναγερμό σαν τρελή απ’ τον φόβο της:
– Τι μας βρήκε Χριστουγεννιάτικα! Πώς δεν το προσέξαμε από την αρχή. Τι ενθουσιασμός κι αυτός να καμαρώνουμε μόνο τους εαυτούς μας! Τι υπερόπτες! Πώς μας ξέφυγε το ξένο παιχνίδι και έμαθε το μυστικό μας;
Μία σβούρα έπαθε νευρικό κλονισμό μόλις την άκουσε και άρχισε να γυρίζει ακανόνιστα, με τα περιττά κιλά της να την παρασύρουν σε λάθος τροχιά. Στριφογυρνούσε αλλοπαρμένη σκορπίζοντας τον πανικό στις μπάλες. Αυτές γλιστρούσαν στο χαλί ανεξέλεγκτα, κτυπώντας στα έπιπλα και στους τοίχους. Ευτυχώς χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς.
– Δε σας συγχωρώ! πετάχτηκε η κάλτσα από το τζάκι, που δεν είχε μιλήσει καθόλου έως εκείνη τη στιγμή. Καταστρέψατε τη φετινή αίγλη των Χριστουγέννων. Τέτοια παράλειψη! Έπρεπε να το είχατε ελέγξει. Να είχατε βοηθήσει το κουκλάκι να κατέβει μαζί σας. Αν ήσασταν όλοι ενήμεροι, θα είχατε τη συμπαράστασή μας,κι ας μην είμαστε στολίδια του δένδρου. Τώρα είστε άξιοι της τύχης σας.
«Τι φαρμακόγλωσσα» είπε από μέσα του ο Καρυοθραύστης.
– Δε μας βοηθάς έτσι, κυρα-κάλτσα, της φώναξε.
Οι κόκκινες μπάλες του δένδρου πρασίνισαν, οι πράσινες κιτρίνισαν και οι άσπρες έγιναν μπλε!
– Ω, κακό που μας βρήκε!
Πέρασε από μπροστά τους ο παπαγάλος, που ξέφυγε από την εποπτεία του αρχηγού, και τους έκανε συνέχεια με τη άκρη του φτερού την κίνηση του χαμού.
– Κσχ, κσχ!
Εκείνες έβαλαν τα κλάματα. Το ξένο κουκλάκι,βλέποντας τον πανικό της κοινότητας των παιχνιδιών, θυμήθηκε τα δικά του βάσανα και τα λυπήθηκε περισσότερο κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Άρχισε να στριμώχνεται, να σφίγγεται, να ρουφιέται. Τα κουρελάκια που φορούσε έμειναν στο κλαδί. Μάτωσε το ποδαράκι του στην προσπάθεια να απαγκιστρωθεί. Τα μάτια όλων είχαν καρφωθεί πάνω του. Και το ρολόι του τοίχου μετρούσε τιςμικρές, θλιβερές ώρες.
Τα παιχνίδια άρχισαν όλα να τρέμουν από το κρύο και η Κατερίνα από την αγωνία. Τρύπωσαν κάτω από το δένδρο και σφίχτηκαν το ένα στα πλευρά του άλλου, σαν τους πιγκουίνους στον Νότιο Πόλο, που προφυλάσσουν έτσι τα μικρά τους από τον παγερό αέρα. Άπλωσαν τα χεράκια τους που έτρεμαν και έσπρωχναν τον κορμό του ρυθμικά, μήπως και βοηθούσε στο ξέμπλεγμα τουποδιού του. Ο Πινόκιο έχασε τη μύτη του. «Ήταν αλήθεια», διαπίστωσε. «Ό,τι φοβόμουν!»
Ένας καλικάντζαρος αυθαδίασε:
– Να σας βοηθήσω,είπε και άρχισε να ροκανίζει το κάτω μέρος του δένδρου.Χριτς, κρατς! Κρατς, χριτς!
Τέσσερα ξωτικά τον έσπρωξαν στην άκρη και ανέλαβαν αυτά τη δουλειά. Άρχισαν να κουνούν το δένδρο ρυθμικά:
– Έι, ωπ! Ωπ, έι! Έι, ωπ! Ωπ, έι!
Η Κατερίνα προσευχήθηκε «Ας τα καταφέρει, Χριστούλη μου, αυτή τη φορά». Ο Μπιλάλ έκανε μία ακόμη γενναία προσπάθεια. Ένα δάκρυ πόνου κύλισε στο καμηλό κασκόλ μιας καμηλοπάρδαλης.
– Θα τα καταφέρεις, του έδωσε κουράγιο με το ζεστό βλέμμα της υψωμένο, όλο κατανόηση.
– Έλα, Μπιλάλ, μπορείς!
Εκείνο, βγάζοντας μια οδυνηρή κραυγούλα που δε θα ξεχάσουν ποτέ, έβγαλετο ποδαράκι του και κρεμάστηκε εξουθενωμένο σ‘ ένα κλαδί σαν ρουχαλάκι στο σύρμα της απλώστρας.Τα παιχνίδια πάγωσαν και τα δαχτυλάκια τους δεν ξεκολλούσαν από το κρύο και τον φόβο. Οι μπάλες της σύνθεσης έσυραν γρήγορα ένα μαξιλάρι ακριβώς κάτω από το κορμάκι του σε ένδειξη καλής θέλησης και η κάλτσα για πρώτη φορά κατέβηκε απ’ το τζάκι και στάθηκε όρθια, έτοιμη να το δεχθεί στα ζεστά σπλάχνα της. Απελπισμένα, του φώναζαν σαν χαλασμένο αργό δισκάκι στο στερεοφωνικό:
– Ένα λεπτό, Μπιλάλ, ένα λεπτό μάς απέμεινε στη ζωή.
Όλα είχαν αγκαλιαστεί και τον ενθάρρυναν. Άρχισαν να μετρούν αντίστροφα:
– Είκοσι, δεκαεννιά, δεκαοκτώ…
Εκείνο δεν απαντούσε.
– Μπιλάλ! πήρε την κατάσταση πάνω του ο Καρυοθραύστης.Με κολλημένο στόμα από την πίκρα και την αγωνία μπροστά στην καταστροφή, το προέτρεψε:Από εσένα εξαρτάται η ζωή μας. Θα μοιραστούμε τον αέρα στην κούτα, το σκοτάδι στο υγρό πατάρι. Δε θα ξαναχαθούμε, θα είσαι το καινούργιο μέλος της κοινότητάς μας.
Την πιο κρίσιμη στιγμή ο άγγελος της Κατερίνας τίναξε τις φτερούγες του και τον κράτησε στην πουπουλένια αγκαλιά του:
– Μπιλάλ, αλήθεια σ’ αγαπούν!

