`
Η τελευταία λέξη
αιωρείται
ρούχο άδειο
κρεμασμένο από τοίχο αόρατο
πέτρα που γκρεμίζεται
στο χρόνο.
Η τελευταία λέξη
αιχμάλωτη
στο τρύπιο γάντι της σιωπής
στην τρέλα γέρνει και
συλλαβίζει λέξεις
όπως ζάρι παρτίδα νίκη
απελπισία στάχτη
το χαμένο δαχτυλίδι
ενός έκπτωτου άγγελου εκδίκησης
λέξη-πουλί με ράμφος κοφτερό
αυτόχειρας αυτάρεσκη
λέξη θάνατος-έρωτας
τυφλή
η τελευταία λέξη
όταν θυμώσει
με την άκρη του φτερού της
φωτιά ανάβει
σ’ όλους τους κήπους
του ουρανού.
`
*
The final word
an empty garment
hovers
hanging on an invisible wall
a stone falling
in time.
The final word
withheld
in the holed glove of silence
tends to madness and
syllabifies words
like die, game, victory
despair ash
the lost ring
a fallen angel’s revenge
a word-cum-bird with a sharp bill
suicidal self-satisfied
a word death-cum-love
blind
is the final
word
when it gets angry
with the tip of its wing
it lights a fire
in all heavenly
gardens.`
`
*******
Κι όπως ξεδίπλωνε το φιλμ
άρχισε να μετράει, αργά στην αρχή, γρήγορα με ρυθμό κατόπιν, τόσοι οι ζωντανοί, τόσοι οι πεθαμένοι, τόσοι οι ζωντανοί, τόσοι οι πεθαμένοι κι ανάμικτη σκόνη και υγρασία μαζί, ασπρόμαυρη ζωή να πέφτει στο τραπέζι, κι ύστερα κόβει, κόβει, κόβει μάτια, κι έλα να παίξουμε, μου λέει.
Τι βλέπεις;
Τα μάτια είναι του χρόνου τα παράθυρα, του λέω.
Τι βλέπεις;
Τίποτα. Τίποτα για τίποτα, του λέω.
Οι τυφλοί χαμογελούν, μου λέει.
Η γη γυρίζει, και το κομμένο φιλμ
μυρίζει πια για τα καλά καμένο.
*
As he was unfolding the film
he started counting, slowly at first, then with a quick rhythm,
so many people alive, so many dead, so many alive, so many
dead, along with a mixture of dust and moisture, a black-and-white
life falling on the table, and then he cuts, cuts, cuts eyes, and tells
me to come and play.
–What do you see?
–The eyes are time’s windows, I say.
–What do you see?
–Nothing. Nothing at all, I say.
–The blind are smiling, he says.
The earth revolves and the cut film
now really smells burnt.
`
*********
Κι άνθιζε μέσα του κι αισθάνθηκε
πως κυλούσε ανάμεσα σε πέτρες, ρίζες, φύλλα.
Άνθρωπος από νερό, άνθρωπος από νερό!
φώναζαν τα παιδιά.
Κι αυτός;
Πώς έσβησε τη δίψα του;
Ξεδίψασε άραγε ποτέ;
Το χώμα ξέρει
το χώμα γνωρίζει
τα νερά θυμούνται.
Το νερό ξεπλένει τους λεκέδες.
`
*
And inside him he was in blossom and felt
he was rolling among stones, roots and leaves.
A man of water! A man of water!
The children shouted.
And he?
How did he slake his thirst?
Did he ever quench it?
The ground knows
the ground is aware
the waters remember
Water washes off the stains.
`
********
[απόσπασμα]
`
Κι ήταν η σάρκα του νερού
το σώμα του νερού που απ’ τα δάχτυλα γλιστρώντας
τον ρωτούσε
πες μου από ποια αρρώστια θα πεθάνεις;
Κι έτσι ο χαμένος χρόνος
ο χρόνος της αναμονής των συμβάντων του
ο κρεμασμένος χρόνος της σιωπής
απ’ τα νύχια της ανάγκης κρεμασμένος
του έδειχνε σβήνοντας
μιαν άλλη δυνατότητα του να υπάρχει
χωρίς αυτά
να υπάρχει
σαν ένας σωρός άλλου κουρασμένου χρόνου
παράξενος
που μαζεύει τις βαλίτσες του
και ανεβαίνει πάλι στις στρογγυλές του ρόδες
και κυλάει
σκορπίζοντας βλέμματα ζώων
κραυγές παιδιών
και ψίχουλα ρόδων στο σκοτάδι
και κυλάει
με όλα τ’ αδέσποτα των δρόμων
αδέσποτος κι αυτός
άδετος αδαής δεόμενος
κυριευμένος από την απόλυτη σιωπή
του μυστήριου της ζωής
και του φωτός αιχμάλωτος.
Το οργωμένο χώμα της συνείδησης
το τέλος και η αρχή της βλάστησης
η γύρη της ανθισμένης γνώσης
όλα είναι εκεί που ανατέλλει και
δύει η όψη των πραγμάτων
στο κατώφλι μιας τυφλότητας πυκνής
που βαπτίζεται στο φως
και είναι η παρουσία από απουσία φτιαγμένη
και από την ύλη του νερού η δίψα.
Κι έτσι συστρέφοντας μια προσδοκία αόριστη
κοίταξε πρώτη φορά τον εαυτό του ολόκληρο∙
ήταν τότε
που είδε σκύλους στο αίμα του αδέσποτους
ελάφια να διασχίζουν το κορμί του
κυνηγούς ακροβολισμένους
στις τέσσερις γωνίες του ορίζοντα
φωνές μικρών παιδιών στα χέρια του
και τον ουρανό πιο έτοιμο από ποτέ στο θαύμα.
Ναι! θα γίνεις ο επόμενος, του έλεγε,
θα ξεκλειδώσεις τα υπόγεια της μοίρας
θα σκορπίσεις για να υπάρξεις
θα μιμηθείς την πτώση σου
για να δαμάσεις το σκοτάδι των βυθών
και αύριο το πρωί
ελεύθερος θα ταξιδέψεις.
`
*
And it was the water’s flesh
the water’s flesh that asked him
as it slipped from its the fingers:
“Of what illness will you die?”
Thus lost time
the time he waited for his incidents to happen
the suspended time of silence
hanging on the nails of need
showed him as it was extinguished
another potential of his existence
to exist
without them
like a heap of another weary time
odd
gathering its bags
and going up its round wheels again
and rolling
dispersing the looks of animals
children’s cries
and bits of roses in the dark
rolling
with all stray animals on the streets
he also stray
loose ignorant beseeching
overcome by utter silence
prey to life’s mystery
and light.
The ploughed earth of conscience
the end and the beginning of vegetation
the pollen of blooming knowledge
all are there where dawns and
sets the aspect of things
on the threshold of dense blindness
baptized in the light
and is a presence made of absence
and thirst of the water’s substance.
And thus contorting an indefinite anticipation
he took a good look at himself for once;
it was then
that he saw stray dogs in his blood
deer traversing his body
hunters lined along
the four corners of the horizon
kids’ voices in his hands
and the sky ready as never before for a miracle.
“Yes, you’ll be the next,” he said to him,
“you’ll unlock the cellars of fate
you’ll intersperse in order to exist
you’ll imitate your fall
that you may master the darkness of the depths
and tomorrow morning
you’ll be free to travel.
`
*********************************************************
`
Στην τέταρτη ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου Έρημος όπως έρωτας βρισκόμαστε ενώπιον ενός υπαρξιακού ταξιδιού με ισχυρή εικονοποιία, σπονδυλωτές εξιστορήσεις (ποιητικές συνθέσεις) με υπερρεαλιστικές αποτυπώσεις, θραύσματα εικόνων προερχόμενα από τον κόσμο του ονείρου και από τον κόσμο του παραμυθιού και, τέλος, ομιχλώδη ενσταντανέ ως αποτυπώματα υπαρξιακής αγωνίας σε χαμηλούς τόνους, ψίθυρους σχεδόν, σε πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη αφήγηση. Τα λιτά εκφραστικά μέσα σε συνδυασμό με τα ασύνδετα σχήματα, τη συνειρμική παράθεση ιδεών και εικόνων, την επανάληψη και τα κυκλικά σχήματα λειτουργούν στο χώρο της Αισθητικής, δίνοντας ιδιαίτερο ρυθμό και ατμόσφαιρα σε μία ποιητική που απευθύνεται στον αποδέκτη διά μέσου μίας υπόγειας ενέργειας, αποτέλεσμα των προαναφερόμενων τεχνικών και της δυναμικής ροής του λόγου∙ πολλά ποιήματα θα μπορούσαν να είναι μικρές σκηνές με πλάγιο φωτισμό, σκηνές κάποτε που παραπέμπουν έντονα στο θέατρο του Μπέκετ. Αυτοί οι χειρισμοί φαίνεται πως παγιώνονται πλέον στην ποίηση της Καλογεροπούλου, χαρακτηρίζοντας και το προσωπικό της ύφος.
Ιφιγένεια Σιαφάκα, επιμελήτρια ελληνικού κειμένου
`
***********************************************************
`
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ
`
Η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης, Ποιείν και οι Εκδόσεις Μετρονόμος
σάς προσκαλούν στην παρουσίαση της νέας ποιητικής συλλογής της
Έφης Καλογεροπούλου, «Έρημος όπως Έρωτας»
(δίγλωσση έκδοση, μετάφραση στα αγγλικά: Γιάννης Γκούμας)
το Σάββατο, 20 Ιουνίου, στις 21:00 ,
στη Βιβλιοθήκη Βολανάκη,
Στουρνάρα, 11, Πλατεία Εξαρχείων.
`
Θα μιλήσουν οι:
Πόλυ Χατζημανωλάκη, Συγγραφέας- Δοκιμιογράφος
Σπύρος Αραβανής, Ποιητής-Φιλόλογος-Εκδότης Ποιείν
Ιφιγένεια Σιαφάκα, Συγγραφέας-Κριτικός λογοτεχνίας
Τότα Σακελλαρίου, Ηθοποιός-Σκηνοθέτης
Ποιήματα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί:
Τότα Σακελλαρίου, Νίκος Αϊβαλής, Κυριακή Λυμπάκη και Κώστας Κονταράτος.