*.
ΦΙΛΕΝΑΔΑ
Θα ήθελα να ανοίξω το δρόμο στο ταξίδι σου,
Το σταθμό σου, το τέρμα
Από ένα σκοτεινό βάθος καθρέφτη
Σε ομιχλώδη λήθαργο.
Διακρίνω ένα ψηλό πλοίο και το κατάρτι του,
Εσύ στέκεται στο κατάστρωμα …
Είσαι σε ένα τρένο, σε βαγόνι καπνιζόντων
Οι αγροί θλίβονται στο ηλιοβασίλεμα …
Οι βραδινοί αγροί είναι βρεγμένοι από δροσιά
Τα κοράκια κάνουν κύκλο από πάνω τους…
Σ’ αφήνω απρόθυμα να φύγεις-
ο Θεός να σ’ ευλογεί όπου και αν είσαι!
———
«Δεν θα φύγω!- Δεν υπάρχει τέλος!» Εκείνη τραγουδάει και προσκολλάται…
Και στο στήθος - η άνοδος
απειλεί τα νερά,
Από τις σημειώσεις … Ακλόνητες: σαν αμετάβλητο
Μυστήριο: θα χωρίσουμε!
———————–
Πόσο ήρεμα έβαλες
το χέρι σου στο δικό μου,
κι άφησες στη χούφτα μου μιαν έμμονη
σκλήθρα πάγου…
….Τα γκρίζα σου μάτια έλαμψαν καθώς έβγαλες
ένα μαντήλι από την
μαύρη δερμάτινη τσάντα –κι αργά
το άφησες να πέσει στο πάτωμα.
——–
Ευτυχισμένη;-Δε θ’απαντήσεις!
Και καλύτερα-ας είναι έτσι !
Εγώ νομίζω πως έχεις αγκαλιάσει πάρα πολλούς,
Κι απ’ αυτό βγαίνει η θλίψη σου.
Όλες τις τραγικές ηρωίδες του Σέξπηρ,
Τις βλέπω σε σένα.
Αλλά εσένα ,μια νεαρή και τραγική κυρία
Κανένας δεν σε έσωσε .
Μεγάλωσες τόσο εξαντλημένη
Επαναλαμβάνοντας αυτή την ερωτική
Ιστορία. Πόσο εύγλωττη,
Αυτή η σιδερένια ταινία γύρω από το αναίμακτο χέρι σου.
,
Σε αγαπώ-η αμαρτία κρέμεται πάνω σου
Σαν ένα σύννεφο καταιγίδας!
Γιατί είσαι δηλητηριώδης, τσιμπάς,
Είσαι καλύτερη από τους άλλους.
Γιατί είμαστε ,οι ζωές μας είναι διαφορετικές
Σ’ αυτό το σκοτάδι,
Γιατί –τα παθιασμένα σου θέλγητρα,
Και τα εμπνευσμένα θελγητρά σου
Κι η σκοτεινή σου μοίρα,
Γιατί με σένα, δαίμονά μου με το σκληρό μέτωπο,
Δεν έχει μέλλον,
Κι ακόμη αν κομματιάζομαι πάνω από τον τάφο σου,
Δεν μπορείς να σωθείς!
Γιατί τρέμω ,γιατί μπορεί να είναι αλήθεια;
Είναι αυτό ένα όνειρο;
Γιατί από την χαριτωμένη ειρωνία,
Εσύ –δεν είσαι εκείνος.
16 Οκτωβρίου 1914
—————
Κάτω από την βελούδινη κουβέρτα
θυμάμαι το χθεσινό όνειρο.
Τι,ποιος ήταν ο νικητής;
Ποιος αφέθηκε να ηττηθεί;
Άλλη φορά η ανάμνηση ,
άλλη φορά ο πόνος. .
Εκείνο που δεν είχε όνομα,
μπορεί να λέγεται έρωτας;
Ποιος ήταν ο κυνηγός; Ποιος – το θήραμα;
Όλα διαβολικά αντεστραμμένα!
Τι άκουσε η γάτα της Σιβηρίας
γουργουρίζοντας μ’ευχαρίστηση;
Σε αυτή την πεισματική μονομαχία,
Ποιο χέρι έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα της μπάλας;
Από τις δυο καρδιές ,
Ποια πέταξε με καλπασμό ;
Ακόμη ,δεν ξέρωτι συνέβη ,
Τι θέλω, ή γιατί παραπονιέμαι .
Συνεχίζω χωρίς να ξέρω :
Και δεν ξέρω:νίκησα
ή με νίκησαν;