Η αράχνη σπίθα τις ισορροπίας μας,
χαμένη πια στις μεγάλες φλόγες των επιθυμιών μας,
σε όλα όσα ζητήσαμε,
σε όλα όσα αποκτήσαμε.
Στην υγεία τον καιρών θα σε θυσιάσω,
στην υγεία των δικών μου καιρών,
του δικού μου φεγγαριού,
τις δικής μου χαράς.
Και όταν σαπίσει το σώμα σου,
πνεύμα,
και όταν λουλούδια γεμίσει το σαπισμένο σου σώμα,
θα έρθω ένα ένα να τα κόψω και θα στολίσω τα ανέγγιχτα μαλλιά σου,
γιατί μόνο αυτά παρέμειναν γυαλιστερά,
μονάχα αυτά παρέμειναν ατέρμονα στον χρόνο και στο ζοφερό το χώμα,
γεμάτα ζωή εις μνήμην τις παλαιάς σου δόξας,
πνεύμα.
Βραδύς ο λόγος και η σκέψη τα βράδια,
μεμονωμένες εικόνες,
ασήμαντες.
Έτσι,
έμειναν οι λέξεις μου
στην άκρη των χίλιων μου χειλιών,
σαν ποίημα που δεν βρήκε αυτί να το ακούσει,
μάτια να το διαβάσουν.
Σαν πραγματικός δολοφόνος,
στρίμωξα ανάμεσα στην παλάμη μου,
την μνήμη την αιώνια την γαλάζια.
Σαν κουνούπι θυληκό σου τρύπησα τις ρώγες,
για να ταίσω τα παιδιά μου.
Γέμισα τα χέρια μου με αίμα άδικο,
και με βλέμμα βλοσυρό,
που μου το χάρισε η νίκη.
Μα η ίδια η μνήμη καρφώθηκε στο χέρι μου σταυρωτά,
έτσι όπως οι άνθρωποι επέλεξαν να ζούν,
έτσι όπως οι θεοί διστάζουν να πλαγιάσουν.
Το μαρτύριο δεν στο χαρίζει η αιχμηρή λεπίδα,
ειναι το δώρο αυτής που δεν γνώρισε ποτέ τροχό.
Δεν ενθυμούμε ποιά το πρόσωπο σου,
ούτε μια γωνία αυτού,
να αρχισώ τουλάχιστον
ό,τι μπορώ,
να το πλάθω ο ίδιος.
Δεν ενθυμούμε ποιά,
ούτε μια πλευρά,
μήδε αυτές που αντίκρισε ο ήλιος,
ούτε και τις άλλες
που μαράζωναν στο
μηδέν.
Στου παραδείσου τις μονογαμικές υστερίες,
γαμήσια ήρθαν να σπάσουν τις σκουριασμένες πύλες.
Με όξινα χύσια που διαπερνούν το μέταλλο,
και με γυναικείες κραυγές που ραγίζουν τα φωτοστέφανα.
Και μέσα απο αυτές τις πύλες,
οι πιο σεμνότυπες πουτάνες που θα δείς ποτέ,
με μακρυά ψευτοπανωφόρια για να μην φανεί αστράγαλος,
να βογγάνε με τον ίδιο ρυθμό που βογγάνε όσες γαμιούντε.
Και ξαφνικά πέφτουν όλοι στα κρεβάτια τους ξανά,
γυρνώντας πλευρό στην γυναίκα και τον άντρα τους
μαστουρωμένοι απο την πτώση και γεμάτοι σωματικά υγρά,
πλατσουρίζουν επιληπτικά σε αυτά τώρα χαρούμενοι,
δαγκώνωντας σαπισμένα μήλα,
με τα σαπισμένα τους δόντια,
αγνοώντας την μούχλα κάτω απο τα νύχια τους.