`
`
ΤΟ Α’ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ: ΕΔΩ
`
Ηλικία ήβης-γάμου κοριτσιών και αγοριών
Η ήβη των Ελληνίδων άρχιζε κατ’ άλλους μεν γύρω στα δέκα κατ’ άλλους γύρω στα έντεκα και κατ’ άλλους γύρω στα δώδεκα. Ο Ιπποκράτης αναφέρει ότι η ήβη εμφανίζεται:
«Σε λίγα κορίτσια νωρίτερα, κατά το δέκατο τρίτο ή το δωδέκατο, στα περισσότερα όμως αργότερα, από το δέκατο τέταρτο έτος»,
«Ὀλίγαις δὲ θᾶσσον κατὰ τὸ τρισκαιδέκατον ἢ δωδέκατον· οὐκ ὀλίγαις δὲ βράδιον τῶν τεσσαρεσκαιδεκάτων»
άποψη που αποδέχονται και οι: Σωρανός, Ορειβάσιος και Παύλος ο Αιγινήτης.
Η ηλικία των δώδεκα χρόνων φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για τον λόγο ότι οι συγγραφείς Πολυδεύκης και Πορφύριος ήταν ξένοι, ο πρώτος Αιγύπτιος και ο δεύτερος Σύριος και επομένως δε θεωρούνται ιδιαίτερα αντικειμενικοί8.
Σύμφωνα με τον Σωρανό (Β΄ αι. μ.Χ.), ο οποίος αναφέρεται αναλυτικά στο θέμα, η έμμηνος ρύσις εμφανίζεται γύρω στα δεκατέσσερα χρόνια. Μάλιστα, μας γνωστοποιεί πως με το ίδιο ζήτημα είχαν ασχοληθεί ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (Ε΄ αι. π.Χ.), ο Διοκλής ο Καρύστιος (Δ΄ αι. π.Χ.) και άλλοι, όπως ο Ηρόφιλος ο Χαλκηδόνιος (Δ΄ - Γ΄ αι. π.Χ.), ο Θεμεσίων ο Λαοδικεύς (Α΄ αι. π.Χ.), ο Μνασέας (Α΄ αι. μ.Χ.) και οι περισσότεροι ιατροί της Μεθοδικής Σχολής.
Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος και οι Στωϊκοί, όπως μας πληροφορεί ο Πλούταρχος αλλά και ο Αέτιος ο Δοξογράφος, φρονούν ότι:
«Η ωριμότητα του ανθρώπου αρχίζει το δέκατο τέταρτο έτος, όταν αρχίζει να κινείται (εμφανίζεται) σπερματικό υγρό. στην πραγματικότητα η ωριμότητα των δέντρων αρχίζει όταν παράγονται τα σπέρματα, αλλά δεν είναι ολοκληρωτικά σχηματισμένα (τα δέντρα), εφόσον δεν έχουν ακόμη καρπούς· είναι, λοιπόν, αυτή η εποχή που ο άνθρωπος εισέρχεται στην ωριμότητα. Γύρω στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας αρχίζει να διαφαίνεται η συνειδητοποίηση του καλού και του κακού και (είναι η εποχή που πρέπει) ν’ αρχίσει η διδαχή τους».
«Ἡράκλειτος καὶ οἱ Στωϊκοὶ ἄρχεσθαι τοὺς ἀνθρώπους τῆς τελειότητος περὶ τὴν δευτέραν ἑβδομάδα, περὶ ἢν ὁ σπερματικὸς κινεῖται ὁῤῥός· τὰ γὰρ δένδρα ἄρχεται τότε τελειότητος, ὅταν ἄρχηται γεννᾶν τὰ σπέρματα, ἀτελῆ δ’ ἐστὶ καὶ ἄωρα καὶ ἄκαρπα ὄντα· τέλειος οὖν τότε ἄνθρωπος. Περὶ δὲ τὴν δευτέραν ἑβδομάδα ἔννοια γίγνεται καλοῦ τε καὶ κακοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας αὐτῶν < ἀρχή>».
`
Σε ό,τι αφορά λοιπόν στην ήβη των Ελλήνων, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος αναφέρει ότι ο άνθρωπος στην εφηβική ηλικία των δεκατεσσάρων ετών είναι γόνιμος. Επίσης γόνιμο είναι και το τέκνο του μετά από δεκαπέντε χρόνια, άποψη που αποδέχεται και ο Αέτιος ο Αμιδηνός. Δηλαδή, κατά το τριακοστό έτος της ηλικίας του ο άνθρωπος μπορεί να γίνει παππούς, καθορίζοντας, έτσι, ότι η γενεά φτάνει σε τριάντα έτη. Ο θάνατος ταυτίζεται με την γέννηση, εφόσον υπάρχει η διαδοχή των παιδιών:
«Αυτοί που παρατηρούν τους εφήβους, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, θεωρούν ότι η γενεά αριθμεί τριάντα έτη, χρονικό διάστημα μετά το οποίο, ο γεννήτορας αποδίδει γόνιμο τον άμεσο απόγονό του».
