Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Κώστας Ρεούσης: Ο ποιητής ως πράκτορας της εποχής &του βίου του [αποσπάσματα αδόκιμης, ίσως ή μάλλον, λοξής γραφής]

$
0
0

Ο Αμερικανός κωμικός ηθοποιός & σκηνοθέτης Joseph Frank “Buster” Keaton VI [4.10.1895-1.2.1966] ή «Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο», στην ταινία «Convict 13/Κατάδικος 13»

Α΄. Εντός εκτός κι επί τ’ αυτά του … Τείχους

#19

Ο σκληρός αμφιβληστροειδής της ψυχής απαθανατίζει ενσταντανέ συμπλεγματικά, καταστάσεις περίπλοκες κι ακαριαία περιστατικά. Το γεγονός της εμφάνισης του αλώβητου αρνητικού προϋποθέτει στρατιές κατσαρίδων φτερωτών, τα μπρούμυτα στ’ οδόστρωμα μπαρουτοκαπνισμένων, καθώς οι κάλυκες αστράφτανε στον μπρούντζο το καμπαρέ υπόγειο καταφυγής της Θεμιστοκλή Δέρβη. Η ξιφολόγχη του πατέρα γρασαρισμένη κι ακονισμένη δίκοπα συντρόφευε χειροβομβίδες. Ένα ξύλινο πτυσσόμενο, με καραβόπανο λευκό, κρεβάτι μονοθέσιο έτριζε-έκρυβε στους μεντεσέδες μετακομίσεις, μετακινήσεις, μετατοπίσεις ανελέητων βομβαρδισμών. Ένας μαντρότοιχος, και οι μηροί της μάνας σημαδεμένοι απ’ το ρεσάλτο του πρωινού εγερτήριου πανικού. Ο αδελφός με το μεγάλο ξάδελφο κυνηγούσαν αρουραίους, χαζεύοντας πορνό-φωτογραφίες ξεσκισμένες• με τ’ αστεράκια να κοσμούν τα σημεία επίμαχα της χυδαιότητας του καθωσπρεπισμού ενός αγορασμένου τίμια ερωτισμού. Κάπου, ανάμεσα, τριγύριζε κι ο δεύτερος ερμησίπτερος (Οδυσσέας Ελύτης) μικρός, σχεδιάζοντας την ανελέητη και χωρίς επιστροφή έξοδο-επίθεση της ελεύθερα πολιορκημένης (Διονύσιος Σολωμός) οπισθοφυλακής.

#20

Η τάφρος του αυτιστικού περίγυρου των τυχάρπαστων κυβερνάει τις δυσλεκτικές επινοήσεις περισπούδαστων διακανονιστών, στο λογοκριμένο -εκλεγμένα- καθεστώς μίας επαναλαμβανόμενης βιτσιάς. Συντονισμένες μασέλες -μες στον παραλογισμό της αιθεροβάμονος κοινωνικής αφρόκρεμας- κατακρεουργούν, σε λυσσασμένες μαζώξεις, τη σαπίλα των σφαγιασμένων (βασιλικών, δημοκρατικών, αλλοδαπών, κοινοτικών κι ημεδαπών) διαπιστευμένων εδεσμάτων.

#21

Στέρεψε και τ’ αλάτι απ’ το κύμα: Έσυραν τα μαχαίρια απ’ τα θηκάρια/κι έψαχναν που να σε χτυπήσουν./Τότε μονάχα φώναξες:/«Ας έρθει να με κοιμηθεί όποιος θέλει,/μήπως δεν είμαι η θάλασσα;» (Γιώργος Σεφέρης, Τρία Κρυφά Ποιήματα, Επί Σκηνής, Γ΄, Αθήνα, τυπογραφείο Γαλλικού Ινστιτούτου, Δεκέμβρης 1966).

Β΄. Οι αναβαθμίδες των υπεκφυγών

#19

Εγκώμιο της αριστοκρατίας/αριστοκλανίας: φακελωμένοι/φασκελωμένοι αριστοκράτες/αριστοκλάνες κι αριστοκράτισσες/αριστοκλάνισσες, τρισάθλιοι και τρισάθλιες, αναγιωμένοι κι αναγιωμένες στην ασέλγεια φροντίζουν με μαεστρία και παστρικά το άτιμο αλισβερίσι τους με τις δυνάμεις του παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα αιμοσταγή κατακτητή. Η κατεχόμενή τους σκέψη λειτουργεί αστραπιαία, καλύπτοντας διμερείς παρτούζες και δικοινοτικές αλλαξωκωλιές: «ό,τι φάνε, ό,τι πιούνε κι ό,τι αρπάξει ο πρωκτός τους» σε βαθμό, υπέρτατο, κακουργήματος.

