Ο δανδής του Συκουρίου
Ο Ιπποκράτης, ως γνήσιος δανδής, ήταν κατά του γάμου. Ζούσε με τη μεγαλύτερη αδελφή του, ανύπαντρη κι αυτή, η οποία του μαγείρευε και τον πρόσεχε σαν παιδί της. Μετά τον πρόωρο θάνατο των γονιών τους σε αυτοκινητικό δυστύχημα, τα δυο αδέλφια μετακόμισαν από τη Λάρισα στο χωριό κι εγκαταστάθηκαν στο πατρικό στους. Ο μακαρίτης ο πατέρας τους ήθελε τον Ιπποκράτη γιατρό, εξ ου κι επέμενε να του δοθεί το όνομα του πατέρα της Ιατρικής, που ως γνωστόν πέθανε και κηδεύτηκε στη Λάρισα. Ο Ιπποκράτης όμως αρνήθηκε πεισματικά να γίνει γιατρός, όπως και να γίνει οπωσδήποτε κάτι.
Ήταν ο μόνος από τους συμμαθητές μου που δεν πήγε φροντιστήριο και δεν έδωσε πανελλήνιες. Δεν έγινε απολύτως τίποτα. Δεν εργάστηκε ούτε μία μέρα στη ζωή του. Πίστευε ακράδαντα πως ο κόσμος όφειλε να τον συντηρεί για την ομορφιά του και μόνο. Δεν ήταν κατά του γάμου μόνο του ίδιου, αλλά και των φίλων του. Με τα χρόνια, όταν αρχίσαμε να παντρευόμαστε με τη σειρά, άρχισε να βρίζει τις γυναίκες μας στην παρέα, ώσπου καμιά τους δεν τον ήθελε πλέον στο σπίτι της. Έτσι σιγά σιγά ξεκόψαμε τα πάρε δώσε. Ο Ιπποκράτης, πάντα στην πένα, φρεσκοκουρεμένος, φρεσκοξυρισμένος και καλοσιδερωμένος, με τα ανοιχτόχρωμα πουκάμισα, τα καλοραμμένα μπλέιζερ και τα καλογυαλισμένα ακριβά παπούτσια, έβγαινε στο χωριό και καθόταν πάντα στο ίδιο καφενείο, στο ίδιο τραπέζι, που είχε πάντα δύο σερβίτσια: αν περνούσε κάποιος και πήγαινε να ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του, ο Ιπποκράτης τον έδιωχνε λέγοντάς του πως κάθεται με κάποιον που είχε πεταχτεί μέχρι το περίπτερο για τσιγάρα ή πως περίμενε κάποιον που θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Ήταν ήδη η εποχή που οι συναναστροφές τού ήταν ανυπόφορες γιατί οι άνθρωποι απέπνεαν «ανθρωπίλα», μια οσμή που του ήταν αηδιαστική. Πρώτη φορά μάς είχε αναφέρει την «ανθρωπίλα» πριν καμιά σαρανταριά χρόνια, όταν εικοσάρης πια είχε αποφασίσει να περάσει μια νύχτα στο κρεβάτι μιας χήρας. Έφυγε χαράματα από το σπίτι της όχι για λόγους ηθικής τάξης, αλλά γιατί μόλις μισάνοιξε τα μάτια του δίπλα της, τον πήρε η αποφορά του γυναικείου σώματος και το ’βαλε στα πόδια.
Δεν ήταν ζήτημα μισογυνίας ή λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας – και με τους άντρες το ίδιο έκανε. Θυμάμαι μια φορά που πήγα να τον αγκαλιάσω, είχαμε χρόνια να βρεθούμε, κι ο Ιπποκράτης έμεινε σαν από ξύλο γιατί δεν πρόλαβε να αποφύγει τον εναγκαλισμό μου. Ο μόνος άντρας που επέτρεπε να τον πλησιάσει ήταν ο κουρέας του χωριού. Ο Ιπποκράτης έμπαινε στο κουρείο την ώρα που είχε κλείσει ραντεβού (σιχαινόταν να περιμένει στην ουρά), καθόταν στην πολυθρόνα κι έλεγε στον μπαρμπέρη, «θα πάρω έναν υπνάκο τώρα. Όταν ξυπνήσω θα με κουρέψεις». Και πράγματι κοιμόταν στην πολυθρόνα του κουρέα χωρίς να τολμά κανένας να τον ξυπνήσει. Πολλοί μάλιστα, όταν μαθεύτηκε αυτή η συνήθειά του, μαζεύονταν στο μπαρμπέρικο για να δουν τον Ιπποκράτη να απολαμβάνει τον ύπνο του, μακάριος μες στη θρησκευτική σιωπή των παρισταμένων.
Τώρα τελευταία, που επέστρεψα πλέον κι εγώ στη γενέτειρα, σε όσους με πλησιάζουν να «κάνω κάτι για τον Ιπποκράτη», τους απαντάω με τη δική του αποστροφή όταν έμαθε πως έγινα ψυχίατρος: δεν μπορούμε (ευτυχώς) να τους κάνουμε όλους καλά!
`
***************************************************
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ένας ψυχίατρος που αποφεύγει την παρέα των συναδέλφων του (τους οποίους ωστόσο παρατηρεί αμείλικτα και καταγράφει τα τικ και τις συμπεριφορές), και προτιμάει τη φιλία με μουσικούς, ζωγράφους, ποιητές, ηθοποιούς, πρεζάκια, φυλακόβιους και θεότρελους. Ένας ψυχίατρος που γράφει ποιήματα μας μιλάει με χιούμορ και αυτοσαρκασμό για τα μείζονα ψυχιατρικά θέματα: την απώλεια, τον έρωτα, τη φιλία, το σεξ, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, την αυτογνωσία και συνταγογραφεί ανύπαρκτα φάρμακα. Στα αλήθεια και στα ψέματα των παραπάνω σειρών ο αναγνώστης θα ανακαλύψει από μόνος του αυτό που ήξερε ήδη από τον τίτλο: τον ψεύτη και τον Ψυχίατρο Δρ. Ψ.