«Οἱ μὲν “ἡβώντων” ἀναγιγνώσκοντες ἔτη τριάκοντα ποιοῦσι τὴν γενεὰν καθ’ Ἡράκλειτον, ἐν ú χρόνῳ γεννῶντα παρέχει τὸν ἐξ αὐτοῦ γεννησόμενον ὁ γεννήσας». Ανάλογη άποψη εκφράζει και ο Αλκμαίων ο Κροτωνιάτης.
Ακόμη, ο Ιπποκράτης αναφέρει σχετικά με το θέμα:
«Αυτή είναι η γνώμη μου. Έτσι, την εποχή της εφηβείας εμφανίζεται το σπέρμα στο αγόρι και τα έμμηνα στο κορίτσι».
«Ταῦτα δέ μοι οὕτως ἀποπέφανται. Καὶ τῷ παιδὶ χωρέει, ἐπὴν ἀνδρὸς ἔῃ, διὰ τόδε, καὶ τÍ παρθένῳ τὰ καταμήνια»
Παρεμφερή άποψη εκφράζει και ο Αριστοτέλης.
Από την πλευρά του ο Αθήναιος ο Ταρσεύς υποστηρίζει ότι:
«Στις περισσότερες περιπτώσεις αρχίζει να εκκρίνεται το σπέρμα στα δέκα τέσσερα χρόνια· σε μερικούς το σπέρμα είναι γόνιμο από τα δέκα οκτώ, στους περισσότερους όμως γύρω στα είκοσι ένα χρόνια. και αποβαίνει άγονο περίπου στα εξήντα τρία· σε όσους πάλι φτάνουν στα πλήρη γερατειά, στο τέλος, παύει να εκκρίνεται».
«Ἄρχεται μὲν τοῖς πλείστοις ἀπὸ τῶν τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν ἐκκρίνεσθαι τὸ σπέρμα· γόνιμον δὲ γίγνεσθαί τισι μὲν ἀπὸ τῶν ὀκτωκαίδεκα, τοῖς δὲ πλείστοις περὶ τὰς τρεῖς ἑβδομάδας· ἄγονον δὲ γίγνεται περὶ τὰς ἐννέα ἑβδομάδας· τοῖς δ’ εἰς τὸ παντελὲς γῆρας ἀφικνουμένοις καὶ εἰς τέλος ἐκλείπει»20.
Σύμφωνα με τον Γαληνό η έμμηνος ρύσις παρουσιάζεται γύρω στα δεκατέσσερα χρόνια, αφού οι φλέβες της παρθένου λάβουν την κατάλληλη ανάπτυξη και απ’ αυτές οι πλησιέστερες προς την μήτρα διευρυνθούν. Έτσι διανοίγεται δίοδος στα καταμήνια.
`
Ο Αέτιος ο Αμιδηνός κάνει πλήρη περιγραφή «τῶν κατὰ τὴν ἔμμηνον ῥῦσιν». Πιστεύει σχετικά με το ζήτημα αυτό ότι η μέλλουσα εμφάνισή της, στην παρθένο, γύρω στο δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας της, δηλώνεται με τα ακόλουθα σημεία:
«Διά κνησμού των μαστών, πόνων του ήτρου, της οσφύος, κεφαλαλγιών, χολωδών και φλεγματωδών εμέτων». Σε αυτές τις επείγουσες περιπτώσεις, συμβουλεύει, ο ιατρός πρέπει να βοηθά την: «Αποκόμιση του αίματος διά των απλούστερων πομάτων».
`
Στους διάφορους αρχαίους συγγραφείς δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς την ηλικία του γάμου. Σύμφωνα με τον Αθηναϊκό Νόμο ο άνδρας δεν μπορούσε να παντρευτεί πριν να συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του και πριν εγγραφεί στο «ληξιαρχικὸν γραμματεῖον».
Για την γυναίκα ο Νόμος δε γράφει τίποτα. Όμως στο αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο και, ειδικότερα, στην Δωδεκάδελτο της Γόρτυνος, με την 12η δέλτο, ορίζεται ότι η νέα πρέπει:
«….Να παντρεύεται, δε, δώδεκα ετών ή μεγαλύτερη».
«….Ὀπυίεθαι δὲ δυοδεκαετία πρεiγονα»
`
Από μια συνηγορία του Δημοσθένους συμπεραίνεται ότι η ηλικία αυτή όφειλε να συμπίπτει με το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας. Από άλλες όμως μαρτυρίες, όπως αυτή του Ξενοφώντος, μαθαίνουμε ότι η νέα μπορούσε να έλθει σε «γάμου κοινωνία» και πριν από τα δεκαπέντε της χρόνια, γύρω στα δεκατρία ή τα δώδεκα.
Παρομοίως, η εξελιχθείσα βυζαντινορωμαϊκή νομοθεσία καθόριζε ως νόμιμη ηλικία γάμου για μεν τον άνδρα τα δεκατέσσερα για δε την γυναίκα τα δώδεκα και, αργότερα, τα δεκατρία χρόνια της.
Στην Σπάρτη φαίνεται ότι οι γυναίκες παντρεύονταν στην ηλικία των είκοσι, ενώ οι άνδρες νυμφεύονταν γύρω στα τριάντα. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα αλλά και τον φιλόσοφο Ξενοκράτη τον Χαλκηδόνιο (Δ΄ αι. π.Χ., ο οποίος έγραψε μεταξύ άλλων και ειδική πραγματεία «Περὶ τοῦ παιδίου»), ο γάμος στην Σπάρτη ετελείτο «ἐν ἀκμαῖς».
Αντίστοιχα, ο Πλούταρχος αιτιολογεί το όριο ηλικίας:
«Για να αποκτήσουν δυνατά παιδιά, εφόσον θα γεννηθούν από ώριμους γονείς».
«Ἵνα τὰ τέκνα ἰσχυρὰ τύχωσιν ἐκ τελείων γεννώμενα».
Και συνεχίζει ο Πλούταρχος σε άλλο σημείο:
«Οι Σπαρτιάτες παντρεύονταν αφού άρπαζαν όχι μικρές ούτε ανώριμες για γάμο γυναίκες, αλλά αυτές που ήταν στο άνθος της ηλικίας τους και ώριμες».
«Οἱ Σπαρτιᾶται ἐγάμουν δι’ ἁρπαγῆς οὐ μικρὰς οὐδὲ ἀώρους πρὸς γάμον ἀλλὰ ἀκμαζούσας καὶ πεπείρους»
`
`
Ο Φλέγων ο Τραλλειανός αναφέρει ότι στην Αίγυπτο έγιναν γονείς τόσο κορίτσια ηλικίας έξι ετών όσο και αγόρια σε ηλικία επτά ετών:
«ΧΧΧΙ: Ο Κρατερός, ο αδελφός του βασιλιά Αντιγόνου, λέει ότι γνωρίζει κάποιον άνθρωπο που γέννησε σε ηλικία επτά ετών»
«ΧΧΧΙΙ: Κρατερὸς δέ φησιν, ὁ Ἀντιγόνου τοῦ βασιλέως ἀδελφός, γιγνώσκειν τινὰ ἄνθρωπον, ὃν ἐν ἑπτὰ ἔτεσιν παῖδα γενέσθαι».
«ΧΧΧΙΙΙ: Ο Μεγασθένης λέει, ότι οι γυναίκες που κατοικούν στην πόλη Παλαιά γεννούν σε ηλικία έξι ετών».
«ΧΧΧΙΙΙ: Μεγασθένης δέ φησιν, τὰς ἐν Παλαι´ κατοικούσας γυναῖκας ἑξαετεῖς γιγνομένας τίκτειν».
Άλλωστε, αυτός που παντρευόταν με νέα και ανώριμη γυναίκα δικαζόταν βάσει νόμου. Ομοίως δικαζόταν και ο πρεσβύτερος όταν παντρευόταν πρεσβυτέρα, επειδή
ο γάμος αυτός δεν κρινόταν κατάλληλος για τεκνοποίηση.
`
Οι Σπαρτιάτες, όπως τονίζει ο Νικόλαος Δαμασκηνός: «Διέταζαν τις γυναίκες τους να συλλαμβάνουν από τους ωραιότερους νέους, είτε ντόπιοι είτε ξένοι ήταν αυτοί».
«Ταῖς δὲ αὐτῶν γυναιξὶ παρακελεύονται ἐκ τῶν εὐειδεστάτων κύεσθαι καὶ ἀστῶν καὶ ξένων».
Ακόμη, ο Ξενοφών προσθέτει τα ακόλουθα που αναφέρονται στην νομοθεσία του Λυκούργου:
«Επιπλέον, σταματώντας την συνήθεια να παντρεύονται κάποια όποτε ήθελε ο κάθε ένας, όρισε (ο νομοθέτης) να γίνονται οι γάμοι όταν τα σώματα βρίσκονται στην ακμή τους και αυτό επειδή το θεωρούσε συμφέρον για την ευγονία».
«Πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἀποπαύσας τοῦ ὁπότε βούλοιντο ἕκαστος γυναῖκα ἄγεσθαι, ἔταξεν ἐν ἀκμαῖς τῶν σωμάτων τοὺς γάμους ποιεῖσθαι καὶ τοῦτο συμφέρον τÍ εὐγονίᾳ νομίζων.
`
Σχετικά με τον γάμο προείχε η γονιμότητα και η βελτίωση των φυλετικών, σωματικών ή ηθικών χαρακτηριστικών των μελλοντικών γενεών. Πάνω στην ίδια βάση στηρίζεται ο Ησίοδος, όταν συμβουλεύει ως ηλικία γάμου για μεν τον άνδρα περίπου τα τριάντα χρόνια, για δε την γυναίκα τα δεκαοκτώ:
«Οδήγησε στην κατάλληλη ηλικία γυναίκα στο σπίτι σου, ούτε όντας πολύ λιγότερο από τα τριάντα χρόνια μήτε βάζοντας επάνω και πάρα πολλά. Αυτή είναι η πιο κατάλληλη εποχή για γάμο, ενώ για την γυναίκα αρκούν τέσσερα χρόνια για την ήβη και στον πέμπτο να παντρεύεται. Παρθένα να νυμφεύεσαι για να της μάθεις τους σεμνούς τους τρόπους. Και εκείνη ιδίως να νυμφεύεσαι, που κατοικεί κοντά στο σπίτι σου, αφού καλοεξετάσεις όλα τα σχετικά με αυτή, για να μη γίνεις με τον γάμο σου περίγελος στους γείτονες. Γιατί ο άνθρωπος δε μπορεί να πετύχει καλύτερο εύρημα από την καλή γυναίκα, όπως, εξάλλου, μεγαλύτερο δυστύχημα από την κακή».
«Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι,
μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πολλ’ ἀπολείπων,
μήτ’ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὖτος,
ἡ δὲ γυνὴ τέτορ’ ἡβώοι πέμπτῳ δὲ γαμοῖτο.
Παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ὡς κ’ ἤθεα κεδνὰ διδάξεις.
Τὴν δὲ μάλιστα γαμεῖν, ἥ τις σέθεν ἐγγύθι ναίει,
πάντα μάλ’ ἀμφὶς ἰδών, μὴ γείτοσι χάρματα γήμῃς.
Οὐ μὲν γάρ τι γυναικὸς ἀνὴρ ληίζετ’ ἄμεινον
τῆς ἀγαθῆς, τῆς δ’ αὖτε κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο»
`
Ως γνωστόν ο θείος Πλάτων, ο πατέρας της ευγονικής, στην ιδανική «Πολιτεία» του θέσπισε πρώτος τον νόμο:
«Από αυτούς που βρίσκονται στην ακμή τους πρέπει να γεννιούνται απόγονοι».
«Ἐξ ἀκμαζόντων δεῖ τὰ ἔκγονα γίγνεσθαι».
Συνιστά ως καλύτερη ηλικία γάμου για μεν τις γυναίκες το εικοστό και για δε τους άνδρες το τριακοστό έτος της ηλικίας. Όμως, ο φιλόσοφος στους «Νόμους»του εμφανίζεται λιγότερο αυστηρός, αφού επιτρέπει τον γάμο για τις γυναίκες από τα δεκαέξι έως τα είκοσι και στους άνδρες έως το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας. Παράλληλα, στο ίδιο έργο καθορίζει τον αριθμό των παιδιών που αρμόζει σε κάθε ζευγάρι:
«Ο αριθμός των παιδιών που πρέπει να θεωρείται αρκετός με βάση τον νόμο, ας είναι ένα αγόρι και ένα κορίτσι».
«Παίδων δὲ ἱκανότης ἀκριβὴς ἄῤῥην καὶ θήλεια ἔστω τῷ νόμῳ».
`
Ανάλογα, ο Αριστοτέλης καθορίζει την ηλικία γάμου για μεν τις γυναίκες το δέκατο όγδοο, για δε τους άνδρες το τριακοστό έβδομο έτος. Θεωρεί πως είναι δυνατό οι ηλικίες αυτές να ελαχιστοποιηθούν κάπως:
«Στις γυναίκες ταιριάζει να παντρεύονται στην ηλικία των δεκαοκτώ και στους άνδρες τριανταεπτά ή λιγότερο. Γιατί τότε παντρεύονται ενώ τα σώματά τους βρίσκονται στην μεγαλύτερη ακμή».
«Διὰ τὰς μὲν γυναῖκας ἁρμόττει περὶ τὴν ὀκτωκαίδεκα ἐτῶν ἡλικίαν συζευγνύναι, τοὺς δὲ ἄνδρας ἑπτὰ καὶ τριάκοντα ἢ σμικρόν· ἐν τοσούτῳ γὰρ ἀκμάζουσι τε· τοῖς σώμασι ἡ σύζευξις ἔσται»
`
Ο Αριστοτέλης προβληματίζεται και προτείνει
«Αν πρέπει ο νομοθέτης από την αρχή να κοιτάξει πώς θα γίνουν τα σώματα των παιδιών όσο το δυνατόν καλύτερα, πρέπει αρχικά να επιμεληθεί τα σχετικά με τον γάμο, πότε και ποιοι πρέπει να συνευρεθούν».
«Εἴπερ οὖν ἀπ’ ἀρχῆς τὸν νομοθέτην ὁρᾶν δεῖ ὅπως βέλτιστα τὰ σώματα γένηται τῶν τρεφομένων, πρῶτον μὲν ἐπιμελητέον περὶ τὴν σύζευξιν, πότε καὶ ποίους τινας χρὴ ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους τὴν γαμικὴν ὁμιλίαν».
Ειδικότερα, για την ηλικία και την διάρκεια κατά την οποία το ζευγάρι θα γεννά παιδιά, ο Αριστοτέλης πιστεύει:
«Αφού έχει οριστεί η αρχή της ηλικίας για τον άνδρα και την γυναίκα, πρέπει να κανονιστεί πότε θα αρχίσει να τελείται η συνεύρεση και για πόσο χρόνο αρμόζει να υπηρετούν την τεκνοποιία (να γεννούν τα παιδιά)».
«Ἐπεὶ δὲ ἡ μὲν ἀρχὴ τῆς ἡλικίας ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ διώρισται πότε ἄρχεσθαι χρὴ τῆς συζεύξεως καὶ πόσον χρόνον λειτουργεῖν ἁρμόττει πρὸς τεκνοποιΐαν ὡρίσθω».
Ο Αριστοτέλης για τον άνδρα τονίζει ότι η παιδοποιία πρέπει να σταματά τέσσερα έως πέντε χρόνια μετά την πλήρη ανάπτυξη της διάνοιάς του, δηλαδή, στα
πενήντα πέντε χρόνια του.
`
`
Το σημείο στο οποίο συμφωνούν όλοι οι συγγραφείς αναφέρεται στην καταδίκη των πρώιμων ή των όψιμων ενώσεων. Όλοι τους πιστεύουν ότι ο γάμος μεταξύ δύο νέων της ίδιας ηλικίας είναι κακός, για τον λόγο ότι η γυναίκα φθάνει στην ωριμότητα πολύ νωρίτερα από τον άνδρα. Έτσι ο Ευριπίδης φρονεί:
«Είναι κακό ένας νέος να παντρεύεται νέα γυναίκα,
γιατί η δύναμη των ανδρών παραμένει για μεγαλύτερο διάστημα,
ενώ η γυναικεία θαλερότητα γρηγορότερα εγκαταλείπει το σώμα».
«Κακὸν γυναῖκα πρὸς νέαν ζεῦξαι νέον
μακρὰ γὰρ ἰσχὺς μᾶλλον ἀρσένων μένει
θήλεια δ’ ἥβη θᾶσσον ἐκλείπει δέμας»
Ο πρώιμος γάμος θεωρείται «ως λίαν επιβλαβής» τόσο για το είδος όσο και για το άτομο. Σχετικά με αυτό ο Αριστοτέλης γράφει στα «Πολιτικά» του:
«Ο γάμος μεταξύ των νέων είναι κακός στο θέμα της τεκνοποιίας. γιατί σε όσες από τις πόλεις συνηθίζεται να παντρεύονται νέοι με νέες, οι πολίτες τους είναι ατελείς και μικρόσωμοι».
«Ἔστι δὲ ὁ τῶν νέων συνδυασμὸς φαῦλος πρὸς τεκνοποιΐαν· ἐν ὅσαις γὰρ τῶν πόλεων ἐπιχωριάζεται τὸ νέους συζευγνύναι καὶ νέας, ἀτελεῖς καὶ μικροὶ τὰ σώματά εἰσιν».
Ο ίδιος συγγραφέας θεωρεί τον πρώιμο γάμο ολέθριο για την γυναίκα, πολλές φορές αιτία θανάτου κατά τον τοκετό, γεγονός που επιμαρτυρείται από τον Πλούταρχο ότι περιέχεται στην νομοθεσία του Λυκούργου:
«Οι νέες (γυναίκες) κατά τον τοκετό και πονούν περισσότερο και πεθαίνουν συχνότερα».