#20

Σ’ εκείνους/εκείνες που αγορασμένοι/πουλημένοι-αγορασμένες/πουλημένες πορεύονται οικτρά, σφαίρα μη χαλάς. Με το Πνεύμα να στοχεύεις και ψυχρά στο δόξα πατρί το ακαριαίο Μολύβι να σφηνώνεις τρυφερά. Κι άσε τον Θεό να κρίνει, εάν μακαρίζονται, συγχωρούνται, κοιμούνται ή αποδημούν και κάπου-κάπως-κάποτε επιστρέφουν κι ενδημούν. Εσύ, το Αίμα-Κόκαλο Ιερό που έρρευσε-τσακίστηκε (βλάσφημα, καταδοτικά, ύπουλα και συλημένα αδελφικά) να μην ξεχνάς• αγέρωχος, αμετανόητος, δίκαιος κι άδολος Εκδικητής/Εκτελεστής-Στρατιώτης/Φονιάς -της Ζωής και του Θανάτου- την Πύλη να περνάς.

#21

Στρουθοκαμηλίζοντας ραδιουργούν τα ανθρωπάρια, μες στην εκφυλισμένη χαλαρότητα της περιφραγμένης τους πισίνας. Σκάρτες γυναίκες κι άντρες αφέντες-δούλοι-υποτακτικοί μιας καλοπληρωμένης βίζιτας στην εταιρεία π’ ονομάζουν «οικογένεια» ή «σπίτι». Μόνο τα δάνεια κι οι καταθέσεις δε δειλιάζουν. Κατά τα άλλα τζίφος και τρίχες κατσαρές, απ’ της πουτάνας το μουνί κι από του ζιγκολό τον πούτσο: But children are born/oft times spitting images of us/And the inequities millions doled one/nilch for another/both in the same leaky lifeboat (Gregory Corso, For Homer, «Herald of the Autochthonic Spirit», New Directions, 1981).

Γ΄. Ένα επανατατικό ελατήριο

#19

Χρόνια παλιά κι όμως φρεσκότατα στη μνήμη, εργάτης σ’ ένα αρχοντόσπιτο (μάλλον κοτέτσι ή γουμάς) να διευθετώ την ακαταστασία του κήπου. Κι αίφνης, εκεί, στα παραπεταμένα περιουσιακά στοιχεία ή στοιχειά -μιας μεγαλοαστής μπασταρδεμένης γύφτισσας κυράς- να στομώνει η τσουγκράνα σ’ ένα τομίδιο ταπεινό, ανάμεσο με ζιζανιοκτόνα χόρτα. Έκδοση του ’40 ή του ’50 με τα ποιήματα του Σολωμού. Σάστισα, αφιονίστηκα, αγρίεψα και μ’ ύφος αυστηρό απευθύνθηκα στην κάτοχο τ’ «αντικειμένου», προτείνοντάς το στο πρόσωπό της χειρονομιακά. Εισέπραξα το λάγνο βλέμμα τής δήθεν έκπληξης κι ένα ανεπαίσθητο φύσημα (ευγενώς μηχανικό ή αυθόρμητο), ίσως ερωτικό, να απομακρυνθούν τα χώματα απ’ το φθαρμένο και διαχειρισμένο απαράδεκτα πανόδετο βιβλίο, ενώ η πρωτοκαθεδρία της ζάμπλουτης αμάθειας ή αδιαφορίας κυριαρχούσε στα καλοσχηματισμένα της χαρακτηριστικά. Μόλις την είχα ερωτευθεί, μισήσει κι αγαπήσει: Δω μια φορά ήταν άνθρωπος, κι’ εκεί ήταν ένας τόπος (Διονύσιος Σολωμός, Ξερή πολυμάθεια, Επιγράμματα, «Σατιρικά»).

#20

Χρόνια παλιά κι όμως φρεσκότατα στη μνήμη, εργάτης σ’ ένα αρχοντόσπιτο (μάλλον κοτέτσι ή γουμάς) να ελαιοχρωματίζω (sic) την καγκελαρία (très sic) της προσόψεως-εισόδου στην αυλή. Εκείνη, τα πισώ μου, μες στο βαθύ της κάθισμα ανάδευε, διαλύοντας, το χρώμα το γαλάζιο στη δύναμη του νέφτι. Το στεφάνι-βιτρίνα, μπαϊλντισμένο με κάτι, λογομαχούσε μαζί της. Μου απευθύνθηκαν κι οι δυο, ρωτώντας με… το άσχετο. Τους κοίταξα με την οσμή της παραισθήσεως του διαλυτικού στο βλέμμα, κι άφωνος εξακολούθησα να βάφω το ρομβοειδές σιδερένιο πλέγμα του μεροκάματου της παρουσίας/ηδονής, ριγώντας ο πόθος έντρομος μες στο μεστό μου σώμα. Απομακρύνθηκε ο ένας νευρικά παραμιλώντας την ασυνεννοησία ζευγαριού, κι η δύο -ανασηκώνοντας της Μεσογείου τη λεκάνη μ’ οίστρο της όστριας ιμερικό- σφράγισε μ’ ένα θεόπνευστο φιλί τα διψασμένα του μισταρκού τα χείλη. Έκτοτε, αλίμονο, ατέρμονα δικάζω την απαράβατη, ακάθιστη κι ορθόδοξή μου πίστη• της μοιχευμένης πουτανιάς, γυναίκας ορισμένης, στο ουρλιαχτό της απομακρυσμένης σιωπής και της αγγελικά/διαβολικά έλξης που με συντρίβει.

#21

Χρόνια παλιά κι όμως φρεσκότατα στη μνήμη, εργάτης σ’ ένα αρχοντόσπιτο (μάλλον κοτέτσι ή γουμάς) να
μπογιατίζω, σκαρφαλωμένος στ’ αψηλά, τον εξωτερικό τον πλαϊνό τον τοίχο αριστερά. Κόντευε μεσημέρι και μια φωνή με κάλεσε/πρόσταξε να κατεβώ για φαγητό. Τραβώντας με μια κίνηση την υψηλή τη σκάλα προσγειώθηκα, αρτιμελής κι ακούραστα κουρασμένος, καταγής. Έβαλα το σταυρό μου, καθώς εργαζόμουνα κοντά σε σύρματα ηλεκτροφόρα ενεργά, και κατευθύνθηκα στο λαβομάνο να πλυθώ. Προσποιητά φιλόξενοι -μην τους αποχαρακτηρίσουν- μου πρόσφεραν το καθημερινό πλουσιοπάροχο, κι εύοσμα/εύγευστα μαγειρεμένο, οικογενειακό τους γεύμα. Οι δύο, το παιδί (είχε σχολάσει απ’ το δημοτικό και το ’χε φέρει σπίτι ένας πέρσι ή πρόπερσι ή Ιρανός, κάποιος τέλος πάντων απ’ τους διάφορους συγκεκριμένους που τα «κανόνιζε» κι αυτός μία χαρά με την κυρά, περαστικός απ’ τ’ ανοιχτό χαρέμι της, μια κι ο λαμπτήρας ήτανε -στο βέβηλο της ιδιώνυμης εξακολουθητικά και κατά συρροή απάτης- μόνιμα αναμμένος κι απροκαλύπτως φωτεινός), η μάνα της κι ο πέντε/εγώ με την κουβέντα της τάβλας στα τελειώματα της βρώσης και της πόσης να σφηνώνει, πού αλλού, στην ποίηση. Τζαμπατζής ο Καρούζος, ματάκιας ο Ελύτης κι ο Υπερρεαλισμός κουραφέξαλα άκουσα από τα χείλη τής, όρθιας ν’ ανοίγει το ψυγείο, «διάσημης» λογοτέχνισσας-αγύρτισσας γιαγιάς, ανάμεσα σ’ άλλα απίθανα πιστευτά. Να, και το έτσι του γιατί αργότερα πολύ αργότερα και ίσως χωροχρονικά προσφάτως, μες στη Μαγεία του θεοσκότεινα Λευκού της ποίησής μου, επικαλέστηκα το Μαύρο -μια νύχτα που το φεγγάρι ολόγιομο βιαζότανε να δύσει ανταριασμένο την Οργή μου- κι έκαψα με σπίρτα «Kings» και «Flame» εκείνο το μυθιστόρημα της μίας λέξης αβαρώς αραβικής στον τίτλο, αφιερωμένο έκδηλα βιαστικά ωσάν διεκπεραίωση (στο μικροσκόπιο δικαστικής γραφολογίας-εμπειροτεχνικής, που άσιλα κατέχω)• εκστομίζοντας γράμματα αρχέτυπα, πανάρχαια, δελφικά, ρε-ου-σει-σμι-κά τη σαπίλα στον Άδη να δι-ώ-ξω, επικυρώνοντας το δίκαιο αδόκητο χαλασμό: Dime cómo mueres y te diré quién eres (Octavio Paz, Todos Santos, Día de muertos, «El laberinto de la soledad», 1950).


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles