Σε πρώτη δημοσίευση: Ποιήματα από το υπό έκδοση βιβλίο “Το Τέλος της Θλίψης”
Αείποτε
Ακριβό υφαντό, Σελήνη
ποιόν μνηστήρα ξεγελάς
κι από εκεί αστραποβολάς
στο σκοτάδι που σε ντύνει;
Ποιά αρχόντισσα σε έχει
φυλαχτό του τάματός της;
η σαγήνη είναι σταυρός της
η σιωπής της την συνέχει.
Ποιός ταξιδευτής θα ’ρθει
να της πάει μαξιλάρι
’σένα ολόγιομο φεγγάρι
γλυκό λόγο να της πει;
Μια καρδιά που ’χει κρυφτεί
πώς αείποτε να θάλλει;
πως την πίκρα ν’ αποβάλλει;
πώς γαλήνη να νιφτεί;
Τάχυνε γι’ αυτό, στολίσου
να ’ρθει ο Ένας της γοργά
μες στη φλέβα αργοκυλά
κάθε έμμηνη ζωή σου.
Τα σημάδια
Τα σημάδια της αρχαίας Ρωμυλίας την οδήγησαν εκεί.
Ήταν η πόλη με τα γαλάζια σύννεφα
στους πρόποδες του ουρανού.
Από εκεί μπορούσε να βλέπει πιο καθαρά
τον ανθρώπινο ψυχισμό.
Τότε ανέβαινε τα σκαλιά πέντε-πέντε
και όποτε ήθελε τα κατρακυλούσε όλα μαζί.
Μα υπάρχει πιο ψηλά απ’ τον ουρανό; αναρωτιόταν
Πόσο ψηλός είναι ο ουρανός;
Έφτανε κατά καιρούς κορφές και κορφές και από εκεί
πάντα κοιτούσε πιο πάνω και πάντα κάτι υπήρχε
και όταν αποφάσιζε να κατρακυλήσει έπαιρνε μαζί της και κάποιους
που δεν άντεχαν.
Εκείνη έφτανε ως τους πρόποδες
οι άλλοι γκρεμίζονταν στο χάος.
Δεν με πιστεύετε, σκεφτόταν, γι’ αυτό γκρεμίζεστε.
Η αποκόλληση είναι πολύ εύκολη δίχως πίστη.
Εποχή δημιουργίας
Η αγάπη μου γίνεται εποχή δημιουργίας
και όταν παύει πράσινα φύλλα να εκφύει
κι όταν αναρωτιέται τί αγάπη την κάνει
η αγάπη μου φθινοπωριάζει, κιτρινίζει, ξεθωριάζει
κι όλα τα σ’ αγαπώ μου ανθίστανται στην έκφρασή τους
κι όλα τα σ’ αγαπώ μου ξεχνάνε την μητρότητά τους
και τότε σε βλέπω, γυμνό, να με κοιτάζεις
με το βαθύ της απορίας σου βλέμμα
που φέρνει τα σ’ αγαπώ μου στα χείλη σου
να μείνουνε για πάντα εκεί δοσμένα
I
Η αγάπη, απ’ το υλικό του χρόνου
ακαθόριστα όμορφη
πλεούμενο σε ειρηνικό ωκεανό
ούτε να φύγει για κάπου μπορούσε
ούτε να έρθει
μόνο ακολουθούσε τα σημάδια του ορίζοντα
όλα μαζί και παντού απλωνόταν
αγάπη άχρονη αν κι απ’ το υλικό του
ΙΙ
Έφερνε μαζί της ένα καλπασμό σύννεφα
το ίδιο όνειρο που ερχόταν και ξαναρχόταν
κάθε φορά και ατελέστερο
κι η αγωνία σου να την δαμάσεις
ατελέσφορη
διότι η αγάπη δεν έχει σχήμα ή χρώμα
παρά μόνο ένα ακαθόριστο περιεχόμενο
ικανοποίησης, γαλήνης
και όσο αγωνίζεσαι να τη φθάσεις
εκείνη χαμογελώντας σου θ’ απομακρύνεται
χαρούμενη που δεν χωρά
σε χρώμα, σχήμα, εικόνες
ΙΙΙ
Κάποτε η διάθεσή της αλλάζει
από αγάπη μεταμορφώνεται σε ευτυχία
κι εσύ ξεχνάς όλα τα βήματά σου προς εκείνη
έπειτα θυμάσαι έναν προηγούμενο εαυτό
και φοβάσαι την μετάλλαξη
κι αγωνιάς να κρατηθείς στην τρέχουσα κατάστασή σου
είναι η ώρα που γλιστράς στην ανασφάλεια
είναι τότε που η αγάπη σου ντύνεται αλλιώς
συστρέφοντάς σε στη δυστυχία
εκείνες τις στιγμές θυμήσου
κι αγάπα κι αφήσου
όνειρο είναι, θα ξυπνήσεις.
ΙV
Κάποιες φορές έβγαζε το χέρι της από τα βάθη
του ωκεανού
χέρι ειρηνικό
εκτεινόταν ως το φεγγάρι
το χάιδευε κι ύστερα έκοβε ένα κομμάτι
το βύθιζε μαζί της και χανόταν στο υπόγειο γαλάζιο
άφηνε την καρδιά και τα μάτια μου να νιώθουν
και να βλέπουν
ένα σπασμένο φεγγάρι εκεί ψηλά
και μια σπασμωδική λάμψη στα νυχτερινά αφροκύματα
να μου θυμίζει πόσο είναι ικανή να εκταθεί
μία αγάπη.
V
Ύστερα ερχόσουν εσύ, καραβοκύρης πόθος,
με κοιτούσες ίσια στα μάτια και ξεχνούσα
φεγγάρια, πελάγη, βουνά, αποστάσεις
ήσουν εκεί με όλες τις διαστάσεις ενωμένες
ούτε θυμός, ούτε πικρία, ούτε απόρριψη
κανένα λάθος δεν ήταν ικανό να μας χωρίσει
ήσουν εκεί με την ματιά σου αγκυροβολημένη πάνω μου
κάνοντας την ψυχή μου να τρέμει από φόβο μη χαθείς
γρηγορότερα απ’ όσο θα σε έχανα για πάντα.
VI
Τώρα μετράω στα δάχτυλα τις μέρες
το χθες να γίνεται προχθές
το μεθαύριο, αύριο
μεταφέρω την προσοχή μου στο στήθος
αφουγκράζομαι τον παλμό του
μετά στο υπογάστριο
κοιμάσαι, σε νανουρίζω,
σε σφίγγω, σε σκεπάζω μην κρυώσεις
το κρύο αβάσταχτο
δεν θα ξανάρθεις
όχι η ίδια, όχι εσύ
μόνο ο καρπός σου.
Κατανόηση
Έξαφνα κατανοείς
ότι βρίσκεσαι παγιδευμένος
σ’ ένα σώμα που φθίνει.
Η επιθυμία μαχαίρια ακονίζει
η οσμή από τα περασμένα
συνυφασμένη με τα μέσα σου
η ορμή μάχεται για δρόμους διεξόδων
όμως εκείνο
εκείνο μουδιασμένο σε κοιτάζει και μαζεύει
σταδιακά απομακρύνεται
χάνεται
και μένεις άυλος
στο χώρο να πλανάσαι
Ψήγματα Αρχής
Του κόσμου βλέπεις τα παράθυρα κλεισμένα.
Καμιά ελπίδα δεν σου μένει στο μυαλό.
Ό,τι αγάπησες δεν είναι πια για σένα
κι ό,τι ονειρεύτηκες δεν είναι ιδανικό.
Κλείνεις το στόμα μην ακούσουν τη φωνή σου.
Τρέμει η ανάσα, τρέμει ο ήχος, θλιβερός.
Δυο γκρίζα σύννεφα τα μάτια, η όρασή σου
θολώνει κι είναι ο κόσμος γύρω σκοτεινός.
Όταν αέρας και βροχή γίνουν δυο ξένοι
κι όταν ο έρωτας σου κόβει την πνοή
ένας κομήτης απ’ το σύμπαν θα σου φέρνει
τα πρώτα ψήγματα να κάνεις νέα αρχή.
Η αγάπη έγινε σ’ ένα λεπτό κομμάτια.
Εικόνες διάσπαρτες τη μνήμη κατοικούν.
Τι είδες και σου δάκρυσαν τα μάτια;
Τι λες; αλλά οι γύρω δεν ακούν;
Η αγάπη έγινε κύκλος από συντρίμμια
κι εσύ στο κέντρο φορτωμένη ένα σταυρό.
Όλα όσα σώθηκαν τα έφαγαν αγρίμια
και όσα χάθηκαν, σβησμένα από καιρό.
Όταν αέρας και βροχή γίνουν δυο ξένοι
κι όταν ο έρωτας σου κόβει την πνοή
ένας κομήτης απ’ το σύμπαν θα σου φέρνει
τα πρώτα ψήγματα να κάνεις νέα αρχή.