«Ἐν δὲ τοῖς τόκοις αἱ νέαι πονοῦσι τε μᾶλλον καὶ διαφθείρονται πλείους»
`
Παρόμοιες ιδέες εκφράζει και ο Ορειβάσιος (Δ΄ αι. μ.Χ.), ο οποίος φρονεί ότι η παιδοποιία στην πολύ νεαρή ηλικία, δηλαδή κάτω από τα δέκα οκτώ χρόνια, δεν είναι συμφέρουσα ούτε για την μητέρα ούτε για το παιδί.
Ο Αριστοτέλης καταδικάζει επίσης τους όψιμους γάμους, γράφοντας:
«Τα παιδιά των μεγαλύτερων σε ηλικία, καθώς και αυτά των νεώτερων, είναι ατελή και σωματικά και διανοητικά, ενώ τα παιδιά των γερόντων είναι ασθενή».
«Τὰ γὰρ τῶν πρεσβυτέρων ἔκγονα, καθάπερ τὰ τῶν νεωτέρων, ἀτελῆ γίγνεται καὶ τοῖς σώμασι καὶ ταῖς διανοίαις, τὰ δὲ τῶν γεγηρακότων ἀσθενῆ».
Η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας και, γενικά, όλα τα δυσανάλογα συνοικέσια καταδικάζονται αυστηρότατα από το σύνολο των συγγραφέων. Σε πολλά χωρία και αποσπάσματα ποιητών, τα οποία βρίσκονται αποθησαυρισμένα στο 71ο κεφάλαιο του Στοβαίου58 (Ε΄ αι. μ.Χ.), κατακρίνονται οι άνδρες που νυμφεύονται σε πολύ προχωρημένη ηλικία. Σχετικά ο Ευριπίδης υποστηρίζει:
«Για γυναίκα νέα πικρό πολύ ο γέρος άνδρας».
«Πικρὸν νέᾳ γυναικὶ πρεσβύτης ἀνήρ»
Ακόμη, σε άλλο σημείο αναφέρει:
«Και τώρα μια συμβουλή μου για τους νέους όλους:
Να μη νυμφεύονται όταν βρίσκονται κοντά
στα γερατειά, ώστε ν’ αποκτούν παιδιά τόσο μεγάλοι.
η ηδονή “αφήνει γεια” κι ο άνδρας που ΄ναι γέρος,
είναι πραμ’ αποκρουστικό για την γυναίκα.
Να παντρεύονται, λοιπόν, όσο μπορούν πιο γρήγορα.
Έτσι καλά και τα παιδιά τους ανατρέφουν
και χαρά μεγάλη είναι για το νέο παιδί
νέος να ΄ναι ο πατέρας».
«Καὶ νῦν παραινῶ πᾶσι τοῖς νεωτέροις
μὴ πρὸς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιουμένους
σχολÍ τεκνοῦσθαι παῖδας· οὐ γὰρ ἡδονή,
γυναικί τ’ ἐχθρὸν χρῆμα πρεσβύτης ἀνήρ·
ἀλλ’ ὡς τάχιστα· καὶ γὰρ ἐκτροφαὶ καλαί,
καὶ συννεάζων ἡδὺ παῖς νέῳ πατρί».
`
Από την πλευρά του ο Θέογνις αναφωνεί:
«Σε γέρο άντρα νέα γυναίκα δεν του πάει.
τι δεν ακούει το δοιάκι της, καθώς βάρκα ελαφρή,
που δεν κρατεί την άγκυρα και τα δεσμά της σπάει
μέσ’ στο σκοτάδι, κάποτε λιμέν’ αλλού να βρει»61.
«Οὔ τοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι·
οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὥς ἄκατος,
οὐδ’ ἄγκυραι ἔχουσιν· ἀποῤῥήξασα δὲ δεσμὰ
πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιμένα».
`
Ο Πλούταρχος με την σειρά του τονίζει:
«Τι φοβερό αν γυναίκα συνετή, μεγαλύτερη σε ηλικία,
κυβερνήσει την ζωή νέου άνδρα, που τον ωφελεί στο να σωφρονεί
περισσότερο αλλά και γλυκειά στην αγάπη της και ήπια;».
`
Η δε Σαπφώ συμπληρώνει σχετικά με το θέμα:
«Αλλ’ αφού είσαι φίλος μας, πάρε γυναίκα νιότερη.
Εγώ ποτέ δε θα τολμήσω να παντρευτώ άνδρα μικρότερό μου».
