`
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 29ης Σεπτεμβρίου 1941 χιλιάδες άνθρωποι διασχίζουν τους δρόμους του Κιέβου. Άντρες, γυναίκες και παιδιά εβραϊκής καταγωγής. Κουβαλούν πάνω τους, σε βαλίτσες και μπόγους τα τιμαλφή τους. Καθώς το πλήθος πλησιάζει στο εβραϊκό νεκροταφείο εμφανίζονται και αρχίζουν να το συνοδεύουν άντρες του γερμανικού στρατού, εν μέρει βαριά οπλισμένοι, με σκύλους. Προορισμός είναι μια χαράδρα έξω από την πόλη. Το όνομα της είναι Μπάμπι Γιάρ: η «χαράδρα των θηλυκών».
Μέσα στο πλήθος βρίσκεται και η Ντίνα Μιρόνοβνα Προνίτσεβα, 30 χρονών, με τους γονείς και την μικρότερή της αδελφή. Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής τους είχαν ανακοινώσει την προηγούμενη μέρα μέσω εκατοντάδων πλακάτ στην πόλη, ότι επρόκειτο να «μετεγκατασταθούν». Καθ΄οδόν προς την Μπάμπι Γιάρ η Ντίνα αρχίζει να έχει αμφιβολίες. Γιατί της πήρε τη βέρα ένας Γερμανός; Γιατί έπρεπε να παραδώσουν τα πράγματά τους σε ένα σημείο ελέγχου;
.
`(Ουκρανός αστυνομικός, συνεργάτης των SS, περιφρουρεί Εβραίους στο Κίεβο.)
.
Ξαφνικά ακούει πυροβολισμούς και καταλαβαίνει την φριχτή αλήθεια: οι Εβραίοι του Κιέβου δεν προορίζονται για μετεγκατάσταση, αλλά για εξόντωση.
Η μητέρα της, η οποία επίσης έχει καταλάβει τι θα συμβεί, της ψιθυρίζει στο αυτί: «Δεν μοιάζεις Εβραία». Η Ντίνα πλησιάζει έναν άντρα της ουκρανικής αστυνομίας που συμμετέχει στην φρούρηση και του λέει, ότι δεν είναι Εβραία και ότι κατά λάθος βρίσκεται ανάμεσα στο πλήθος. Το ψέμα και το ρωσικό επώνυμο, που έχει εξαιτίας του γάμου της, τής σώζουν τουλάχιστον προσωρινά τη ζωή. Ο Ουκρανός της απαντά ότι «θα σε αφήσουμε, όταν σκοτώσουμε όλους τους Εβραίους».
Η Ντίνα θα περιμένει πολύ. Μέχρι το βράδυ το γερμανικό ειδικό απόσπασμα 4a σφαγιάζει άντρες, γυναίκες και παιδιά, ακόμα και βρέφη. Η σφαγή συνεχίζεται την επόμενη μέρα: στη Μπάμπι Γιάρ δολοφονούνται 33.771 Εβραίοι. Ο αριθμός έχει καταχωρηθεί σχολαστικά από τους ίδιους τους φονιάδες στην αναφορά πεπραγμένων.
Η Βέρμαχτ είχε καταλάβει δέκα μέρες πριν την ουκρανική πρωτεύουσα Κίεβο. Μαζί με τα τάγματα Α, Β και D είχε προελαύνει και ένα μέρος του τάγματος C, στο οποίο ανήκε το ειδικό απόσπασμα 4a υπό τον σημαιοφόρο Πάουλ Μπλόμπελ.
Σε στενή συνεργασία με την Βέρμαχτ, οι άντρες των ειδικών ταγμάτων είχαν εκτελέσει ήδη τις προηγούμενες μέρες στα κατεχόμενα εδάφη τα «ριζοσπαστικά στοιχεία», τα κομμουνιστικά στελέχη και τους πολιτικούς επιθεωρητές του Κόκκινου Στρατού. Ομοίως, είχε ανάψει το πράσινο φως και για την εξόντωση των Εβραίων της Σοβιετικής Ένωσης.
Η μεγαλύτερη όμως σφαγή διαπράχθηκε από τα τάγματα εισβολής στη Μπάμπι Γιάρ. Οι Σοβιετικοί, πριν την υποχώρησή τους από το Κίεβο, είχαν ζώσει με πυρομαχικά τα σημαντικά κτήρια, τα οποία ανατίναξαν κατά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Έτσι οι Γερμανοί βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν και κατηγόρησαν τους «αντάρτες και τους Εβραίους» για των θάνατο των γερμανών στρατιωτών.
