`
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΕΛΠΗΝΟΡΑ
Από τον ουρανό θέλω το μερτικό μου να αρπάξω.
Ίσως τα φώτα των δρόμων να θαμπώνουν τα μάτια μου
και κάθε του σκότους δρόμος να είναι η μόνη για μένα λύση.
Κόκκινα φώτα στο δρόμο με τις κακοβαλμένες τροτέζες
που μουλιάζουν το άχρωμο δέρμα τους στον ξινισμένο ιδρώτα
της πετρωμένης λεωφόρου που επάνω της ταξιδεύουν τις νότες τους συφιλιασμένοι Αρίωνες.
- Μην με αφήσεις άταφο.
- Πως μπόρεσες να τον αφήσεις άταφο μεθυσμένος από της Κίρκης τα λικνίσματα;
Τραβάω το παραπέτασμα του νεκροτομείου που κουβαλώ στην ψυχή
και αντικρίζω ημερωμένους νεκρούς.
Μέρεψαν στη νωθρότητα του ευαγγελικού παραδείσου που τους υποσχέθηκαν
και άφησαν τη σάρκα τους βορά για τις γλώσσες των ανθρώπων.
Μια ιερόδουλη μυρώνει το νεκροκρέβατο σου
κι εσύ αφημένος στο επερχόμενο προσκυνάς αγιασμένα ξόανα.
- Γιατί με άφησες άταφο;
και το κρανίο μου θρύψαλα στον πάγκο με τα ευνουχισμένα κριάρια
των παγανιστικών ιεροτελεστιών του θεού της μέθης.
- Πως μπόρεσες άτιμε ταξιδευτή;
Φοβήθηκα, τότε που κατέβηκα στον Άδη.
Οι νεκροί ήσαν αλλιώτικοι απ’ ότι τους μνημόνευε ο παπάς της εκκλησίας κάθε Κυριακή
λίγο πριν μοιράσουν μαυροφορεμένες Μοίρες τα κόλλυβα.
Αυτοί ήσαν παγεροί αφημένοι στο νεκροτομείο που τους όρισε ο Εσταυρωμένος.
Καρτερικά ανέμεναν τη λύτρωση.
- Αφού τα κατάφερε Αυτός γιατί όχι κι εμείς;
- Δεν πήρα τα αργύρια. Μ’ αυτά χρύσωσα το σταυρό στο στέρνο μου.
- Πίστεψα σ’ αυτόν μόνο όταν τον πρόδωσα.
Τότε πίστεψα ότι ήταν ένας από εμάς.
- Γιατί τον άφησες άταφο Ιθάκιε;
Μεθυσμένους χρησμούς μού ούρλιαζε ο Ιωάννης.
Μέσα στις βέβηλες σελίδες είδα τη Μαγδαληνή να χαϊδεύει ερωτικά του Θεού τον Υιό.
Μα Αυτός δοσμένος στην ποίηση έψαχνε το στίχο του στις ακτές της κόλασης
εκεί που η θάλασσα ξερνάει τις λέξεις που φοβούνται οι άνθρωποι να ξεστομίσουν.
Μα εγώ τον Τειρεσία αναζητούσα.
Αυτός ο Ναζωραίος με τα περισπούδαστα θαύματα για τον αμόλυντο βίο
μού προξενούσε θλίψη για τη ζωή που δεν πρόκαμα να ζήσω.
Από καιρό πια ο Τειρεσίας έγινε πιστός στο νάρκισσο Θεό των Ιουδαίων.
Έπαψε πια να δίνει σε πλάνητες χρησμούς και με αίμα να ξεδιψά.
Τα γυμνά του πόδια τα πλένουν οι μαιτρέσες
με τα κομποσκοίνια μπλεγμένα στα δάχτυλα.
Σώπασαν και οι ποιητές της κόλασης.
Ο Ναζωραίος τους έχρισε Ευαγγελιστές
μα δεν έχουν τι να αναγγείλουν πια.
Μετά την ανάσταση δεν υπάρχει ποίηση
όλα στο θάνατο εγγράφονται
κι αυτοί, δυστυχείς γραφιάδες που δεν μπορούν να πεθάνουν ποιητικά.
Με τα χέρια μου Ελπήνορα βαθύ για σένα θα σκάψω τάφο.
Θα λούσω τα μαλλιά σου
και θα μυρώσω τις πληγές σου.
Στη μάνα σου που καρτερικά σε προσμένει στο λιμάνι
θα δώσω τα μάτια σου, σαν δυο του θανάτου χάντρες
που αντίκρισαν τον Κλειδούχο του Άδη.
Μη γυρνάς την πλάτη στους ανθρώπους Ελπήνορα.
Από τους Οδυσσείς μάταιο συμπόνια να ζητάς.
`
*
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ
Ένας αποχαιρετισμών ορίζοντας η συνύπαρξη μας ψυχή μου
σε ερειπωμένες αμαξοστοιχίες χορταριασμένων σταθμών
και σε ξεβαμμένα σκαριά πλοίων
που λιώνουν αφημένα στα καρνάγια.
Εσύ στη στάση αγκιστρωμένη του λεωφορείου
και μπροστά μου να απλώνονται οι λακκούβες του πεζοδρομίου
λίγο πριν το καλοκαιριάτικο θέρος.
Στην τσέπη αφημένο το γκρίζο όνειρο
ξεγλίστρησε από τη σκισμένη φόδρα
στο ιδρωμένο από τον πρωινό έρωτα σεντόνι.
Ποδιά και χέρια μουδιασμένα ακόμη από το σαρκικό οργασμό.
Κι εγώ να πρέπει να φύγω με τα πρώτα αποδημητικά πουλιά.
Τρομάζω ψυχή μου, τρομάζω.
Βλέπεις, καμιά Ιθάκη δεν με προσμένει.
Οι μνηστήρες υλοτόμησαν τα δάση της
και την έκοψαν σε παραλιακά οικόπεδα
με θέα το κοιμητήρι με την πένθιμη ψαλμωδία.
Δεν φταίνε αυτοί.
Τι να σου κάνουν κι αυτοί;
Δεν φταίνε που γεννήθηκαν άνθρωποι.
Τι φτηνοί που είναι οι άνθρωποι.
Μάτια που φθονούν τα δάχτυλα τα μπλεγμένα
και ζηλεύουν το χέρι που σφουγγίζει του αλλουνού το μέτωπο.
Κανένας ποιητής δεν μου όρισε Ιθάκη.
Παρά μόνο στον Άδη ψυχή μου
τους αποξηραμένους λωτούς θα αναμασώ.
Στα σκοτάδια της γης
κανένας δεν με περιμένει τυφλός μάντης πια.
Κουράστηκε κι αυτός.
Τόσες φορές με έφερε ο ποιητής στον Άδη
κι ούτε μια στάλα αίμα δεν μετέλαβε από τις ανοιγμένες φλέβες μου.
Κρατάω το χέρι σου σφιχτά χωμένο στην παλάμη μου.
Τα δάχτυλα σου καρφιτσωμένα στο θώρακα μου.
Φοβάμαι να αφήσω το χέρι σου κάθε που βλέπω τα τρένα,
κάθε που ακούω τη φωνή του σταθμάρχη:
- Τελευταία αμαξοστοιχία για τη Νεφελοκοκκυγία.
Κι εγώ να πρέπει τον παλιό συρμό για την κόλαση να πάρω,
τα σκαλιά να κατεβαίνω του Άδη.
Άστατα τα πουλιά ψυχή μου.
Στο πρώτο ψύχος το βάζουν στα φτερά.
Πάντα την άνοιξη ψάχνουν. Πάντα.
Πλάνητες δανδήδες με ανοιχτές τις φτερούγες.
Στον Άδη ψυχή μου, στον Άδη.
Εκεί σε προσμένω, με μια αγκαλιά πένθιμο, μωβ λιβάνι.
ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