Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Σιλουανός Χριστοφορίδης, Πέντε ποιήματα

$
0
0

Τα ονειρα των νεκρων

Τι ονειρεύονται οι νεκροί;
Σίγουρα όχι να πάψει η φαγούρα απ’ τα σκουλήκια.
Πιο απλά πράγματα.
Όπως:
Eναν μανιακό δολοφόνο να εισβάλει σε σκοτεινό μπαρ
και να εκτοξεύει σφαίρες σε κρανία και καρδιές.

Έναν νεαρό να πίνει πρέζα για πρώτη του φορά
και για χιλιοστή δεύτερη φορά, πριν να λιώσει τελείως.

Έναν δάσκαλο ορεινής και απομακρυσμένης περιοχής
να γλύφει τα αυτάκια ενός εξάχρονου αγοριού.

Μια φοιτήτρια που αναζητά λεφτά για σπουδές
να καταλήγει πουτάνα για μια ολόκληρη ζωή.

Μια τσιγγάνα να πουλά το μωρό της μισοκλαίγοντας
και δυο χασάπηδες να του αρπάζουν τα νεφρά.

Ακόμα ονειρεύονται:
Εμένα να γράφω ποίηση.

Τέτοια πράματα βλέπουν πνιγμένοι μες στο χώμα
και χαμογελούν
και ούτε που το σκέφτονται να επιστρέψουν πίσω.

Η πιο παλιά ιστορία

Απ’ το στόμα ενός φιδιού αρχαίου
γεννήθηκαν στους υπονόμους
φτιαγμένα από σκατά και σπέρμα
ένα – ένα
χιλιάδες μικρά ποντίκια
και ήμουν εκεί για να τα δω
και να φρίξω.
Τα πρώτα τους χρόνια ήταν σκοτάδι
αλλά η μυρωδιά σκατού τα οδηγούσε
και μέσα από χεσμένες λεκάνες
ξεφύτρωναν
πονηρά γελώντας.
Και πλησίασαν τον άνθρωπο
που ροχάλιζε στον καναπέ
νανουρισμένος
απ’ τη μυστήρια διαφήμιση του σούπερ τηγανιού
και του ψιθύρισαν τα λόγια
εκείνης της μακρόστενης Μήτρας
για νίκη με κάθε τρόπο
για θρίαμβο με κάθε τρόπο
για περατζάδα πάνω σε νεκρούς.
Έπειτα χάθηκαν πάλι
στους καφετί διαδρόμους
και άφησαν τον ξύπνιο άνθρωπο
να ληστέψει και να βιάσει
και να σκοτώσει
και να θριαμβεύσει.

Ρέκβιεμ για την έμπνευση

Ι

Σε κείνο τον δρόμο δεν ακούγονται τα πλήκτρα
μόνο οι βρυχηθμοί του χρόνου.
Σε κείνο τον δρόμο εκείνη τη νύχτα
το φεγγάρι είναι νεκρό
και σκεπάζει τον ουρανό
ολόκληρο
και φυσάει παγωνιά - λευκό θάνατο
που διαλύει την πίσσα, το τσιμέντο, τα χαλίκια
και κάτι πατημένες τσίχλες.
Στέκομαι γυμνός αμήχανος
και
απαθής.
Ο ορμητικός γκρι χείμαρρος
σκουπιδιών και
άδειων ύπνων βαρετών
πλησιάζει μοχθηρά
και σιωπηλά
για να με στραγγαλίσει.
Το αμυντικό μου σχέδιο
είναι απλό και δοκιμασμένο:
περιλαμβάνει
το ανίκητο πιάνο ενός Γερμανού
βαπτισμένο με σκωτσέζικο νερό.
Η σύγκρουση είναι αιματηρή
και λάμψεις απόκοσμες
γεννιούνται σε κάθε
κρότο εκκωφαντικό
που με τραντάζει.
Υπερένταση.
Οχυρωμένος και έτοιμος
ουρλιάζω διαταγές
και παρακλήσεις
και αγωνιώ βλέποντας
την σονάτα του Γερμανού
να μάχεται
και το ουίσκι απ΄τα Νησιά
να μάχεται
και την καρδιά μου μαζί τους
να κρατάει.
Αναπάντεχος Εφιάλτης:
Άθελα μου
σχεδόν αντανακλαστικά
ένα βλέμμα σιωπής
δείχνει στον εχθρό
το αδύνατο σημείο.