Ο στρατός και τα SS αποφάσισαν, λοιπόν, στις 26 Σεπτεμβρίου 1941 την δολοφονία του εβραϊκού πληθυσμού του Κιέβου έχοντας ως πρόφαση τα «αντίποινα». Οι αξιωματικοί του στρατού δεν ήθελαν, όμως, να λερώσουν τα χέρια. «Εσείς πρέπει να ρίξετε!» είχε πει ο διοικητής της πόλης Κουρτ Έμπερχαρτ κατά τη συνεδρίαση, όπως ανέφερε ο άντρας των SS Aουγκούστ Χέφνερ στην απολογία του στο δικαστήριο το 1968. Επειδή, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Γερμανών, ο αριθμός των προς εκτέλεση Εβραίων μπορεί να έφτανε μέχρι 50. 000, το ειδικό απόσπασμα 4a έλαβε «υποστήριξη» από το τάγμα C και από δυο μοίρες της ουκρανικής αστυνομίας.
Για την αποφυγή πιθανών ταραχών, η σύλληψη παρουσιάστηκε στους Εβραίους ως μετεγκατάσταση. Μαζί τους όφειλαν να πάρουν «έγγραφα, χρήματα και ζεστά ρούχα». Σε περίπτωση άρνησης τα πλακάτ προειδοποιούσαν αυστηρά πως «όποιος δεν συμμορφωθεί με τις οδηγίες, θα εκτελείται οπουδήποτε γίνει αντιληπτός».
Ωστόσο, όλους όσους πήγαν στο Μπάμπι Γιαρ, τους περίμενε ο θάνατος. Η Ντίνα Προνίτσεβα, η οποία μέχρι και πριν λίγες μέρες εργαζόταν ακόμα στο κουκλοθέατρο του Κιέβου, έπρεπε να αντέξει στη θέα αυτού που συνέβη με την οικογένειά της και τους υπόλοιπους: Αφού τους έγδυσαν και τους άρπαξαν ό, τι πολύτιμο είχαν, τους οδήγησαν βάναυσα κατά ομάδες μέσα στην χαράδρα.
.
(Σωροί με ρούχα των δολοφονημένων μέσα στη χαράδρα Μπάμπι Γιάρ)
.
Ο Κουρτ Βέρνερ, μέλος του ειδικού αποσπάσματος 4a, περιγράφει μετά τον πόλεμο τη σφαγή της Μπάμπι Γιάρ:
«Αμέσως μετά την άφιξη μου στον χώρο εκτέλεσης πήρα διαταγή να κατεβώ μαζί με άλλους συντρόφους μου στον λάκκο της χαράδρας. Δεν πέρασε πολλή ώρα και μας έστειλαν τους πρώτους Εβραίους. Οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να ξαπλώσουν με το πρόσωπο γυρισμένο στο χώμα πάνω στα τοιχώματα της χαράδρας. Στον λάκκο υπήρχαν δυο ομάδες με οπλίτες, με δώδεκα τυφεκιοφόρους η καθεμιά. […] Οι οπλίτες στέκονταν πίσω από τους αιχμαλώτους και τους έριχναν στον αυχένα».
Η Προνίτσεβα παρατηρούσε ώρες το λουτρό αίματος: «Είδα με τα ίδια μου τα μάτια, πώς οι Γερμανοί έπαιρναν τα παιδιά από τις μάνες και τα έριχναν ζωντανά στη χαράδρα». Κατά διαστήματα διέκοπταν τα πυρά «σπαραχτικές κραυγές και μοιρολόγια».
.
(Η Ντίνα Προνίτσεβα το 1946 κατά την απολογία της σε δικαστήριο του Κιέβου)
.
Οι Γερμανοί επινόησαν την ακόλουθη αποτρόπαια πρακτική, για να συντομεύσουν με αποτελεσματικό τρόπο τη διαδικασία: αφού εκτέλεσαν τους πρώτους, εξανάγκαζαν όσους κατέβαιναν στη συνέχεια στη χαράδρα να ξαπλώσουν πάνω στα πτώματα των προηγούμενων και κατόπιν τους εκτελούσαν. Ο σωρός των πτωμάτων μεγάλωνε. Κουρτ Βέρνερ:
«Ακόμα και σήμερα θυμάμαι τον τρόμο των Εβραίων που έφταναν στο χείλος της χαράδρας και αντίκριζαν τα πτώματα των σκοτωμένων μέσα στο λάκκο. Πολλοί μούγγριζαν από φόβο».
Γύρω στο βράδυ, κάποιος υπενθύμισε σε έναν γερμανό αξιωματικό την μικρή ομάδα των μη Εβραίων, στην οποία ανήκε και η Ντίνα Προνίτσεβα. Ο αξιωματικός διέταξε την άμεση θανάτωσή τους – δεν έπρεπε να επιζήσει κανείς αυτόπτης μάρτυρας. Οι στρατιώτες έσπρωξαν τη Ντίνα στην άκρη του γκρεμού, χωρίς να της βγάλουν τα ρούχα. Φαίνεται πως οι Γερμανοί είχαν αρχίσει πια να κουράζονται.
«Συγκέντρωσα όλες μου τις δυνάμεις και πήδηξα στο λάκκο», λέει. « Έπεσα πάνω σε πτώματα, σε μια μάζα από ματωμένες σάρκες». Ύστερα προσποιήθηκε τη νεκρή.
Ύστερα από ώρα πλησίασε προς το μέρος της ένας Γερμανός και την γύρισε στην πλάτη με το πόδι του πατώντας ταυτόχρονα πάνω στο στήθος και το χέρι της: οι στρατιώτες χτένιζαν τον τόπο για να ανακαλύψουν επιζώντες. Αν τυχόν έβρισκαν κάποιον, τον πυροβολούσαν χωρίς δισταγμό. Στη συνέχεια το πεδίο της σφαγής καλύφθηκε με χώμα και άμμο. Η Ντίνα κατάφερε, χωρίς να γίνει αντιληπτή, να διατηρήσει μια ρωγμή πάνω απ΄το πρόσωπό της απ΄όπου έπαιρνε αέρα.
`
(Μπάμπι Γιάρ, Έλεγχος των κρατουμένων.)
.
Μετά από αυτό το όργιο φόνων οι Γερμανοί νάρκωσαν τη συνείδησή τους πίνοντας αλκοόλ. Ένιωθαν οίκτο, όχι όμως για τα θύματα, αλλά κυρίως για τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο δολοφόνος Κουρτ Βέρνερ ανέφερε στην απολογία του ξεσπώντας σε κλάματα:
«Κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί την ψυχική δύναμη που χρειαζόταν, να είσαι εκεί κάτω και να κάνεις αυτή τη βρώμικη δουλειά. Ήταν φρικτό. Η βάρδια μου τελείωσε το μεσημέρι».
Όσο οι Γερμανοί μεθοκοπούσαν, η Ντίνα ελευθερώθηκε. Βρήκε τη δύναμη ν΄αντέξει λέγοντας στον εαυτό της: «Ντίνα σήκω, φύγε, πήγαινε στα παιδιά σου».
Ο άντρας της Βίκτωρ είχε καταφέρει να φυγαδεύσει τον τρίχρονο γιο και την κόρη τους. Ο ίδιος είχε συλληφθεί και πέθανε στην αιχμαλωσία. Φίλοι του ζευγαριού μετέφεραν και τα δυο παιδιά σε ορφανοτροφεία.
Στη Μπάμπι Γιαρ, ωστόσο, συνεχίστηκε το λουτρό αίματος, αν και οι Γερμανοί είχαν ανατινάξει τις πλαγιές της χαράδρας μετά τη σφαγή. Τις επόμενες μέρες οδηγήθηκαν και θανατώθηκαν στον ίδιο τόπο Εβραίοι, που είχαν διαφύγει την προηγούμενη μαζική εκτέλεση, αιχμάλωτοι πολέμου, καθώς και πραγματικοί ή υποτιθέμενοι αντάρτες. Χιλιάδες είναι ακόμα εκείνοι που βρήκαν το θάνατο στη Μπάμπι Γιάρ.
`
(Κρατούμενοι καλύπτουν με χώμα και άμμο την χαράδρα της Μπάμπι Γιάρ)
.
Ο σημαιοφόρος Πάουλ Μπλόμπελ επέστρεψε το καλοκαίρι του 1943 στον τόπο του εγκλήματος επιβλέποντας την «Δράση 1005», κατά την οποία οι Γερμανοί, μετά την χαμένη μάχη του Στάλινγκραντ, έπρεπε να εξαλείψουν τα ίχνη των αποτρόπαιων πράξεών τους: κρατούμενοι στρατοπέδων «ξέχωσαν» τα πτώματα των θυμάτων της σφαγής και τα έκαψαν.
Η απόδοση δικαιοσύνης στην περίπτωση της σφαγής της Μπάμπι Γιάρ παρουσιάζει μεγάλα κενά. Ο αξιωματικός των SS Πάουλ Μπλόμπελ καταδικάστηκε το 1948 σε θάνατο και εκτελέστηκε δια απαγχονισμού το 1951. Ο Στρατηγός Έμπερχαρντ αυτοκτόνησε το 1947. Οι περισσότεροι όμως από τους υπόλοιπους υπεύθυνους δεν απολογήθηκαν ποτέ σε δικαστήριο.
Ο ιστορικός Βόλφραμ Βέττε, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, τοποθετεί την σφαγή της Μπάμπι Γιάρ συγκριτικά στο ίδιο πλαίσιο με εκείνη του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
`
***************************************************************
Το κείμενο της ανάρτησης βασίστηκε στα επετειακά δημοσιεύματα του γερμανόφωνου τύπου της
29. 09. 2016:
.Περιοδικό Spiegel
.Neue Zürcher Zeitung
.
** Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών του Αμβούργου