Έλα και πάρ’ τη
Τα πεζοδρόμια είναι χαρακώματα
που τις αυγές συνωστίζεται πάνω τους
πηχτή η μονότονη εξαχρείωσή μας.
Τα γραφεία είναι πεδία μαχών
που τ’ απογεύματα οι προϊστάμενοι τραυματιοφορείς
σέρνουν όσους κατεβλήθησαν
απ’ τη λογιστική επανάληψη.
Οι κάμαρες είναι αναρρωτήρια
που αποστειρωμένα αναδύουν τη φορμόλη
των γενναίων που θέλουν ν’ αναγεννηθούν
γι’ άλλη μια μέρα νεκρώσιμης υπερέντασης.
Και τα ποιήματα μου είναι μικρά ταφικά μνημεία
τυλιγμένα σε αμείλικτες πρασινάδες
που τα τραβούν αμετάκλητα στο χώμα.
Γιατί όλα πρέπει να θαφτούν
είναι μοίρα, είναι αλγόριθμος.
Σε κατριγιέ τετράδια αφήνουμε το γενετικό υλικό μας.
Οισελίδεςτωνμεγάλωνντοσιέξεχειλίζουνσάρκες
από εμάς που μοιρολατρήσαμε
σε στάση αναμονής.
Και λερώσαμε τη νοσταλγία μας με παθητικότητα,
και δεν κλείσαμε με πάταγο
τα μεγάλα δικονομικά βιβλία και τους Κώδικες
να σηκωθούμε
να πατήσουμε επί πτωμάτων αν χρειάζεται
να πάμε να κερδίσουμε
την αθωότητά μας.
Μπροστά
Μερωτάς ¨ τί να γίνει¨
και το βλέπω,
είναι ειλικρινής η απορία σου.
Στα απλά πάντα τα έβρισκα δύσκολα.
Ρώτα με τα άλλα, αυτά πουείναι για ενημερωμένους,
ρώτα με τα βαθιά, εκείνα πουείναι για τουςφλογερούς καιτουςρομαντικούς.
Ρώτα μεγια εκείνα που απαντώνται νύχτες παράφορεςστηθέρμητουκρασιού.
Για το Θεό, μη ρωτάς τ᾽απλά.
Αυτά επιδέχονται τις πιο δύσκολες απαντήσεις,
μη κάνεις ερωτήσεις τέτοιες και με παγιδεύεις σε μονοδρομήσεις κι αδιέξοδα.
Ο στίχος μου κυρτώνει, είναι για στροφές και μανούβρες.
Στις ευθείες να τον αποτινάξεις, κάθε βάρος να πετάξεις.
Τρέχα, σε ταχύτητες που δεν καταλαβαίνουν.
Μπροστά.
Μη με ρωτάς.
Μόνο μπροστά.
Σας επιτρέπεται, φυσικά
Αλέθουν όλες τις λέξεις
με τα σάπια στόματά τους
τα φαφούτικα.
Τις κλωθογυρίζουν με τη υγρή τη γλώσσα τους,
μέχρι που τις φτύνουν
μουσκεμένες μετριότητα,
να ζέχνουν απανθρωπιά
και ψυχρές απ’ αδικία.
Μίλα• σου λένε μετά.
Διαφώνησε• επιτρέπεται σου λένε.
Αρκεί - μονάχα αυτό -
να χρησιμοποιήσεις τις λέξεις
τις δικές μας.