`
II
Το γαλήνιο φως της απογευματινής ώρας
διαγράφει στον τοίχο τη σκιά από τα κάγκελα
σαν κισσός που σφυρηλατήθηκε με σχολαστική τρυφερότητα.
Το δειλινό χαράζει στον χειμωνιάτικο κήπο
περιπλανόμενα μουρμουρητά, σιλούετες αρωμάτων
που αποσύρονται στις κλίνες τους από κάλυκα
ανάμεσα σε χασμουρητά κοιμισμένου αέρα.
Σιωπούμε με γλυκιά φωνή, σε σιγανή φωτιά,
πιασμένοι απ’ το χέρι ο ένας δίπλα στον άλλο•
κανένας ζήλος δεν θα ευγνωμονούσε περισσότερο
την ελιά όπως έτεινε τα κλαδιά της στην κουμαριά.
Σαγηνεύεις αυτόν που σε κοιτά, χρονοτριβώ έτσι,
αφού ξέρω υπερβολικά καλά τί νιώθω
και η ύπαρξη, σε τέτοιες βεβαιότητες,
γίνεται άπληστη όσο περνάει ο καιρός
και σκέφτομαι ότι τόσο διαυγής απόλαυση,
τόσο απλή στιγμή, μυστήριο τόσο εφηβικό,
αν δεν πληρεί μια ζωή είναι από υπεροψία.
Σαν σε ένα λεξικό κάποια άγνωστη λέξη
ψάχνω μέσα μου να βρω τι σημαίνεις.
Πάνω απ’ το σπίτι ένα μπουκέτο αποξηραμένα λουλούδια
κι ένα φεγγάρι μετέωρο στο ψάθινο καλάθι τους.
`
*
V
Ορίζω τον πόνο μου. Με το δικαίωμα που μου παραχωρεί το ότι γεννήθηκα μέσα από στέρνο ατιμώρητο, ορίζω τον πόνο μου, την άγονη γη της συνείδησής μου.
Ορίζω τον πόνο μου. Όπως το τσεκούρι μπήγεται στο ξύλο μέχρι να τσακίσει τον κορμό του, ορίζω τον πόνο μου, απ’ το ακριβές κέντρο του πρώτου ρόζου. Απ’ την κρυμμένη άκρη μες στη λόχμη του κουβαριασμένου λαβυρίνθου.
`
*
IX
Θαυμάζω την επίμονη αφοσίωση της αράχνης
στην εύτακτη εργασία της που μετατρέπει
σε υπέροχο μωσαϊκό μια παγίδα,
όχι την οξυδέρκεια της στην ζέση του κυνηγιού.
Όταν προαισθάνεται τον κίνδυνο της βροχής
μαζεύει το θαυμαστό της πόνημα
με τόση επιδεξιότητα που είναι θαύμα•
αν ο άνεμος ή ο καιρός πλήξουν την εργασία της
την επανακατασκευάζει, εμμένει, περνάει
την κλωστή στις βελόνες της με υπομονή,
περισσότερο σοφή παρά ταπεινή, και η επιδιόρθωση
προσδίδει ανθεκτικότητα και διαφάνεια, ακόμα
περισσότερη, στο άτεγκτο της δίχτυ.
Καταλαβαίνω ότι πρόκειται για έναν τρόπο
ύπαρξης όχι παλιό, πρωτόγονο•
ότι η αδηφαγία οδηγεί τον παλμό
που την ωθεί να εκτελέσει το εύθραστό
της έργο —σχεδόν μεγαλοπρεπές από την τόση δεξιοτεχνία—,
όχι η πυρετική πραγμάτωση μιας έξυπνης
ιδέας ή ο οίστρος της φαντασίας.
Δεν αγνοώ ότι η τακτική της συνίσταται
σε μια τεχνική επιβίωσης,
δειλό τέχνασμα που η αδυναμία της
εφεύρει και η συνήθεια τελειοποιεί
με τρομακτική κομψότητα.
Υπάρχει κάτι στην κοφτερή ακρίβεια
των αμείλικτων κινήσεών της
που με συναρπάζει και με συγκινεί, κάτι
διαστροφικό στην άψογη εκτέλεση
της θανατερής παγίδας της που με διεγείρει
ενάντια στην ατιμωρησία του θύτη.
Αλλά όποιος θέλει ν’ αγαπήσει χωρίς να πληγωθεί,
που σημαίνει να πεθάνει κανείς στα χέρια αυτού που αγαπήθηκε,
ας μάθει το δίδαγμα της φύσης
κι ας μην ριχτεί στον κόσμο χωρίς ασπίδα
ή στρατηγική• ας ξετυλίξει προσεκτικά
τον δικό του ιστό και, αν ο άνεμος
ή ο καιρός τον καταστρέψουν, ας επιμείνει.
Κι αν δεν αγαπήσει, τουλάχιστον θα επιζήσει.
`
*
XIII
Εσείς δεν γεννηθήκατε διχασμένο δυο, αδύνατη αγκαλιά. Εσείς γεννηθήκατε αλληλοεξαρτώμενο ένα, φολίδα στη φολίδα, ομόφωνη η καρδιά με την επιθυμία, καλά δεμένη η θέληση στον παλμό, σταθερός ο σφυγμός στην ορμή της βεβαιότητας.
Εσείς δεν γεννηθήκατε σπασμένοι σε δυο μισά ανόμοια. Εσείς ψηλώσατε ευθυτενείς, αυτάρκεις σαν στάχυα που ιχνηλατούν τη διαύγεια του ουρανού και, δωρητό το φως, την κάνουν δική τους. Αλλά εγώ οφείλω να νικώ τον εαυτό μου κάθε φορά που ορθώνομαι και επιβιώνω στο δάσος, πιασμένος σε μια αχτίδα Ηλίου που διαπερνά τις ψηλές κορυφές, καταδικασμένη φτέρη που ζει στο σκοτάδι κι αμφιβάλλει αν το φως της ανήκει.
`
*
XVII
Ένας άνδρας μπαίνει στο μοναστήρι. Ακόμη ένας
που επιλέγει το ράσο αυστηρού μοναχού
για να δει τον Θεό απ’ το κελί του,
ή για να δραπετεύσει απ’ το σύμπαν και τις αγωνίες του•
για να το κοιτάξει κατάματα, πρόσωπο με πρόσωπο,
ή για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με το είδωλο που του καταλογίζει ο καθρέπτης.
Έρχεται ταπεινά, όπως αρμόζει,
γιατί ό,τι κι αν είναι αυτό που ψάχνει, η μοναξιά είναι βαθιά
και βαθιά πληγώνει, αν δεν αποκτήσει σύντομα κάποιο
νόημα. Ένας άνδρας μπαίνει και στο μοναστήρι
σιωπή τυλίγει την άφιξη του
με σεβασμό και δυσπιστία, επιβάλλεται προφύλαξη:
φέρνει μαζί του βούρκο από το έλος,
λάσπη από ζοφερούς δρόμους,
μούχλα αδυναμίας κι ενοχής
αν και στα στήθη του φωλιάζει ένας καλός άνθρωπος.
Έμεινε γυμνός από κουρέλια κι αμαρτίες
διασχίζοντας την είσοδο, ο λιγδιασμένος του χιτώνας,
σαν αυτό που μας καλύπτει να ήταν
το πραγματικό δέρμα της σάρκας μας
κι όχι η αμφίεση, όπως το προφίλ είναι μονάχα
το μισό ενός προσωπείου. Αν και γυμνός,
το βλέμμα του κρύβει οδύνη κι άγος,
αγκάθια του παρελθόντός του, νεόκοπες ουλές.
Αυτοί είναι οι πυλώνες που στηρίζουν
το μοναστήρι, τα δέντρα της αυλής,
τις γυαλιστερές καταδικασμένες του μηλιές,
όμοια με τα περιποιημένα παρτέρια από βερονίκες
που λιπαίνονται με κοπριά. Τα λιοντάρια
βρυχώνται στις αψίδες όσο τιτιβίζουν τα πουλιά
που στέφουν τους άβακες, καρδιές
πεινασμένες, πονεμένοι λαιμοί
φωνών Σεραφείμ που δεν μπορούν να ζήσουν
εδώ στη γη και υψώνονται σε συγχορδία
η οποία αν και αξιώνει τον ουρανό, δεν προκαλεί τον οίκτο του.
`
*
XXXVII
Η αλήθεια είναι ένας μεταβαλλόμενος
αμμόλοφος.
Ποτέ δεν παραμένη στάσιμη. Ορισμένες φορές μοιάζει να κρύβεται
κι ύστερα προχωρά μπροστά ή πισωγυρίζει, συσσωρεύεται ή διαλύεται μετά από ένα παγωμένο πέπλο καυτής άμμου.
Ο άνεμος δίνει σχήμα στη ψιλή
γη
και σχεδιάζει στην έρημο το προφίλ από μια
Σελήνη.
Καραβάνια από αλάτι διασχίζουν το Χαράρ ληθαργικά. Οι καμήλες μεταφέρουν αλεύρι τεφ, το κοπάδι αγκομαχά φορτωμένο μπόγους δίψας, δέρμα και βρώμη.
Περιτριγυρισμένη από ψηλά τείχη η πόλη
αλυχτά.
Ο άνεμος υφαίνει το τραγούδι του για τη μισή
Σελήνη.
Πίσω απ’ τις γιγάντιες πύλες αγέλες από ύαινες. Από εκατό μιναρέδες κιτρινισμένες φωνές. Κάτω από πυκνά φθαρμένα αντίσκοινα δείγματα από ελαφριά μετάξια.
Περιτριγυρισμένο από ψειλά τείχη το Χαράρ
αλυχτά.
Ο άνεμος περνά μια χρυσή κλωσή στην λεπτότατη
βελόνα του.
Στους πλανόδιους πάγκους κρέατος ανήσυχα αρπακτικά καιροφυλακτούν απομεινάρια που βάφουν τα φτερά τους με αίμα και σκόνη χέννας.
Ο άνεμος τυλίγει το κουβάρι του νήματος
στη Σελήνη
και ψιθυρίζει στο απόγιομα ένα νανούρισμα στην
κλίνη.
Οι πραγματευτές φωνάζουν κελεπούρια με τεράστια στόματα γκροτέσκα που άλλες φωνές καλύπτουν με κραυγές
πουλυώνουνκαιδιαλύονταικιενώνονταικαιμπερδέυονται.
Σε πανέρια από φοίνικα αρώματα έντονα μπαχαρικών. Εκπνοές από έβανο, φευγαλέες ουσίες που χάνονται, αργά, σε δαιδαλώδη δρομάκια.
Ο άνεμος ψιθυρίζει στην έρημο τη μορφή ενός νέου
αμμόλοφου.
Πυρακτωμένο κάρβουνο ο ήλιος τσουρουφλίζει την σκονισμένη πόλη. Δίπλα στην αγορά τα σπίτια λαμποκοπούν καθαρή γυμνή πέτρα.
Η Σελήνη ψιθυρίζει στην έρημο το τραγούδι ενός νέου
αμμόλοφου
και κουνιέται ρυθμικά στον άνεμο που την πάει και την
φέρνει,
την πάει και την φέρνει,
την πάει και την φέρνει
την πάει και την φέρνει.
Στις αυλές οι γυναίκες κοσκινίζουν τον σπόρο σε ταπεινές ψάθες. Τα κορίτσια απλώνουν σεντόνια και πένθος ζωντανού ασβέστη οι γριές. Στο εσωτερικό, οι ραπτομηχανές με μηχανική μονοτονία
γουργουρίζουν,
γουργουρίζουν,
γουργουρίζουν,
γουργουρίζουν…
Χέρια δουλεμένα σε κλαριά λυγαριάς υφαίνουν υφάδια και στημόνια στον ξύλινο αργαλειό και χαλιά με κόμπους από νήμα προβάτου. Μιτάρια και στημόνια, πετάλια και ροδάνια, νήμματα τραχιάς ώχρας ξεπλέκουν και πλέκουν μοτίβα μυστικά,
λαβυρίνθους χρόνου και άμμου.
Ο άνεμος υφαίνει ένα κιλίμι για τη μισή
Σελήνη
κι έναν μεταβλητό αμμόλοφο με αργά μεταξένια
νήματα.
`
*********************************************************
ANTAGONÍA ΑΝΤΑΓΟΝΙΑ
(λίγα λόγια από τον πρόλογο του βιβλίου)
Η «Ανταγονία» αποτελεί μια συλλογή των πιο αγαπημένων μου ποιημάτων, των πιο σημαντικών ή αξιοσημείωτων, μια πραγματική ανθολογία με άλλα λόγια, αν και δεν μπόρεσα να αποφύγω να πάρει σάρκα και οστά με βάση κάποιον απώτερο σκοπό, την εξέλιξη μιας ιστορίας ή μιας αυτεξούσιας πλοκής η οποία ανάγκασε το έργο να πάρει τις δικές του λογικές αποφάσεις επηρεάζοντας το τελικό αποτέλεσμα.
Στην «Ανταγονία» τα ποιήματα και τα κείμενα που επιλέχθησαν εμφανίζονται χωρίς καμιά αναφορά, τίτλο, αφιερώσεις ή τα αποσπάσματα που τα συνόδευσαν στις ποιητικές συλλογές όπου πρωτοεμφανίστηκαν. Ανάκατα, μπλεγμένα μεταξύ τους —όχι ατάκτως ερριμένα— και αναταξινομημένα με σκοπό, όχι μόνο την δημιουργία ένος νέου έργου, αλλά και την εκ νέου ανάγνωση καθενός
από τα επιμέρους τμήματα που το απαρτίζουν, καλούν τον αναγνώστη σε νέες, διαφορετικές ερμηνείες.
Σε αντίθεση με το κριτήριο της ποιοτικής υπεροχής, παρεμβατικό και επιλεκτικό, προτίμησα ν’ αφήσω την διαίσθηση μου να επιλέξει τα ποιήματα υπακούοντας στην αρχή μιας μοναδικότητας, σύμφωνα με την οποία η ποίηση είναι ο μόνος δυνατός τρόπος ζωής και ο μόνος τόπος, κοινός ή προσωπικός, για ένα γεμάτο βίο.
`
Χουάν Κάρλος Φριέμπε
Γρανάδα, 14 Μαρτίου 2015
`
* Το βιβλίο δεν κυκλοφορεί ακόμα στην ελληνική αγορά.
`
Περισσότερα για τον ποιητή Διαβάστε ΕΔΩ