[author]του Σπύρου Αραβανή [/author]
`
[Φανταστικός διάλογος].
Χώρος: Ουρά στην Τράπεζα. Χρόνος: 4,5 ώρες αναμονή. Πρόσωπα: Δυο ηλικιωμένοι συνταξιούχοι. Μια κάμερα τούς σημαδεύει:
`
- Κάπου σε ξέρω;
- Είχαμε γνωριστεί πριν δύο χρόνια στο Σύνταγμα, στην πορεία των συνταξιούχων.
- Α! Ναι. Θυμάσαι τι χημικά και ξύλο μας είχαν ρίξει τότε οι μπάτσοι;
- Πώς δεν το θυμάμαι…
- Από το πρωί είμαστε πρώτη είδηση σε όλα τα κανάλια.
- Ε, καιρός ήταν να ενδιαφερθεί κάποιος και για εμάς.
- Πόσο μας «λυπούνται» τώρα ε;
- Είναι συγκινητικοί! Θα ψηφίσεις «Ναι», έτσι;
- Θα ψηφίσω « Όχι».
- Είσαι τρελός!
- Κι εσύ μνημονιακός!
`
Πιάνονται στα χέρια. Οι γύρω συνταξιούχοι κοιτάζουν έκπληκτοι. Κάποιος φωνάζει: «Την αστυνομία, ρε παιδιά!». Σαν από μηχανής θεοί, εμφανίζονται δυο αστυνομικοί και τους χωρίζουν. «Τα είχε προφητέψει όλα ο γέροντας Παΐσιος!» διαβάζει, ένας άλλος, μεγαλοφώνως, στο εξώφυλλο της εφημερίδας που κρατάει. Το πλήθος σταυροκοπιέται. Έξω από την Τράπεζα ακούγονται παιδικά γέλια, εφηβικά πειράγματα, οιστρικά νιαουρίσματα. Και η ουρά για το Ταμείο μεγαλώνει.
`
ΤΕΛΟΣ