Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ανδρέας Πολυκάρπου, Τρία Ποιήματα για την Κύπρο

$
0
0

`

ΤΩΡΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΑΣ ΘΑΨΟΥΜΕ

Στους 1619- πια νεκρούς- αγνοουμένους

Τώρα μπορούμε να σας θάψουμε.
Να ξεχορταριάσουμε τους ομαδικούς τάφους,
να φυτέψουμε κυπαρίσσια γύρω από το μνήμα,
να ανάψουμε με λάδι το μικρό καντήλι
και να αφήσουμε μωβ στεφάνια στο ασπρισμένο μάρμαρο.
Τώρα η μάνα σας μπορεί να φτιάξει σταρένια κόλλυβα
και να φιλήσει το χέρι του παπά έπειτα από το τρισάγιο.
Οι συγγενείς μπορούν από νωρίς να μαζευτούν στην εκκλησιά.
Όλοι ντυμένοι στα μαύρα.
Ακόμα κι αυτοί που δεν σας γνώρισαν θα μαυροφορεθούν
και θα κρατάνε ένα μαντήλι στο χέρι.
Όχι για τα δάκρυα. Παρά μόνο για τη ζέστη. Για το καμίνι του πολέμου.
Μεσόγειος. Ώρα μεσημεριού- κοντά απόγευμα- κι εσείς να βαδίζετε πομπή για το απόσπασμα.
Αυτό που κρύφτηκε περίτεχνα κάτω από τα λιόδεντρα και τους κέδρους
που ποτίζονταν από το γλυφό νερό.
Μεσόγειος. Ώρα δειλινού- κοντά βράδυ- κι εσείς να κρύβεστε ματωμένοι στο χώμα.
Κουραστήκατε και αφεθήκατε στο θάνατο να ξαποστάσετε.
Η ανοιχτή παλάμη καλύπτει την αιμορραγούσα πληγή.
Τόσες σφήκες από τη ζεστή κάννη
και καμία δεν τραυμάτισε τις συνειδήσεις μας.
Ζυμώθηκαν μέσα στο αίμα και τη σάρκα μας
με τα ακανθώδη κεντριά τους.
Τώρα σας θάβουμε, τώρα που έλιωσε το κορμί και ξεχαρβαλώθηκε η ανθρωπιά μας.
Τι να το κάνεις τώρα πια το πένθος;
Σάπισε, ρήμαξε κι αυτό κάτω από το κατεχόμενο χώμα μαζί με τους πόνους σας.
Κουβαλούσατε μαζί σας τη θάλασσα,
το δροσερό αέρα, τη γλάστρα με το βασιλικό και τα γιασεμιά.
Δικά σας κι αυτά κτερίσματα.

Τριάντα χρόνια κράτησε η σφαγή.
Κι άλλα σαράντα η θλίψη κι ο καημός.
Εγκλήματα διεπράχθησαν πολλά.
Τι να πρωτοθυμηθώ;
Το χαμό της Μιλήτου, τη λεηλασία στις Αχαρνές, τα κορμιά στον Καιάδα,
το κύκνειο άσμα στη Σικελία, την προδοσία στους Πέρσες,
τη χαμένη μας τιμή και τη ξεγραμμένη πια δημοκρατία;
Τριάντα χρόνια να κουβαλάμε κορμιά πάνω στις ασπίδες.
Με τις Αθηναίες να αναθεματίζουν τους Λακεδαιμόνιους για το χαμό
και τις Σπαρτιάτισσες να στεγνώνουν τις ανοιγμένες των νεκρών πληγές
με τον πορφυρό μανδύα.
Σε Αμφικτιονίες στείλαμε ειρηνευτές
μα αυτοί είχαν τα αυτιά τους βουλωμένα.
Τα ιερά μόνο να προστατευτούν.
Οι βωμοί, οι διαπομπευμένες Ιέρειες και των Θεών να διαφυλαχτούν τα τάματα..
Τα ταλαιπωρημένα δεν τους ένοιαζαν κορμιά, τα τσακισμένα κόκκαλα,
οι δυστυχισμένοι και οι εγκλωβισμένοι στων πόλεων τα τείχη.
Όλοι αυτοί που το δέρμα τους αφυδατωμένο παραδιδόταν στο λοιμό.
Τριάντα χρόνια αδελφοκτόνοι μετράγαμε τα πάθη μας.
Κι ούτε ένας Περικλής, ούτε ένας Λεωνίδας δεν θέλησε να θέσει τέρμα.
Κανείς δεν έβλεπε των Περσών τα καράβια να αγκυροβολούν στους λιμένες.
Κανείς δεν άκουσε το Σόλωνα, του Ανάχαρση το φίλο, να εξυμνεί την ειρήνη.
Αυτός ήταν των Σκύθων, λέγανε, φίλος.
Κάποιοι Αθηναίοι τον φώναξαν προδότη
καθώς τις σάρκες διαμέλιζαν των ομοαίματων τους.
Χαμένα κορμιά μυρωμένα με δάκρυα και ροδόνερο.
Τριάντα χρόνια αφημένοι στον αλληλοσπαραγμό
παραδώσαμε τις πόλεις μας στους Πέρσες.

