`
`
Το τοπίο της νεοελληνικής πεζογραφίας δεν ήταν ώριμο να δεχτεί, στα 1831, την Παναγία των Παρισίων, αν και ο ποιητής Βικτώρ Ουγκώ, και περισσότερο ο φιλέλληνας, δεν ήταν ολότελα άγνωστος· ο νεαρός Παναγιώτης Σούτσος του είχε αφιερώσει μια γαλλικά γραμμένη ωδή, κιόλας στα 1828, και τον πεζογράφο τον συναντάμε σε μια συζήτηση του 1835 στις αθηναϊκές εφημερίδες περί της υφής και της χρησιμότητας των μυθιστορημάτων. Λίγο πριν τα μέσα του αιώνα θ’ αρχίσει να μεταφράζεται και να παίζεται η Λουκρητία Βοργία, και στα 1858 και 1859 θα μεταφραστούν τα νεανικά-του πρωτόλεια, Ο Βύγιος Ιαργάλιος (Bug-Jargal) και ο Χαν ο Ισλανδός. Παραδόξως όμως όχι κι Η Παναγία των Παρισίων που θ’ αργήσει ακόμα.
Αλλά η επιτυχία θα έρθει, θριαμβευτική, με τους Άθλιους. Ρομάντζο-ποταμός, που στη Γαλλία κυκλοφόρησε πάνω στο απόγειο της φήμης του ποιητή, το 1862 όταν –εξόριστος επειδή αντιτάχθηκε με σθένος στη δικτατορία του Ναπολέοντα του Γ΄– αποτελούσε τον υπερασπιστή κάθε καταπιεσμένου λαού ή ατόμου. Ρομάντζο λαϊκό από κάθε άποψη, δηλαδή πλούσιο σε συναισθήματα, συνήθως εύκολα, πλούσιο σε περιπέτειες κι ιδίως σε περιγραφές, γεμάτο από ιδέες, και κυρίως γεμάτο από δημοκρατική συνείδηση – η αρετή να βρίσκεται πάντα στη φτώχεια, στους ταπεινούς, στον όχλο, που επαναστατεί με γενναιότητα, που διεκδικεί, που μάχεται. Μπορεί, αν θελήσουμε να το κρίνουμε από την άποψη της πρωτοτυπίας, να μην έφερε τίποτε το καινούριο –αν και κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι από τον πολύβουο κόσμο των Αθλίων κατάγεται ο Ζολά–, μπορεί οι χαρακτήρες-του νά ’ναι κάπως σχηματικοί κι η ψυχολογία-τους δίχως βάθος – ε, και λοιπόν; Ένας τεράστιος κόσμος απίστευτης αγάπης και τρυφερότητας προβάλλει μπροστά-μας.
`
Το ελληνικό κοινό γνωρίζει τους Αθλίους σχεδόν ταυτόχρονα με το γαλλικό· αρχίζουν να δημοσιεύονται το 1861 ως επιφυλλίδα σε εφημερίδα, στη μετάφραση του Ι. Ισιδωρίδη Σκυλίτση, μια μετάφραση που σωστά θεωρήθηκε κλασική. Την άλλη χρονιά θα βγουν σε τόμο και θ’ ακολουθήσουν απανωτές αναδημοσιεύσεις, στην Αθήνα –μπορεί και έξι στον 19ο αιώνα–, στη Σμύρνη, ξανά σ’ εφημερίδα, ενώ στον 20ό θα κυκλοφορούν, είτε στην ίδια μετάφραση είτε σε άλλες, σε λαϊκές εκδόσεις· από τα πιο κοσμαγάπητα, από τα πιο διαβασμένα βιβλία.
Ιδίως από το λαϊκό κοινό. Προχτές ακόμα, ενώ γραφόταν αυτός ο πρόλογος, άκουσα σ’ ένα φτηνό καπηλειό της επαρχιακής-μου πόλης την ταβερνιάρισσα, μια χοντρή πενηντάρα τσαχπίνα, ντυμένη εκείνο το βράδυ στα κόκκινα, να φλυαρεί στο πιο μέσα τραπέζι, «τους Άθλιους; Αχ ναι, δυο φορές τους έχω διαβάσει»· μια παρόμοια σκηνή σ’ ένα αθηναϊκό καφενείο του 1882 ή 83 περιγράφεται απ’ τον Παλαμά, ο οποίος βέβαια τους είχε καταβροχθίσει παιδί ακόμα.
Περισσότερο κι από την Παναγία των Παρισίων, οι Άθλιοι στρατολογούν το κοινό-τους όχι μόνο με τον μύθο, παρά κυρίως με το δημοκρατικό-τους πνεύμα. Οι κάθε λογής αναγνώστες μαγνητίζονται από τις συμφορές του Γιάννη Αγιάννη, της Τιτίκας, και βλέπουν τη συνείδησή-τους να εξεγείρεται, νιώθουν να φουντώνει μέσα-τους η ανάγκη για δικαιοσύνη· μερικοί μάλιστα αποφασίζουν κιόλας ότι ήρθε η ώρα της δράσης. Τον Νοέμβρη του 1896 ένας ονόματι Μάτσαλης, τσαγκάρης κι αναρχικός στην Πάτρα, σκοτώνει κάποιον τραπεζίτη· στην απολογία-του στο δικαστήριο δηλώνει ότι ξέρει απέξω τους Αθλίους. Σαράντα χρόνια αργότερα ένας άλλος νεαρός κομμουνιστής απ’ την Κοζάνη υπηρετεί στρατιώτης στη Βέροια· σε μιαν άδεια-του κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, κι εκεί σ’ ένα παλιατζίδικο βρίσκει τους πέντε από τους έξι τόμους του βιβλίου: «το είχα παλιά δανειστεί και διαβάσει, όχι όμως όλους τους τόμους. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση, που ίσως αυτό περισσότερο από τ’ άλλα με οδήγησε στο δρόμο της επανάστασης» – ναι! Το αγοράζει δίνοντας όλα-του τα χρήματα· «τί μ’ ενδιέφεραν τα χρήματα; Εγώ απόκτησα εκείνο που από χρόνια ποθούσα», αφηγείται πολλά χρόνια αργότερα στ’ απομνημονεύματά-του (Ζήσης Τσαμπούρης, Το εργατικό κίνημα στην Κοζάνη, Κοζάνη 2002).
`
Μέσα στον θερμό απόηχο που είχαν δημιουργήσει οι Άθλιοι, η ζήτηση για τον μυθιστοριογράφο Ουγκώ πολλαπλασιάζεται· το επόμενό-του έργο, Οι εργάτες της θάλασσας –που συμπληρώνουν την πεζογραφική-του τριλογία με την επική περιγραφή του μοναχικού ερωτευμένου– μεταφράζεται κι αυτό αμέσως, το 1866, και γνωρίζει επίσης την επιτυχία, σε μικρότερο βέβαια βαθμό. Το 1864, στο ίδιο κλίμα, αναγγέλλεται κι η μετάφραση της Παναγίας των Παρισίων από τον Ιωάννη Ραπτάρχη· δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε. Τον Δεκέμβρη του 1865 καινούρια αγγελία, από τον Ιωάννη Καρασούτσα τώρα, τον τρυφερό χαμηλόφωνο ποιητή του ρομαντισμού· αυτή η προσπάθεια ευοδώθηκε και το βιβλίο βγήκε σε δύο τόμους στα τέλη του 1867.
Προσεγμένη μετάφραση, που ρέει σε μια ήπια καθαρεύουσα, με τη βούληση ορισμένοι τουλάχιστον διάλογοι ν’ αποδοθούν στη δημοτική, και τα ονόματα των ηρώων που φανέρωναν κάποια ιδιότητα ή χαρακτηριστικό να ξαναζωντανέψουν στα ελληνικά: Πέτρος Γρηγοράς, Σιμωνίς Σωστοζύγη, Ροδούλα Ηλιογέννητη – η γραμμή που είχε χαράξει ο Σκυλίτσης από το 1845, μεταφράζοντας τα Μυστήρια των Παρισίων του Σύη. (Ωστόσο λείπουν ορισμένα κεφάλαια, όπως σημειώνει η κυρία Δέσποινα Προβατά στη διατριβή-της Victor Hugo en Grèce (1842-1902), Παρίσι 1995· και ο κ. Ανδρέας Παππάς, παραβάλλοντας τη μετάφραση με το πρωτότυπο, διαπίστωσε εδώ κι εκεί περικοπές φράσεων κι αδυναμίες.)
Και η Παναγία αγαπήθηκε και διαβάστηκε στη μετάφραση Καρασούτσα (ο Στέφανος Κουμανούδης σημειώνει κάπου στα ατέλειωτα χαρτάκια-του «1884 Φερβ. τέλη και αρχαί Μαρτίου, ανέγνωσταί-μοι η Παναγία των Παρισίων», Μαριάννα Δήτσα, Στο διάμεσο του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, 2001, 131)· επανεκδόθηκε τρεις-τέσσερις φορές στον 19ο αιώνα, και αρκετές στον επόμενο από τον εκδοτικό οίκο Σιδέρη, στολισμένη με μικρές κομψές γκραβούρες, αντιγραμμένες από κάποια παρισινή έκδοση. Αν στηριχτούμε λοιπόν σ’ αυτά τα στοιχεία που προσφέρει η βιβλιολογική ανάλυση, θα συμπεράνουμε πως το κοινό-της ήταν λίγο πιο μορφωμένο από εκείνο των Αθλίων· ωστόσο διαθέτουμε κι εδώ ένα τεκμήριο που φανερώνει πόσο απλώθηκε το κείμενο: η περίφημη, παροιμιακή πια, φράση του Κλαύδιου Φρόλου, πως το βιβλίο θα σκοτώσει την εκκλησία, άλλαξε στην ελληνική-της διαδρομή αφέντη. Σύμφωνα με μια παράδοση που καταγράφηκε στα 1896, ο γέρο-Νοταράς, αυλάρχης του Όθωνα που τον είχε συνοδέψει στη εξορία, διηγιόταν ότι είχε ακούσει από τον βασιλιά πως όταν χτιζόταν το Πανεπιστήμιο, ο Κολοκοτρώνης του είπε: «Να Σου πω, Μεγαλειότατε, μου φαίνεται ότι τούτο εδώ δεν έπρεπε να κτισθεί κοντά εις εκείνο (και έδειξε το παλάτι), διότι φοβούμαι ότι τούτο θα φάει εκείνο» (από την Ιστορική ανθολογία του Βλαχογιάννη).
`
Ο αιώνας της εθνικής ανεξαρτησίας, ο δέκατος ένατος, λάτρεψε τρεις περίφημους ρομαντικούς ποιητές, τον Μπάιρον, τον Λαμαρτίνο, τον Ουγκώ. Του πρώτου μετατρέψαμε το όνομα σε βαφτιστικό κι αργότερα του αφιερώσαμε ολόκληρη συνοικία· ο Ουγκώ τιμήθηκε με την ονοματοδοσία ενός κεντρικού άλλοτε –και κακόφημου μετά!– αθηναϊκού δρόμου, και αρκετών ακόμα στις αθηναϊκές συνοικίες και σ’ άλλες πόλεις, ενώ και το μικρό-του όνομα γνώρισε κάποια διάδοση· ο Λαμαρτίνος τίποτε. Νομίζω πως δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να κατανοήσουμε τα αίτια· ήταν η στάση-τους απέναντι στις εθνικές-μας διεκδικήσεις. Ο Λαμαρτίνος πήρε το μέρος των Τούρκων, ενδιαφέρθηκε γι’ αυτούς, έγραψε μια οκτάτομη τουρκική ιστορία που κυκλοφόρησε στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου· λίγο πριν, μάλιστα, είχε σκεφτεί να εγκατασταθεί στις εκτάσεις που του είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος. Αντίθετα ο Βικτώρ Ουγκώ και την επανάσταση του ’21 τίμησε με τα περίφημα Ανατολίτικα τραγούδια-του, και, ακόμη περισσότερο, υπερασπίστηκε με σθένος κι επιμονή τους κρητικούς αγώνες του 1866. Μόλις ξύσουμε λιγάκι τον ελληνικό θαυμασμό για τους μεγάλους ποιητές ή πολιτικούς, τη βυρωνολατρία, τον Γαμβέτα ή τον Κάνιγκ, θα τον δούμε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον δικό-τους έρωτα για την Ελλάδα, στον δικό-τους φιλελληνισμό.
Η ουγκολατρία όμως αποτελεί εξαίρεση, τη μοναδική ίσως. Χάρη στους Άθλιους και την Παναγία των Παρισίων, τα δυο μεγάλα μυθιστορήματά-του, χάρη στο κοινωνικό-τους νόημα –εδώ να προσθέσουμε και την Τελευταία ημέρα ενός καταδίκου, όπου υπερασπίζεται το δικαίωμα στη ζωή και καταγγέλλει ως απάνθρωπη τη θανατική ποινή– ο Ουγκώ είναι ο μόνος ξένος συγγραφέας που διαβάστηκε πλατιά και στον δικό-του αιώνα και στον επόμενο – αν κάποιος τον συναγωνίστηκε, αυτός είναι ο Ζολά, μονάχα για ένα διάστημα. Μπορεί τα ποιήματά-του να ξεχάστηκαν με τον καιρό, μπορεί η λογοτεχνική-του επίδραση να σταμάτησε στον Βαλαωρίτη και τον Παλαμά, όμως το κύρος-του δεν ανακόπηκε ποτέ.
`
Κι εδώ μπορούμε να ξαναγυρίσουμε στο περιεχόμενο της Παναγίας των Παρισίων και των άλλων μυθιστορημάτων-του. Εντάξει η ιδεολογική πλευρά και οι κοινωνικές ευαισθησίες, αλλά μήπως οι ρυτίδες του χρόνου παραμορφώνουν πια την αρχαία καλλονή, μήπως αυτά τα έργα καλύτερο να τ’ αντιμετωπίζουμε σαν ένα κομμάτι της ιστορίας· αντικείμενα των μουσείων;
Δεν έχω τίποτε με τα μουσεία και τ’ αντικείμενα-τους· πολύ μου αρέσει να τα χαζεύω και να χάνομαι ανάμεσά-τους, κι η ιστορία είναι κομμάτι της ζωής-μας. Ομολογώ επίσης ότι περισσότερο με τέρπουν κάποια παλιά μυθιστορήματα – εννοώ καλλιτεχνικά· η ανθρώπινη ψυχολογία δεν μου φαίνεται να έχει αλλάξει και τόσο πολύ. Βυθίστηκα στην Παναγία των Παρισίων –που, να πω την αλήθεια, δεν είχε τύχει να τη διαβάσω στα νιάτα-μου– ένα καλοκαίρι, αφέθηκα στον μύθο-της σαν κανονικός αναγνώστης, όχι σαν επαγγελματίας που πιάνει ένα βιβλίο επειδή πρέπει να γράψει κάτι σχετικό – η πρόταση για να αναλάβω αυτόν τον πρόλογο ήρθε αργότερα. Πού βρίσκεται η γοητεία-της; Στον καταπληκτικά ιστορημένο περίγυρο του τέλους του 15ου αιώνα, σίγουρα, στη δημοκρατική συνείδηση για την οποία τόσο επέμεινα, επίσης, μα και στο ίδιο το έργο.
Ναι, η Εσμεράλδα έχει μιαν ομορφιά και μιαν αθωότητα πέρα από κάθε ρεαλισμό, αντίθετα ο Φοίβος, ο εραστής-της, συμπεριφέρεται όπως όλα τα φαντασμένα αρσενικά, ο σοφός Κλαύδιος που στα νιάτα-του παρουσίαζε μιαν απίστευτη αυταπάρνηση, θα καταλήξει στον πιο σκληρό εγωισμό, ενώ ο ανιψιός-του είναι ένας χαριτωμένος μόρτης, ένα κακομαθημένο παιδί· πλάι στους ανθρώπους μια μικρή κατσικούλα, γλυκύτατη, πανέμορφη, πανέξυπνη – η ενσάρκωση του Σατανά, για τους δεισιδαίμονες. Άλλοτε δηλαδή συναντάμε πρόσωπα που μας φέρνουν στον νου ανθρώπους και καταστάσεις που γνωρίσαμε, άλλοτε ο συγγραφέας μας μεταφέρει μ’ ένα άλμα στους χώρους των αρχετυπικών μύθων – στη νοητή σύλληψη της γυναικείας γοητείας που κανείς δεν κατορθώνει να την αντιμετωπίσει ψύχραιμα. Έτσι και η πλοκή: το παραμύθι –ένα παραμύθι υπερβολικά περίπλοκο, αλλά με όλες τις πτυχώσεις-του να συγκλίνουν και να σφιχτοδένουν όσο γυρνάμε τις σελίδες– που ταιριάζει πάνω στις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες, τον φόβο, τον ενθουσιασμό, τη φρίκη, τη χαρά αλλά και την περιέργεια ή το ανάλαφρο χαμόγελο. Κι έπειτα ο Κουασιμόδος, προσωπικό δημιούργημα της φαντασίας του Ουγκώ, αλλά και πάλι πλασμένος σύμφωνα με τα αρχετυπικά πρότυπα: η υπερβατική καλοσύνη και η τερατώδης ασχήμια· κι όλα, χαρακτήρες, καταστάσεις, αισθήματα, πλοκή, βαθιά χωμένα στον κόσμο της ιστορίας, και γι’ αυτό σκληρά, δυσάρεστα. Όλοι οι καλοί, όλοι όσοι άγγιξαν έστω και λίγο το καλό, πρέπει να πεθάνουν, και μόνον οι ανάλγητοι θα ξεφύγουν. Η Άννα Δαμιανίδη σ’ ένα καλογραμμένο εφήμερο σχόλιο (στην εφημερίδα Αυγή, 1 Δεκ. 1996) εξηγεί γιατί και πώς αναγκάστηκε να παραλλάξει το τέλος του βιβλίου προκειμένου ν’ αφηγηθεί την ιστορία στα μικρά-της παιδιά: έβαλε τον Κουασιμόδο να γλιτώνει γι’ άλλη μια φορά την Εσμεράλδα από τον θάνατο, να περιπλανιόνται στα περίχωρα του Παρισιού μαζί με τη μικρή κατσίκα – αυτή τη γλίτωσε στ’ αλήθεια, η μόνη! «Μετά από πολλές περιπέτειες που τους έφεραν πολύ κοντά κι έκαναν την Εσμεράλδα ν’ αγαπήσει τον Κουασιμόδο, έφτασαν στη Σουηδία, όπου συνάντησαν έναν πλαστικό χειρουργό, ο οποίος επιδιόρθωσε αρκετά τον Κουασιμόδο, κι έτσι μπόρεσαν να παντρευτούν. Ουφ! Τη φχαριστήθηκα τόσο την επέμβαση αυτή».
Εμείς, λίγο πιο μεγάλοι από τα παιδιά της Δαμιανίδη –που άλλωστε θα μεγάλωσαν κι αυτά στο μεταξύ– μπορούμε να χαρούμε την ατόφια ιστορία, κάνοντας βέβαια την καρδιά-μας πέτρα.
`
*
Βικτόρ Ουγκό, Η Παναγία των Παρισίων, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Βάνα Χατζάκη, Αθήνα (Σμίλη) 2005, 659-668 [είχε όμως γραφτεί για πρόλογος]