Πλάνη
Νόμισα ότι ο ουρανός
πήρε κλίση,
φοβήθηκα για τον ήλιο
μην κατηφορίσει για την πατρίδα του
αφήνοντας χέρσα
τα σύννεφα
μέχρι νέος ζευγολάτης
να βρεθεί,
άδικα φοβήθηκα,
έπρεπε το παράθυρο
να ισιώσω.
Φόβος
Όταν θα έρθει η μέρα
που δε θα έχει απομείνει
τίποτα από τη ζωή,
θ’ αναθεματίσεις
για τον φύλακα που δέχτηκες
φρουρό στην ψυχή σου
τ’ όνομά του,
φόβος
και δεν είναι τίποτα άλλο αυτός,
παρά η τελεία
μετά το θέλω.
Το κρυφό δωμάτιο
Την ψυχή μου είπα να συγυρίσω σήμερα,
μα ένα κρυφό δωμάτιο βρήκα
είχε μια πόρτα
που μύριζε θειάφι
ανοιγόκλεινε από απόντα αέρα
ελευθερώνοντας θόρυβο
αλογίσιας οπλής,
δειλά προχώρησα
καμιά χαραμάδα φως,
μόνο νύχτα
τα χέρια μου
άγγιξαν λάβαρα
αγώνων που δεν δόθηκαν
σκονισμένα κουτιά
γεμάτα ακόρεστα μυστικά,
σαπισμένες ικεσίες
στριμωγμένες
σε μουχλιασμένες κασέλες,
λόγια ανείπωτα
από ζωές που παραλίγο
να ζωντανέψουν,
όρκοι καταπατημένοι,
ωχρές στρατιές,
κείτονταν
σε βρυώδη τύμβο,
ένα φάντασμα έπαιζε μια φλογέρα
και δύο ποντίκια
χόρευαν μες στις στάχτες
που άφησαν οι καμένες μνήμες,
μια παγωνιά με πήρε
μπροστά από ένα σωρό
με άταφα κορμιά πεταλούδων
κι από πάνω ένας καθρέπτης
να δείχνει κάποιον άλλο,
βγήκα,
τα μαλλιά μου
είχαν ασπρίσει.
Φυλακισμένος
Στο κελί μου
μ’ έσπρωξε ο δεσμοφύλακας,
ένα κέλυφος με απέραντη μοναξιά,
μόνος ήχος
ο παφλασμός των φεγγαροαχτίδων,
πώς να μεταμορφώσω τη λύπη σε γιορτή;
πέρασε η μισή ζωή
ψάχνοντας ένα κομμάτι σύννεφο
κάτω από τα δέντρα των βλεφαρίδων της.
Φύλακα , για την δίψα μου θέλω φως,
για ψωμί πλανήτες
και για Θεό, το σπασμό της σπονδυλικής της στήλης
που γίνεται παλίρροια έτοιμη να με βουλιάξει,
όταν τα δάχτυλά μου
σαν κιβωτός αναζητούν στεριά
στη νερένια ράχη της.
Αναγέννηση
Ακόμα και τα όνειρα
έχουν μια δόση απελπισίας
τη φέρνει ο αέρας
μέσα απ’ το κενό δύο αστραπών,
ίδιοι άνθρωποι, ίδιες έγνοιες
ίδιος της αγάπης ο ίλιγγος
μια λιτανεία σε κύκλο
τα χνάρια τους.
Ίσως,
αν στη θέση του ήλιου
βάζαμε ένα κερί
και το ψωμί μας
ήταν από τα στάχυα
που περίσσεψαν
να ξαναγεννιόμασταν.