Εμείς χτικιάσαμε και ξερνάμε βρωμερό αίμα.
Κάθε καλοκαίρι θα ακούμε τις σειρήνες και το χτικιό θα δυναμώνει.
Μην μας κοιτάτε.
Τα μάτια σας μας πονάνε και γδέρνουν τα σκληρά πετσιά μας.
Τι θέλατε να κάνουμε;
Να σας θυμόμαστε και να περνάει η ζωή μας χαμένη;
Το συνάλλαγμα, οι τράπεζες, οι αλγόριθμοι.
Αυτή είναι η πραγματικότητα μας.
Εσείς είστε φωνή από το παρελθόν.
Φωνή εκκωφαντική που βγαίνει μέσα από τα σπασμένα δόντια
και τα ξεραμένα χείλια.
Δεν χωράτε πια στην ύλη της εκπαίδευσης,
ούτε στα γράμματα της εύρυθμης μας γλώσσας.
Παρατάτε μας ήσυχους. Παρατάτε μας στο χτικιό μας.
Σ’ αυτήν την αρρώστια που τρώει το κορμί
και κάνει τις πληγές να αναβλύζουν βλέννα και πύο.
Μην μας κοιτάτε.
Επιστρέψτε πίσω στους ομαδικούς τάφους.
Εκεί σας συνηθίσαμε.
Να σας γράφουμε ποιήματα, να σας άδουμε στα τραγούδια μας,
να σας θυμόμαστε στις βεράντες τα πρωινά του καλοκαιριού
και να ακούμε για σας στα δελτία των ειδήσεων, στα ετήσια αφιερώματα.
Μέχρις εκεί. Τίποτα παραπάνω.
Είμαστε ανήμποροι, ανάπηροι με μονοδιάστατη μνήμη.
Σας πενθήσαμε, σας κλάψαμε. Έφευγαν άνθρωποι με τον καημό σας.
Τι θέλετε άλλο;
Τα δάκρυα έχουν στερέψει.
Οι αυλές μας δεν έχουν βασιλικό και γιασεμί.
Η τριανταφυλλιά μαράθηκε.
Την ξεριζώσαμε και στη θέση της σταθμεύσαμε τα αμάξια μας.
Μαζί μας θα μολυνθείτε από το χτικιό.
Μια χούφτα κόλλυβα, μια σταγόνα λάδι, λίγο λιβάνι και ένας σταυρός.
Αυτά δυνάμεθα τώρα πια.

`

*

Ο ΧΑΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΝΩΠΗΣ

Σε ποια πόλη θα βασιλεύσεις Λεύκολλε
τώρα που της Σινώπης τις στοές πυρπόλησε ο αποστάτης
σκεπάζοντας με καπνό τα λαμπρά γυμνάσια;
Ήταν τότε που ο Βακχίδης κατ’ εντολή,
του Μιθριδάτη σφάγιασε την αδελφή
καθώς στου Φαρνάκη τα βήματα των Ρωμαίων ακολουθούσαν οι λεγεώνες.

Τότε που τα δέντρα έκλεισαν τους καρπούς τους στο φλοιό της σάρκας τους,
μη μπορώντας να καταλάβουν
γιατί των Αχαιών οι απόγονοι σε βάρβαρους μετατράπηκαν.
Τότε που η γη διψασμένη από τον πυρωμένο δίσκο
ποτίστηκε με το αίμα αυτών που την έσπερναν.
«Για πού το βαλες πατριώτη»;
«Για την Κερύνεια. Δεν πρέπει να τη χάσουμε.
Τα αδέλφια δεν θα έρθουν. Είμαστε βλέπεις μακριά».

Ίσως να ξεπληρώνουμε του Κινύρα την κατάρα.
Τόσα πήλινα πλοία και όλα να βουλιάζουν στα ανοιχτά της Τροίας.
Πήλινα έστειλε κι ο Αγαμέμνονας πλοία και βούλιαξαν ανοιχτά της Κερύνειας.
Κλεισμένος στο ιερό της Κυπρίδας του Ευρυμέδοντα ο γιος
σκάλιζε τη λύρα του οδεύοντας στην αυτοχειρία.
Υβριστής των θείων μελωδιών του Απόλλωνα
πέρασε τις φλέβες του στη λύρα για το κύκνειο του άσμα.
Του Κινύρα τα τέκνα ποιαν έπαρση πληρώνουν με γη και ύδωρ;

«Άστα αυτά Δαναέ. Με την Κερύνεια τι θα γίνει;
Τόσα εκεί απογεύματα με το μανδύα της αλμύρας
και τον ήλιο να σκαλίζει τα ρυτιδιασμένα των ψαράδων πρόσωπα.
Αλλιώς μάθαμε εμείς τη ζωή.
Στη θάλασσα, στα χωράφια με τις ασπρισμένες πέτρες.
Τι χρώμα είχαν τα όπλα δεν ξέραμε.
Κάτι ακούσαμε γι’ αυτά από τα περιπλανώμενα κοράκια».

Κατήλθαν οι Ορεσίβιοι στην πόλη.
Οι Επτακωμίτες με το μαινόμενο μέλι
που έσταζε από των βαρβάρων τα βάγια
του Πομπηίου σαγήνευσαν το στράτευμα.

Αποσπασμένα από τη γενέτειρα τους μεγαλεία.
Τη σφαίρα λαφυραγώγησες του Βιλλάρου.
Ο Διογένης λουφάζει κυνικά στο πιθάρι του
και ο Δίφιλος τους στίχους του ψέλνει

Τόσες σταυρόπλεκτες εκκλησιές ρημαγμένες.
Τόσων μοναστηριών το αγίασμα στέρεψε.
Για όλους εσάς περιουσία της ανθρωπότητας
κλεισμένη σε επετηρίδες και σε ανασκαφές
που έγδερναν τη γη, τη μάτωναν.
Για όλους εμάς σάρκα απ’ τη σάρκα μας.
Κάθε λιθάρι, κάθε ψηφίδα αποσπασμένη από το δέρμα μας.

Χαμένο της Σινώπης το βασίλειο.
Τα παλιά ενθυμούνται οι κάτοικοι μεγαλεία.
Τα καρποφόρα που θερίστηκαν δέντρα

Υπό των Ρωμαίων τα σανδάλια.

`

*

Ο ΘΡΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΣΑΝΔΑΛΟΥ/ 15η ΙΟΥΛΙΟΥ

Γοργό το βήμα του Πελία τον οδηγεί στο θρόνο.
«Φυλάξου από το μονοσάνδαλο» διεμήνυσε ο χρησμός.
Τον γαλούχησε βλέπεις ο ζωόμορφος Χείρωνας με τα ζωώδη ένστικτα.
Το βασίλειο του θα παραλάβει του Αίολου ο απόγονος.

Γοργό το βήμα μου ακολουθεί τον ίσκιο της σημαίας.
Το ήξερα. Ήμουνα σίγουρος ότι κάτω από τον ίσκιο της θα αναπαυόσασταν.
Άλλο χώμα πέρα από το ελληνικό
δεν μπορούσαν να βαστάξουν τα διάτρητα σώματα σας,
τα ξασπρισμένα οστά σας με τη ρετσινιά του Πελία.

Το θρόνο, πρόσκαιρα, σφετεριστήκατε του μονοσάνδαλου.
«Ο Μακάριος είναι νεκρός». Τον έστησαν στο απόσπασμα του γαλάζιου ορμητηρίου.
Εφονεύθην την 15η Ιουλίου ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Άγνωστος. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς πατρίδα. Σαν ένα σύμβολο που παρήκμασε.
Η δημοκρατία χωλαίνει στην ιδέα της Ένωσης.
Όπως τότε που η ιδέα αυτή μάτωσε κάτω από το βάρος της αγχόνης
και πυρπολήθηκε στα καρβουνιασμένα κρησφύγετα.
Τότε που ανέβαινε με πόδια γυμνά σε κακοτράχαλα βουνά
φωνάζοντας τον καημό των γερμένων κεφαλιών, της αλλοτινής νιότης.

«Ελληνικέ λαέ η φωνή που ακούς είναι γνώριμη».
Ο μονοσάνδαλος επέστρεψε φέροντας, όμως, την κατάρα του Αιήτη.
Το χρυσόμαλλο δεν τον σκέπαζε δέρας.
Μόνο τον Πενταδάκτυλο σκέπασαν για πάντα οι βόστρυχοι της Μήδειας.
Φέροντες όλο το αίμα και τον ιδρώτα των πυρωμένων ιδεολόγων
που δεν λησμόνησαν, που δεν θέλησαν να ξεχάσουν την αιτία της αγχόνης.
Τόσοι άνθρωποι, μια χούφτα ιερά οστά, για μια ιδέα.
Τόσα κρησφύγετα στοιχειωμένα από την ανακολουθία της συνείδησης που ακολούθησε.
Τόσα νεόκοπα κορμιά ρημαγμένα στα οδοστρώματα της κραταιάς αυτοκρατορίας.

Απέναντι σας μια σειρά από κυπαρίσσια.
Χωρίζουν τις συνειδήσεις σας με των άλλων νεκρών τα όνειρα.
Ακολούθησα και πάλι τη σημαία.
Όχι τη γαλανόλευκη. Όχι.
Αυτή μόνο τη λευκή που μας την επέβαλαν.
Αυτήν που αποδέχτηκαν οι επιζώντες ιδεολόγοι.
Εις μάτην. Αυτή θα ήταν και η αίτια του μετέπειτα χαμού, της αδελφοκτονίας.
Εμείς τη γαλανόλευκη μάθαμε να προσκυνάμε.
Αυτήν αναμασούσαμε στο στόμα και με την ιστορία της τρεφόμασταν.
Την άλλη δεν την ξέραμε. Δεν θελήσαμε ποτέ να τη μάθουμε.
Γύρω της περιφράξαμε τις συνειδήσεις μας και υψώσαμε τείχη.
Κι εδώ ο Μακάριος εξακολουθεί να είναι νεκρός.
Φονευμένοι κι εσείς την 15η Ιουλίου από τα χέρια των ομοαίματων σας.

Ανάμεσα στις ταφικές κλίνες κι ένας άγνωστος.
«Άγνωστος στρατιώτης». Εφονεύθην την 15η Ιουλίου από κάποιον αδελφό.
Ποιος να ξέρει; Φονευμένος ανάμεσα σε τόσους άλλους.
Τουλάχιστον εσύ είχες ένα τάφο να ξαποστάσεις. Ένα σταυρό για προσκεφάλι.
Μια μάνα να σε κλάψει με μια ασπρόμαυρη στα χέρια φωτογραφία.
Άγνωστος, αταυτοποίητος και άπατρις.
Σαν ένα σύμβολο που δεν θα παρακμάσει ποτέ.
Σαν ένα στοιχειό που θα πλανιέται στην άταφη ιστορία.

`


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles