`
ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ ΜΗ ΚΟΡΕΣΘΕΙΣΑ /
SED NON SATIATA
Ιδιότροπη θεότητα, σαν νύχτα μαύρη της Ινδίας,
με αρώματα από της αβάνας και του μόσχου το χαρμάνι,
δημιούργημα στοιχειού, και Φάουστ της σαβάνας με καφτάνι,
και στρίγκλα με γλουτούς εβένινους, και κόρη της μαγείας,
απ’ τις μαλαγουζιές κι απ’ το όπιο κι από τους οίνους Βουργουνδίας
το νέκταρ προτιμώ του στόματός σου: του έρωτα το χάνι.
Και σαν σ’ εσένα οι πόθοι μου να ρθούν κινούνε καραβάνι,
τα μάτια σου είναι η στέρνα η ξεδιψάστρα της φριχτής μου ανίας.
Απ’ τα μεγάλα μαύρα μάτια, τους φεγγίτες της ψυχής σου,
πιο λίγη, ω δαίμονα, τη φλόγα χύνε πάνω μου – μα, ω, χύσου!
Δεν είμαι ο Στύγας ο αείρροος, εννιά φορές να σ’ αγκαλιάσω,
αλίμονο!, και δεν μπορώ, όχι!, Μέγαιρά μου λιμπερτίνα,
σε απελπισία να σε φέρω, αφού πριν το ηθικό σου σπάσω,
στη γέενα της κλίνης σου μετά να γίνεις Προσπερίνα!
`
*
ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ Η ΑΥΤΗ /
SEMPER EADEM
«Από πού προέρχεται, για πές μου, αυτή η παράξενή σου θλίψη
που σκαρφαλώνει στον γκρεμό σαν κύμα μες στη νύχτια ασβόλη;»
– Αν να τρυγήσει εκίνησε η καρδιά και ο τρύγος έχει εκλείψει,
κακό είναι η ζωή μετά – κακό! Το μυστικό το ξέρουν όλοι:
είν’ ένας πόνος πάναπλος, χωρίς μυστήριο. Δες, καλή μου,
το πόσο μοιάζει στη χαρά σου – και όλοι σ’ είδαν νά ’χεις λάμψει.
Γι’ αυτό να πάψεις να ρωτάς, ωραία εσύ περίεργή μου!
Κι αν η φωνή σου γλυκολάμπει, να πάψει τώρα πρέπει η λάμψη!
Οπότε σώπα πια, ανίδεη ψυχή συνεπαρμένη
και στόμα παιδικό όλο γέλια! Απ’ τη Ζωή πιότερο μάς δένει
λεπτό ένα νήμα με τον Θάνατο, τον χώρο των μακάρων.
Άσ’ την καρδιά μου, ναι, άσ’ την να μεθύσει μέσα σ’ ένα ψέμα,
να βυθιστεί στα ωραία σου μάτια, σε ωραίου ονείρου ένα ρέμα,
τον ύπνο στη σκιά των αβρών σου να ευχαριστηθεί βλεφάρων!
*
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ ΕΚΕΚΡΑΞΑ /
DE PROFUNDIS CLAMAVI
Την ευσπλαχνία σου ικετεύω, ω μόνη αγαπημένη,
από τη σκοτεινή άβυσσο που την καρδιά μου θάβει.
Ορίζοντες το σύμπαν μολυβιοί έχουν καταλάβει
και η νύχτα στις βλαστήμιες και στη φρίκη είναι πηγμένη.
Κατάψυκτος ο ήλιος έξη μήνες μες στην πλάση
πλανιέται, κι άλλους έξη η νύχτα περπατάει στους θόλους·
εδώ είναι τόπος πιο γυμνός κι από τη γη στους πόλους
– ούτε ζώα, ούτε ρυάκια, ούτε πράσινο, ούτε δάση!
Μα φρίκη δεν υπάρχει (πουθενά της υφηλίου)
να ξεπερνάει την κρύα ωμότητα αυτού του ηλίου
και αυτής της αχανούς νυχτός που με το Χάος μοιάζει·
των πιο ελεεινών φθονώ τη μοίρα ζώων (τί μαράζι!…)
που παν και σε ύπνο ηλίθιο πέφτουν πάντα ναν τα πάρει
όταν του χρόνου αργά-αργά ξετυλιέται το κουβάρι!