`
Περίπτερο*
Στην άλλη γωνιά
οι τρεις γερασμένες αδελφές
στην ξύλινη παράγκα τους.
Καλοσυνάτα προσφέρουν
φόνους δηλητήρια πολέμους
στην ευγενή πελατεία τους
για πρωινό.
Ωραίος καιρός σήμερα. Άστεγοι
που τρώνε σκυλοτροφή. Ιδιοκτήτες,
που ασφυκτιούν σε βίλες
ανάμεσα σε μορφές Ταναγραίων
και άλλων υπάρξεων
και ακριβείς στην ώρα τους, με το που βγαίνει
ο ήλιος, χάνονται σε τράπεζες,
αλλόκοτοι όπως τα μαμούθ
με τους σγουρούς χαυλιόδοντες
ή τα αλογάκια της Παναγίας.
Δεν με ενοχλούν -
αρέσει και σε μένα να ψωνίζω
απ΄τις Μοίρες.
`
*
Οι πλούσιοι
Απ΄όπου κι αν προβάλλουν πάντα,
αποτελούν ασύλληπτες ορδές! Μετά από κάθε συμφορά
σέρνονται έξω απ΄τα ερείπια
ατάραχοι΄
από το μάτι της βελόνας
ξεπηδούν
αναρίθμητοι, πάμπλουτοι, ευλογημένοι.
Οι φτωχοί! Κανείς δεν τους θέλει.
Τραβούν με δυσκολία το φορτίο τους,
μας προσβάλλουν,
για όλα είναι υπαίτιοι αυτοί,
μα δεν μπορούν να κάνουν κάτι -
πρέπει να αφανιστούν.
Έχουμε καταβάλει κάθε προσπάθεια΄
τους νουθετήσαμε,
τους ξορκίσαμε
και όταν δεν γινόταν κάτι άλλο,
τους εκβιάσαμε, τους απαλλοτριώσαμε τα πάντα, τους λεηλατήσαμε,
τους αφήσαμε να αιμορραγούν,
τους στήσαμε στον τοίχο.
Όμως καλά καλά δεν είχαμε κατεβάσει το τουφέκι,
δεν είχαμε καθίσει στις πολυθρόνες τους
και καταλάβαμε - δύσπιστοι
στην αρχή, μα στη συνέχεια ανακουφισμένοι -
πως ούτε κι εναντίον μας δεν είχε βγει κάποιο βοτάνι.
Σίγουρα, όλα τα συνηθίζει κανείς.
Ως την επόμενη φορά.
`
*
Το τσίγκινο πινάκι
Τα πάντα έχουν για τη φτώχεια ειπωθεί.
Πως είναι σκληροτράχηλη, πετσί, γλοιώδης.
Κανέναν άλλο πως δεν αφορά,
εκτός απ΄τους φτωχούς. Πως είναι πληκτική.
Τόσο εργατική, που δεν της μένει χρόνος
για πλήξη καν να παραπονεθεί.
Πως είναι όπως η βρωμιά. Όπου είναι πάτος,
εκεί βρίσκεται.
Είναι ενοχλητική, κολλητική, δύσοσμη.
Γίνεται αισθητή μέσω πανταχού παρουσίας.
Μοιάζει να είναι αιώνια
όπως τα θεϊκά προσωνύμια. Ελεήμονες
και άγιοι την αναζητούν. Οι μοναχοί
και οι μοναχές την έχουν μνηστευθεί.
Όλους τους άλλους, που μια ζωή
τρέχουν να της ξεφύγουν, τους προφταίνει
με το τσίγκινο πιάτο της
στην άλλη γωνιά.
`
*
Το πνεύμα του πατέρα
Κάποιες βραδιές κάθεται εδώ,
όπως παλιά, σκυμμένος ελαφρά,
σφυρίζοντας σιγανά στο τραπέζι
κάτω απ΄τη σιδερένια λάμπα.
Η πένα γρατζουνά
την επιφάνεια του χαρτιού
και ατάραχη, απερίσπαστη, περνά αφήνοντας
το μαύρο ίχνος της.
Κάποιες φορές με ακούει προσεκτικά
γέρνοντας το χιονόλευκο κεφάλι,
γελά αόριστα και συνεχίζει να τραβά γραμμές
σ΄εκείνο το υπέροχο σκαρίφημα,
που δεν μπορώ να καταλάβω,
που δεν θα ολοκληρώσει ποτέ.
Τον ακούω να σφυρίζει σιγανά.
`
*
Aποκάλυψη κι αυτό
Ηλεκτροφόρο ρίγος
διαπερνά βαθειά το νευροφυτικό,
όπως θροϊζει πέφτοντας
κάτι μεταξωτό.
Χημική τρικυμία στην ψυχή.
Και ύστερα, ο ασθενής αυτός σιγμός
στο σκοτάδι - σιγμός:
«αναπνευστικός ήχος
συριστικής σχεδόν μορφής».
Άπιαστο, φευγαλέο,
αναπάντεχο δώρο,
μια ένδειξη ανταπόκρισης
που δεν την αξίζει κανείς.
Ασύλληπτο,
αυτό που είναι τόσο εκλεκτό
στον γυμνό κώλο μιας γυναίκας.
.
* Μια πρώτη παρουσίαση του ποιήματος δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό bibliotheque.
***
«Το περίπτερο στην άλλη γωνία του δρόμου – εξωτερικά, έχει πολλά να προσφέρει. Μέσα, στο μισοσκόταδο, κάθεται ένας άνδρας ή μια γυναίκα. Αυτό που σκέφτονται, είναι γραμμένο σ΄ένα άλλο φύλλο χαρτί. Παλαιότερα, δεν έβρισκε κανείς συνήθως περίπτερα στο κέντρο της πόλης, αλλά σε ήσυχα πάρκα και ευρύχωρους κήπους. Τα ποιήματα (1995) του Χανς Μάγκνους Έντσενσμπεργκερ κατοικούν και στους δυο αυτούς τόπους καταγράφοντας, όχι μόνο τις κραυγαλέες αντιθέσεις και τα πολύχρωμα ψέματα ενός μαραμένου – ή σε μαρασμό – πολιτισμού, άλλα και τους ανεπαίσθητους εκείνους ψιθύρους που μπορεί κάποιος να συλλάβει, μόνο όταν βρίσκεται απόμερα, μακριά από τον πολιτισμό. Η ποίηση αυτή κινείται με τρομακτική άνεση ανάμεσα στο θαύμα και την καταστροφή. Η απόσταση μεταξύ λεπτομερειών της ιδιωτικής σφαίρας και του σύμπαντος όλου – και αντιθέτως – αποτελεί για τον συγγραφέα ένα μικρό μόνο βήμα».
.
Απόσπασμα κριτικής που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung.
.
(Η μετάφραση έγινε από τον τόμο «Kiosk» των εκδόσεων Suhrkamp Verlag, 1999)