`
1.Η ημέρα των προσώπων
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων. Θ΄ανυψωθούν
σαν κουρνιαχτός
ξεσπώντας σε γέλια.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων που έπεσαν
στην πατατόσχημη γη. Δεν μπορώ
ν΄αρνηθώ, ότι φταίω
για τούτο το ξεψύχισμα της δίψας των ορμών.
Φταίω!
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων
που αναγράφουν το μαρτύριό μου στο μέτωπο τους,
που καρπούνται της ημέρας μου τον κάματο.
Αύριο είναι η ημέρα των προσώπων - σάρκες
που έχουν στήσει χορό πάνω στη μάντρα του νεκροταφείου
και μου δείχνουν την κόλαση.
Γιατί να πρέπει να δω την κόλαση; Δεν υπάρχει άλλος δρόμος
να οδηγεί στο Θεό;
Μια φωνή: Δεν υπάρχει άλλος δρόμος! Κι αυτός εδώ
περνά από την ημέρα των προσώπων,
διασχίζει την κόλαση.
`
*
2. Στον κήπο της μητέρας
Στον κήπο της μητέρας
περισυλλέγει η τσουγκράνα μου τ΄αστέρια,
που έχουν πέσει όσο έλειπα.
Η νύχτα είναι ζεστή και από τα μέλη μου
αναβλύζει η πράσινη καταγωγή,
λουλούδια και φύλλα,
το κάλεσμα του κότσυφα και ο χτύπος του αργαλειού.
Στον κήπο της μητέρας
πατάω ξυπόλυτος σε κεφαλές φιδιών,
που κοιτάζουν μέσα από τη σκουριασμένη αυλόπορτα
με πύρινες γλώσσες.
`
*
3. Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
Ξέρω, πως στα χαμόδεντρα είναι οι ψυχές
των πατέρων μου΄
μες στα σπαρτά
και στο μεγάλο μαύρο δάσος
του πατέρα μου ο πόνος.
Οι ζωές τους που έσβησαν
μπροστά στα μάτια μας,
ξέρω πως έχουν βρει φωλιά μέσα στα στάχυα,
στο γαλανό το μέτωπο του ουρανού του Ιούνη.
Ξέρω, πως είναι οι νεκροί
δέντρα και άνεμοι,
πως είν΄τα μούσκλια και η νύχτα
που απλώνει τον ίσκιο της
στο νεκρικό μου τύμβο .
`
*
4. Σ΄ένα χαλί από νερό
Σ΄ένα χαλί από νερό
κεντώ τις μέρες μου,
τους θεούς και τις αρρώστιες μου.
Σ΄ένα χαλί από χλωρασιά
κεντώ τους κόκκινους καημούς,
τα γαλανά πρωινά μου,
κεντώ τα κίτρινα χωριά και τα μελόψωμά μου.
Σ΄ένα χωμάτινο χαλί
στη γη το πέρασμά μου.
Βάζω κεντίδι τη νυχτιά,
την πείνα μου,
το πένθος
κι ένα πολεμικό σκαρί για την απελπισιά μου,
που πέρα ανοίγεται, γλιστρά, μες σε νερά χιλιάδες,
μες στα νερά της ταραχής
και της αθανασίας.
`
*
5. Μπροστά στο χωριό
Τα πρόσωπα που ξεπροβάλλουν από το χωράφι,
με ρωτούν για την επιστροφή.
Η κραυγή μου δεν ενοχλεί το χελιδόνι
που κουρνιάζει στο σπασμένο κλαδί. Μαύρη
είν΄η ψυχή μου κι ο άνεμος την παρασέρνει
στη θάλασσα να μυρίσει το αλάτι της γης.
Ο θρύλος μου είναι θνητός.
Κάτω απ΄το δέντρο, που μοιάζει στον αδελφό μου,
μετρώ τ΄αστέρια των καπεταναίων.
`
*
6.Βιογραφία του πόνου
Εκεί που χθες κοιμήθηκα, σήμερα είναι αργία. Μπροστά στην είσοδο
είναι οι καρέκλες στοιβαγμένες και κανένας, που τον ρωτώ για μένα, δεν με έχει δει.
Πέταξαν τα πουλιά ψηλά να γράψουν το πρόσωπο μου στα σύννεφα
πάνω απ΄το σπίτι μου και πάνω από τον κήπο των νεκρών.
Μίλησα με τους νεκρούς, είπα για τους κιθαρισμούς της ζωής,
που δεν βγάζει το στόμα τους πια ούτε τα χείλη τους,
που μιλάνε μια γλώσσα που προσβάλλει το σκυλί του ξαδέλφου μου.
Η γη μιλά μια γλώσσα που δεν την καταλαβαίνει κανείς,
γιατί ΄ναι ανεξάντλητη - της άρπαξα αστέρια και πύον
σε ώρες απελπισίας
και ήπια απ΄τη στάμνα της κρασί,
που ωρίμασε απ΄τους πόνους μου.
Αυτοί οι δρόμοι οδηγούν στην εξορία. Ακούω το Θεό
πίσω από ένα τζάμι και το διάβολο από ένα μεγάφωνο΄
ταυτόχρονα και οι δυο αγγίζουν την καρδιά μου,
που αναγγέλλει την ήττα των ψυχών.
Ακατάπαυστα στροβιλίζονται στα σοκάκια τα φύλλα
και φέρνουν την καταστροφή κάτω από τα μνημεία.
Θέλω να ονειρευτώ τον Οκτώβρη τη βλάστηση.
Κάτω από την πόρτα του σπιτιού είναι γραμμένη μια εντολή -
η εντολή:
«Ου φονεύσεις»
…όμως υπάρχουν κάθε μέρα τρεις φόνοι στην εφημερίδα,
που θα μπορούσαν να έχουν γίνει από μένα ή κάποιον φίλο μου.
Σαν παραμύθι τους διαβάζω
πηγαίνοντας από τη μία μαχαιριά στην άλλη, χωρίς να πλήττω.
Όσο αυτοί συγχέουνε τη σάρκα με τη φήμη, η ψυχή μου κοιμάται
υπό την κίνηση των χειρών του Θεού.
`
*
7.Η ανάμνηση της νεκρής μητέρας
Στο νεκρoθάλαμο βρίσκεται ένα λευκό πρόσωπο.
Μπορείς να το πάρεις στα χέρια και να το πας σπίτι.
Καλύτερα, όμως, θάψε το στον οικογενειακό τάφο,
πριν μπει χειμώνας και σκεπάσει με χιόνι
το όμορφο χαμόγελο της μητέρας σου.
`
*****************************************************
Η ποιητική δημιουργία του Τόμας Μπέρνχαρντ
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ είχε ξεκινήσει ήδη ως έφηβος να γράφει ποιήματα, τα οποία αξιολογούσε ο παππούς του, Γιοχάνες Φρόιμπιχλερ, και τα οποία έχουν διασωθεί. Το πρώιμο αυτό ποιητικό έργο, μέχρι το 1955, έχει παραδοσιακές φόρμες εκφράζοντας την αναζήτηση πατρίδας και την επιθυμία για μια ασφαλή ταυτότητα. Μόλις μετά το ήμισυ της δεκαετίας του ΄50 το λυρικό υποκείμενο αναφέρεται σε μια «Ασθένεια των τραγουδιών του» και μια «Βιογραφία του πόνου».
Ο Μπέρνχαρντ γίνεται γνωστός σε ένα μικρό λογοτεχνικό κύκλο, το 1957, με την πρώτη του ποιητική συλλογή «Στη γη και στην κόλαση», που ακολουθείται από τις «In hora mortis» (1958) και «Κάτω απ΄το σίδερο του φεγγαριού» (1958). Οι συλλογές αυτές κινούνται θεματικά μεταξύ της αντιπαράθεσης με την καταγωγή και την ταυτότητα, την εμπειρία της έλλειψης πάτριας γης και του πολέμου, την αναζήτηση του Θεού και την απογοήτευση του υποκειμένου από τη θρησκεία.
Στο πέρασμα του χρόνου ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ αντιμετώπισε την ποιητική του δημιουργία με αμφιθυμία. Η αναζήτηση γλωσσικών μέσων έκφρασης - μιας προσωπικής γλώσσας - στέκει σε αντιδιαστολή με αναγνωρίσιμες επιρροές από παραδόσεις και ποιητές όπως οι Μποντλαίρ, Ρεμπό, Ρίλκε και Τρακλ. Μετά το τέλος της δεκαετίας του ΄50 γίνεται αισθητή η απομάκρυνση του από την ποίηση, απομάκρυνση, η οποία ενδυναμώνεται, όταν το 1961 ο εκδοτικός οίκος Όττο Μύλλερ, απέρριψε την έκδοση μιας συλλογής 140 ποιημάτων υπό τον τίτλο «Παγωνιά». Το 1962, ωστόσο, εκδίδει την ποιητική συλλογή «Οι τρελοί. Οι κρατούμενοι» και το 1981 το ποίημα «Χαίρε, Βιργίλιε».
Στο σύντομο απόσπασμα που ακολουθεί, αναφέρει ο ίδιος για την ποίηση:
«Κατέφυγα… στο γράψιμο. Έγραφα, έγραφα αδιάκοπα, δεν ξέρω πια, εκατοντάδες, χιλιάδες ποιήματα. Υπήρχα μόνο, όταν έγραφα. Ο παππούς μου – ο ποιητής – είχε πεθάνει΄τώρα μπορούσα να γράψω… τώρα είχα την τόλμη, τώρα είχα αυτό μέσο για ένα σκοπό, στο οποίο αφοσιώθηκα με όλες μου τις δυνάμεις. Εκμεταλλεύθηκα όλο τον κόσμο κάνοντάς τον ποιήματα…»
(Το κρύο, 1981)