Σαν αντίλαλος ηχούσαν τα λόγια του αγγέλου στα αφτιά της Κατερίνας, η οποίατρανταζόταν από τα αναφιλητά, κι ανοίγοντας τα μάτια,αντίκρισε το δένδρο αποσβολωμένη. Όλα στη θέση τους. Λαμπερά, φωτεινά, γαλήνια! Δεν πίστευε αυτό που συνέβη στα παιχνίδια μια τέτοια μαγική νύχτα, με το μυστικό να γίνεται εφιάλτης στη μοναδική γιορτή τους. Πόσο απρόβλεπτη ήταν η εμφάνιση του ξένου παιχνιδιού!Και πόσο μεγάλο λάθος έκαναν να πιστεύουν ότι πάντα θα είναι ευτυχισμένα, ήσυχα, αμελώντας να σεβαστούν τον απαράβατο νόμο της μέρας και να επικεντρωθούν στο νόημα της νύχτας των Χριστουγέννων! Η μητέρα της έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε στοργικά.
– Μαμά μου, μαμά μου, είχες δίκιο! Όλα κατέβηκαν από το δένδρο. Όλα εκτός από το ξένο κουκλάκι που το έλεγαν Μπιλάλ.Όπως τον συμμαθητή μου στην τάξη μας.
– Δεν είναι ξένος, γλυκιά μου. Όλα τα παιχνίδια του κόσμου είναι ίδια, όπως και τα παιδιά του κόσμου είναι και δικά μας παιδιά.
– Τα καημένα τα στολίδια, μανούλα, θα πάγωναν και ο Μπιλάλ δεν ξέρω αν κι αυτός πάγωσε. Άργησε να κατέβει. Δε γνώριζε το μυστικό. Η χώρα του είναι μακρινή, κατεστραμμένη και αφιλόξενη. Παγιδεύτηκε στα κλαδιά, δεν πρόλαβε να χαρεί τη γιορτή των παιχνιδιών.
Η Κατερίνα εξιστορούσε το τρομακτικό όνειρο και η μητέρα της την παρηγορούσε:
– Μην κλαις, αστέρι μου λαμπερό, αυτή τη νύχτα δε γίνεται κανένα κακό. Είμαστε όλοι ίσοι και προφυλαγμένοι στην αγκαλιά ενός ανώτερου Θεού, του Θεού της αγάπης. Του μικρού Χριστού!
Η μητέρα τη νανούρισε γλυκά να ξανακοιμηθεί, με τα στολίδια να λαμποκοπούνπάνω στο δέντρο, ακριβώς στις θέσεις τους:
Ζήτησα από ένα αστέρι
να σε πάει και να σε φέρει…

Ο Καρυοθραύστης ήσυχος πλέον συλλογίστηκε από μέσα του: «Και οι μεγάλοι του κόσμου ας καταλάβουν επιτέλους πιο είναι το μυστικό της ζωής, το μυστικό της συνέχειας των ανθρώπων στη δική τους παγκοσμιοποίησητης ανασφάλειαςκαι της αναγκαστικής αλλαγής πατρίδωνπου δημιούργησαν. Μόνο η αγάπη όταν περισσεύει εξομαλύνει τις διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Όλοι ή κανένας, μια αγκαλιά. Ας το μάθουν επιτέλους από εμάς, τα άψυχα, ασήμαντα παιχνίδια του χριστουγεννιάτικου δένδρου τους».


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles