Καταβατικό
1
Από τον τόπο των ξωτικών
ήρθε η μεγάλη μαρκίζα
-πωλείται ευτυχές μέλλον-
στήθηκε υπενάντια μεν
χωρίς ασέβεια δε
μπροστά στον πιο παλιό ναό της πόλης
σ’ένα κτίριο βουβό
διστακτικά συνέφαγα μ’ένα μεθυσμένο Διόνυσο
που στραβοπατούσε κατακίτρινος
στους διαδρόμους του εμπορικού
παίζοντας με το μαξιλάρι ακουμπιστήρι του
γελώντας απαίσια στις ουρές του κοσμάκη
γέλια ρηχά
από απέναντι
ο αντίλαλος ερχόταν ανεπιεικής
-το κακό σας παρελθόν ανταλλάσσεται με μισό ευτυχές μέλλον –
η γιορτινή εκστρατεία του καταστήματος
με μισό ευτυχές μέλλον .
και μ’αυτές τις καλές φυλαγμένες μνήμες
τραβούσανε για τον απέναντι ναό
σε τελετή μνημοσύνου
κουρασμένος ο Διόνυσος επέστρεφε στο τραπέζι μας
-μα ποιας απόλαυσης θεός είναι ;
εκείνο το βράδυ μεθύσαμε δίχως κρασί
ή μάλλον κάτι σαν κρασί
από το μέλλον θα έρχεται κι αυτό .
και πάλι στην ουρά
μας προσπερνούσε το πεπρωμένο τους
τα ίδια ακριβώς πρόσωπα
-άραγε τι να ζητάνε πια ;
κάπως έτσι το κατάστημα έκλεισε
ο μεγαλύτερος εχθρός του:
απέναντι ,
αυτές οι καλές οι μνήμες
όταν μνημονεύονται
Το πρώτο καλό της κολάσεως και τα χαιρετίσματα στο ωμέγα
Αν τάχα παίρνω της πλέξης του ήλιου πουλάρι
καβάλα στο τρένο τ’ονείρου
- τι ξέρω ;
- τι έχω να περιμένω ;
Πόσο μικρός να ήμουνα ,
όταν σ’ενός σφυρίγματος πνιγμένου ήχου
τουου
τουτ τουτ
άφριζε δαρμένο στις ράγες το σώμα
για τούτα τα τρένα τ’ονείρου
που δε σταμάτησαν εδώ
και συνέχιζα έτσι να περπατώ προς το τελευταίο σταθμό
αυτού του τρένου που έχασα
πόσα αγκάθια ;
και καυστηρές δεν αγκυλώσανε τα πόδια μου
κάτι δροσερά φύλλα διαβόλου
που με τραβούσε η βύθια αδιακρισία του αγγέλου
γρυλίζει
Ώσπου έφτασα κι ήρθαν τα όνειρά μου σε θέση μεταβολής
άκουγα το γλουπ-γλουπ απ’το αίμα στις μπότες
-ε και ;
-τι είδα ;
-τι έχω να περιμένω ;
….από ένα δρόμο
που τερματίζει στον παράδεισο…
φ΄΄ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
1
Η απόλυτη ηρεμία είναι θεά πορφυρογέννητη
απ’ένα όστρακο αγρίμι
κι έμαθε άγρια να ζει
αδίκως την αποζητείς
σε καταπράσινα παρθένα δάση
σε πράες θάλασσες
και στου νερού τη μεταξένια χάση
οχλοβοή μιας ταραγμένης πόλης
σε μιαν ώρα αιχμής
2
Οι θεόρατοι βράχοι κρατούν φυλακισμένες ιδέες
γιατί ο νους δεν ήταν καλή φυλακή
αβασάνιστα έπεφτε σε πέτρινους χρόνους
και πως γνώριζαν ότι η ευτυχία προσθέτει ανάγκες ;
και τηνε φύλαξαν μισή σε φωτεινές παράγκες
κι εμείς μετρημένοι στο χρόνο ,
απ’ένα ακόμη μήνα
που ’κλεισε ήσυχα την πόρτα στην ιστορία
Ανθρώπινη ύλη
Στο σπίτι πέρα το βουβό στέκει λαμπρό
το φως μη γαληνέψει.
Ίσα μέρα ίσα νύχτα σα παιδεμένο φρουρό
σέρνει το λεπτοδείκτη
που’δειξε οχτώ στη μαύρη ώρα
στα χρόνια του γάλακτος
γιε μου, που’φυγες από τώρα…
Κατάλευκο του κεριού το στάξιμο
σα πυρωμένος που’ναι ο καιρός
πνίγεται δειλά στη μεταξένια μπάρα του
η χαροσκιά , μαύρος κραυγής κονιορτός .
Βλέμμα ακυβέρνητο στης ελπίδας τον αγέρα
μαζί το δύστηνο το βιος , μαζί και η σκυλίτσα
ενώ ο ήλιος στα πόδια της
το δρόμο κατά της φτέρης δείχνει…
Αυτή η σκυλίτσα, η Νεφέλη
που από το ‘’Νεφ’’ χυνότανε στην αγκαλιά σου
βαλσαμωμένα θέλησαν τα μάτια της
σε μια θάλασσα από δάκρυα κόκκινα.
Δεν είχες ανάγκη ν’αγαπήσεις ή να μισήσεις –
να ζήσεις ή να πεθάνεις
έπινες αργά αργά ολάκερη τη θάλασσα.
κι αργά αργά σε χώνευε…
Κι οι θεοί κάπου πιστεύουν…
ίσως στην απιστία τους –
δέσμιοι είναι .
Εσύ παρέμεινες δέσμιος της Νεφέλης ,
περισσότερο ελεύθερος.
Φεγγερή της ζωής σπουδαιότητα
σε μια ράχη βουνού αναγλύφει
έγινες κορυφή
αυτοί οι τρελοί
που σε πάτησαν
λευτερώσαν από κει ψόφια όνειρα -
και γίναν αυτά πουλιά-
παραδείσια αρπακτικά
Μικρός της ζωής ερευνητής
μια παγερή βραδιά με κύματα που θωρούσανε
του Ολύμπου –
και σκιάζονταν
με τ’άσπρα δίχτυα που παγίδευαν του νεκρού τη ψυχή
κατέβηκες –
και περπάτησες μες το νερό του δαίμονα
με τριαντατρείς ανάσες εκκολάφτηκε ζωή αμφίβια
βαθιά η χαρμοσύνη
κατάπιες μια θάλασσα-
και κοιμήθηκε από μέσα σου
προστατεμένη…
γ΄΄ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
1
Στους ήλιους που στέγνωσαν
στ’αγγελοκάμωτο κορμί σου
ψηλοί κι απόρθητοι
με θαρρετές ψυχές
πάνω απ’τις γούρνες του ξεριζωμού
σ’εκείνους τους χρόνους καρτερίας
πίσω απ’τις παρατημένες στέπες της εδώ Καλμουκίας
στους ήλιους που αποκάμανε .
και θέλησαν να πάνε ψυχοπαίδια
σ’άλλους τόπους
άθλιες πατρίδες
μακάβριες ,
λιμνάζει πίσω σας κατάμαυρο
το αίμα της γενέθλιας γης
το τρυφεράδι που μαλάγρωσαν του ενυπνίου
με ξιφολόγχη στη κοιλιά μιας εγκύου ,
καλοδέξου το γυάλινο αυτοκράτορα
και πες ευχαριστώ
για την ουρά του θανάτου
που σε βάλανε