ΙΙ

Έχει πέσει ησυχία απολυτή
και το πτώμα ο Γερμανός
θάφτηκε
και τον διάβασαν τα αστέρια
και το οινόπνευμα έγινε σύννεφο
που δεν θα βρέξει.
Μόνος και αδέξιος με ένα τσιγάρο
και μια ανάσα
στέκομαι και αποδίδω φόρο τιμής.
Οι άμυνες πέφτουν ηρωικά
μου λέει ένα γέλιο
και το σκοτάδι απλώνεται
περήφανο.
Λίγο πριν με αγκαλιάσει
μερικές δειλές απόπειρες
και μια γενναία επιτελούς
κραυγή παραδοχής:
Λυπάμαι λυπάμαι λυπάμαι
αλλά δεν έχω τίποτα να δώσω.
Παίρνω θέση πάλι
στην μέση του δρόμου.
Στάχτες μπαίνουν στα ματιά μου.
Αριστερά και δεξιά
φλέγονται
κρεμασμένοι ποιητές
και ηττημένοι ζωγράφοι.

Παραδοχή

Για την πόρτα που τρίζει καθώς κλείνει
ή την δειλή σφαίρα που ρουφάει το κόκκινο σκοτάδι
υπάρχει ο προορισμός.

Για τα βατράχια που χάνονται σε λαχανί βουνά
και τα σκυλιά που κλαίνε πριν το τράνταγμα
της γης
υπάρχει ο λόγος.

Για το ουίσκι που βράζει σε λαρύγγια πολεμιστών
και τον καπνό τον άστεγο
που διατρέχει λογιών σπηλιές
υπάρχει ο σκοπός.

Για την καρδιά που χορεύει άτακτα πριν τα φιλιά
και το ποντίκι που στο κοίταγμα
τινάζεται και ξύνει
υπάρχει η αφορμή.

Για τον τρελάρα που μεθά
πίνοντας χαρά φτηνή
και κόλπα τσίρκου δοκιμάζει
υπάρχει η αιτία.

Για τα κεφάλια που γυρνάνε συνεχώς
σε λαιμούς που δε σπάζουν
και τις φωνές τις πολλαπλές
σε ένα ζευγάρι τρύπες
υπάρχει ο ρόλος.

Για τις λέξεις τις ψόφιες
που προσπαθώ σε σειρά να στρώσω
και τις προθέσεις τις αγνές
που σε φωλιές σκουληκιών αναζητώ
υπάρχει μόνο χάος και καχυποψία και ψέμα.

Πέντε λήψεις

Βουλώνω τα αυτιά μου μάταια
στο βιολί ενός δαίμονα.

Ανεβαίνει οκτάβα και παραδίνομαι.

Λήψη πρώτη.
Ο σκηνοθέτης ωρύεται:
Ανάβεις ένα τσιγάρο, γράφεις ένα ποίημα.
Το βιολί απαλό.

Λήψη δεύτερη.
Ο σκηνοθέτης ήρεμα:
Περιφέρεσαι τώρα, χαοτικές κινήσεις. Σκοτάδι.
Το βιολί διστακτικό.

Λήψη τρίτη.
Ο σκηνοθέτης με ένταση:
Ύφος άδειο και σκουληκιασμένο.
Δάχτυλα ξερά. Παράδοση.
Το βιολί φουντώνει

Λήψη τετάρτη.
Ο σκηνοθέτης ουρλιάζει:
Πάθος τώρα! Χορεύεις στις γέφυρες.
Είσαι θάλασσα λάβας, κεφάλια που σπάνε.
Το βιολί σε κρεσέντο.

Λήψη πέμπτη.
Ο σκηνοθέτης διατάζει:
Δάκρυα όξινα σε καίνε. Γεύεσαι αλάτι και σιωπή.
Απελπισία μετά την τρελά.
Το βιολί σωπαίνει.

Rave Party

Το χτύπημα της πόρτας αδιάκοπο και τοξικό
ξεφεύγει από καλώδια και μαύρα κουτιά
τραντάζει τα νεύρα,τους μύες,την καρδιά.
Στέκομαι για ένα τσιγάρο μακριά.
Μακριά απ΄τον άντρα με τα άσπρα ρούχα και τα μαύρα γυαλιά
που περπατάει στον αέρα.
Μακριά απ’το κορίτσι που χοροπηδάει γύρω-γύρω 
σαν μικρό βατράχι
και απ΄τον χαμογελαστό νεαρό
που πιάνει και πετάει μπάλες νοητής φωτιάς.
Ένας πολεμιστής βαμμένος με χρώματα του δάσους
σε υπερένταση
σε ύπνωση
και μια παρέα άυπνων αγοριών 
χαζεύει την ανατολή.
Στο κέντρο σταθερά 
ο άνθρωπος-ρολόι
διαγράφει τέλειους κύκλους μοναξιάς.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles