«Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει», στίχοι- μουσική: Γιώργος Ανδρέου: ΑΚΟΥΣΤΕ ΕΔΩ
`
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
Και να – ιδού, εγώ
(Ένα παιδί της επαρχίας
Προθέσεων αγαθών)
Το φορτίο των Ελληνικών στη ράχη ζαλωμένος
(Τον Όμηρο κι όλους τους από ’κεί και δώθε
Ίσαμε τον σακατεμένο ενεστώτα)
Βαρυγκωμώ
(Γαμώ την τύχη μου, το σόι, την πουτάνα μου)
Περίλυπος – που αλλιώς επιθυμούσα να ταχθώ
Στο άλλοτε λαμπρό μα πλέον άθλιο στράτευμα
Ιδού, εγώ
Ο λόγιος, ο δοκησίσοφος, ο σπουδαρχίδης
(Σαμάρι τα Ελληνικά τα Γράμματα στην πλάτη μου)
Ανέστιος
Γραφέας του συρμού ουτιδανός
Που τυραννάει τες λέξεις
Ενώ νομίζει (ο δυστυχής) πως κατακτά
Τα υψηλά νοήματα, τον Παρνασσό
Α φίλτατε – η Πρέβεζα, τι πόλη ωραία, πόσω γραφική
Την έστησε στα ένδεκα ο πυροβολισμός
Έπεσε ο Κώστας Καρυωτάκης
Κι απόμεινα εγώ (αν είναι δυνατόν)
Να λειτουργώ την ετοιμόρροπη εκκλησία
Αποκλεισμένος μ’ έναν-δυο της φύρας μου
Στο συλημένο ιερό
Κι όλο χιονίζει
Όλο σιμώνουν οι εχθροί
Όλο και πιο κοντά ακούμε τα κανόνια
`
*
ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Καταφθάνουν οι κακές ειδήσεις, αριβάρουν με το
τραίνο των οκτώ και είκοσι
Μόλις περάσουν τα μεσάνυχτα κι ανεπαισθήτως
ησυχάσει ο κόσμος
Να τες – σηκώνουν το τηλέφωνο:
– Η Εκάβη έφαγε από την ωμοπλάτη του Πενθέα
– Η Τροία έπεσε, η Πόλη έπεσε, η Σμύρνη έπεσε
– Πέρασε η ζωή in the blink of an eye
– The time has come, ο Χρόνος σας εξέπεσε κύριε
Τάδε μου, κυρία Δείνα
Κουδούνισμα δυσοίωνο καταμεσής του ύπνου
Για ποιαν από τις πυρκαγιές όντως κανείς δεν ξέρει
Σου καταμαρτυρείται πάντως ενοχή
Εξ αμελείας ή από πρόθεση
Ή από σύνδεσμο ή από μετοχή
Αποκαρδιωμένος, αποκαμωμένος, ανυπόφορος
Εγκαταλείπεσαι στων γυρολόγων τις φημολογίες
«Έπινε», «κάπνιζε», «δεν πρόσεχε»
Τι να προσέξει, πότε και γιατί
Η Ιθάκες πάντως μας εγέλασαν
Κυοφορούσαν η Ιθάκες τες κακές ειδήσεις
`
*
Ο ΠΟΥ ΦΕΥΓΕΙ
Ένας που τόσο αγάπησα
Έφυγε σήμερα και πάει
Δεν έκλεισε την πόρτα πίσω του
Δεν μπήκε σ’ ένα τραίνο – όχι
Ήσυχα τα καλά του φόρεσε, χτένισε τα μαλλιά
Έδωσε μια με τη γροθιά στο τελευταίο ρόδι
Άδειασε το φλιτζάνι του καφέ στο νεροχύτη
Μας χαμογέλασε και υψώθηκε
Είπαν πως αναλήφθηκε
Έτσι πια θέλω να μιλώ και να σωπαίνω για το θάνατο
Χωρίς περισπωμένες και βαρείες
Αθώα, όπως τα νερά
Γιατί να υπογραμμίσω την απώλεια;
Είναι από μόνη της ευθεία γραμμή
Μάλιστα υποτείνουσα (κάθε τριγώνου που με περιέχει)
Καλοδεχούμενος κι ο πόνος της
Τι θα ’μασταν δίχως το σουβλερό του Άδη το κεντρί;
Τι θα ’μασταν χωρίς τους πεθαμένους μας;
Μια θλιβερή επετηρίδα ψευδαισθήσεων
Μια φυλακή
Ο που φεύγει, είναι πουλί
Οι που μένουν, μαύρες πέτρες
Ο που φεύγει, δεν θα ξαναρθεί
Οι που μένουν, έναν καιρό θα φύγουν
`
*
Ο ΚΟΝΤΕ ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ
Δεν είναι αλήθεια
Πως αρκέστηκες
Στη φαντασιακή σου προβολή του ιδεώδους
Μη μπαίνοντας ποτέ στον πειρασμό
Να πας απέναντι
Ενώ του Μπάιρον το σκήνωμα
Σου έγνεφε
Ολημερίς
Ολονυχτίς
Η βάρκα
Κατευόδιο
Ανοίγεσαι
Ύψος απέναντί σου απροσμέτρητο
Ηχώ παλίντονος, εωθινή
Αηδόνα του Ερωτόκριτου
Σε καρτερούν
Των ερειπίων η σιωπή
Ένα μαντίλι φθισικού
Δυο-τρία γρόσια
Ο ήλιος τύραννος, ο ήλιος άβυσσος, ο ήλιος βράχος
Επέστρεψες περήφανος
Στου Πόρφυρα τη ράχη