«Ἀλλ’ ἐὼν φίλος ἁμῖν, λέχος ἄρνυσο νεώτερον,
οὐ γἀρ τλάσομ’ ἐγὼ ξυνοικεῖν ἔσσα γεραιτέρα».
`
Κοινωνικές και αισθηματικές σχέσεις των δύο φύλων
Σε ό,τι αφορά στις κοινωνικές και αισθηματικές σχέσεις των δύο φύλων κατά την αρχαιότητα, πάντοτε σχετικά με τον σκοπό της Παιδοποιίας, οι απόψεις των συγγραφέων διαφέρουν.
Ορισμένοι συγγραφείς, προφανώς, έχοντας υπ’ όψη τους την υποδεέστερη και περιορισμένη θέση της Ελληνίδας, σε σχέση με την θέση του άνδρα, τόσο στην οικογένεια όσο και στην κοινωνία, υποστηρίζουν ότι οι κοινωνικές και αισθηματικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων ήταν τελείως άγνωστες. Γενικά, υποστηρίζουν ότι στον ελληνικό γάμο κάθε αμοιβαία υπόθεση συμπάθειας μεταξύ των μελλοντικών συζύγων τίθεται κατά μέρος και ότι η ηθική και φυσική αγωγή της «φυλακισμένης» στον γυναικωνίτη Ελληνίδας, ήταν τελείως παραμελημένη.
Η προσεκτική όμως και αμερόληπτη εξέταση τόσο του οικογενειακού όσο και του δημόσιου βίου των αρχαίων Ελλήνων αποδεικνύει πως οι απόψεις των συγγραφέων αυτών είναι είτε αβάσιμες, είτε λανθασμένες.
Η Ελληνίδα κόρη, παρ’ όλο που βρίσκεται περιορισμένη στον γυναικωνίτη, παίρνει ενεργό μέρος στις γυμναστικές ασκήσεις και πολύ συχνά εμφανίζεται δημόσια στις γιορτές του «κλεινοῦ ἄστεως». Οι Δωριείς και οι Αιολείς παρέχουν στην γυναίκα σπουδαία κοινωνική θέση. Μόνο οι Ίωνες την κρατούν περιορισμένη στον γυναικωνίτη και δεν την έχουν σε μεγάλη υπόληψη.
`
Στην Αθήνα, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η αμοιβαία και ελεύθερη συγκατάθεση των «συνερχομένων εις γάμου κοινωνία» είναι αναγκαία, ενώ παράλληλα γίνεται λεπτομερής εξέταση για την εξακρίβωση της σωματικής ικανότητας και ακεραιότητας των γεννητικών οργάνων του νέου και της νέας. Κατά την εξέταση οι μεν νέοι είναι τελείως γυμνοί, οι δε νέες είναι γυμνές μέχρι την μέση.
Στο Βυζάντιο οι ιατροί καθορίζουν συγκεκριμένες προγαμιαίες εξετάσεις για κάποια νοσήματα, όπως τα ψυχιατρικά (π.χ. μανία), επιληψία, αλκοολισμό, λέπρα, βαριά χρόνια πάθηση, ευνουχισμό και ανικανότητα «προς συνάφεια».
Παρά τις αναφορές αυτές, σε γενικές γραμμές αδυνατούμε να υποστηρίξουμε πως οι κοινωνικές και αισθηματικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων ήταν σε τέτοιο βαθμό αναπτυγμένες ώστε να επιτρέπουν ιδεώδεις συζυγικές ενώσεις, όπως απαιτεί η σύγχρονη Παιδοκομία69.
`
Ο ρόλος των Μαιών στον γάμο
Παρ’ όλα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, υπήρχε πάντοτε ένα κενό, το οποίο συμπλήρωναν επάξια οι μαίες. Όπως αποκαλύπτουν διάφορες πηγές, οι μαίες ασκούσαν σπουδαία επιρροή και έπαιζαν σοβαρότατο ρόλο στην σύναψη των συνοικεσίων. γι’ αυτό, άλλωστε, αποκαλούνταν «προμνήστριαι» ή «προμνηστρίδες» και αξιολογούνταν είτε ως χρηστές είτε ως κακές.
Μια εικόνα αυτής της πλευράς, σχετικά με το επάγγελμα της μαίας, μας έχει προσφέρει ο Σωκράτης, ο οποίος, ως γνωστόν, ήταν γιος της μαίας Φαιναρέτης. Ο φιλόσοφος αποδίδει μεγάλη σημασία σ’ αυτές τις δραστηριότητες της μαίας, με την προϋπόθεση πως αυτή γνωρίζει άριστα να συνδυάζει τα «πρὸς σύζευξιν» άτομα:
«Είναι πάρα πολύ ικανές προξενήτρες, αφού είναι πολύ σοφές στο να γνωρίζουν ποια γυναίκα πρέπει να παντρευτεί ποιον, για να γεννήσει άριστα παιδιά».
«Ὅτι καὶ προμνήστριαί εἰσι δεινόταται, ὡς πάσσοφοι οὖσαι περὶ τοῦ γνῶναι ποίαν χρὴ ποίῳ ἀνδρὶ συνοῦσαν ὡς ἀρίστους παῖδας τίκτειν».
Ανάλογα ο Γαληνός, επιβεβαιώνοντας τον κοινωνικό ρόλο των μαιών, σημειώνει:
«Περισσότερα ήξεραν γι’ αυτά (τα προξενιά) παρά για την ομφα-λοτομία».
«Ἐπὶ τούτῳ δὲ μεῖζον ἐφρόνουν ἢ ἐπὶ τÍ ὀμφαλοτομίᾳ»
`
Η φυσική αγωγή των Ελληνίδων
Η φυσική αγωγή των νεανίδων της αρχαιότητος δε βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με εκείνο των νέων. Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σε κάποιες περιοχές η γυμναστική αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών.
Παρ’ όλα αυτά, στις δωρικές πολιτείες καθώς και σε ορισμένες ακόμη «πόλεις-κράτη» και κυρίως στην Σπάρτη, αποδιδόταν μεγάλη σημασία στην φυσική αγωγή των νεανίδων. Κατά την ομόφωνη μαρτυρία όλων των συγγραφέων, στην Σπάρτη υπήρχε πλήρης εξίσωση των δύο φύλων από άποψη φυσικής αγωγής.
Οι Σπαρτιάτισσες παρουσίαζαν τέτοιες γυμναστικές και, γενικά, αθλητικές επιδόσεις, οι οποίες, πιθανόν, δεν εμφανίζονται ούτε καν σήμερα στις πολιτισμένες χώρες.
Η φυσική αγωγή ήταν υποχρεωτική για τις γυναίκες με νόμο (του Λυκούργου), όπως μας πληροφορούν ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος. Συγκεκριμένα ο Ξενοφών αιτιολογεί την σωματική αγωγή των γυναικών της Σπάρτης, γράφοντας:
«Επειδή ο Λυκούργος θεώρησε ότι το σημαντικότερο για τις ελεύθερες γυναίκες είναι η τεκνοποιία, πρώτα-πρώτα όρισε ότι οι γυναίκες πρέπει να γυμνάζουν το σώμα τους όσο και οι άνδρες. και έπειτα θέσπισε αγώνες δρόμου και δύναμης, όπως και στους άνδρες έτσι και στις γυναίκες, θεωρώντας ότι από δύο ισχυρούς γονείς και τα παιδιά θα γεννηθούν δυνατότερα».
«Ὁ δὲ Λυκοῦργος, ταῖς ἐλευθέραις μέγιστον νομίσας εἶναι τὴν τεκνοποιΐαν, πρῶτον μὲν σωμασκεῖν ἔταξεν οὐδὲν ἦττον τὸ θῆλυ τοῦ ἄῤῥενος φύλου· ἔπειτα δὲ δρόμου καὶ ἰσχύος ὥσπερ καὶ τοῖς ἀνδράσιν, οὕτω καὶ ταῖς θηλείαις ἀγῶνας πρὸς ἀλλήλας ἐποίησε, νομίζων ἐξ ἀμφοτέρων ἰσχυρῶν καὶ τὰ ἔκγονα ἑῤῥρωμενέστερα γίγνεσθαι».
Ως προς το θέμα αυτό ο Πλούταρχος αναφέρει πως ο Λυκούργος, στην νομοθεσία του, είχε καθορίσει:
«Τα μεν σώματα λοιπόν των παρθένων εξάσκησε με δρόμο και με πάλη και δισκοβολία και ακοντισμό, ώστε η σύλληψη των παιδιών που θα γεννηθούν να ξεκινήσει σε ισχυρά σώματα και να δημιουργήσει καλύτερα παιδιά, ενώ οι ίδιες, υπομένοντας τους τοκετούς, με δύναμη να αντιμετωπίζουν καλά και συγχρόνως εύκολα τους πόνους της γέννας».
«Τὰ μέντοι σώματα τῶν παρθένων δρόμοις καὶ πάλαις καὶ βολαῖς δίσκων καὶ ἀκοντίων διεπόνησεν, ὡς ἥτε τῶν γεννημένων ῥίζωσις ἰσχυρὰν ἐν ἰσχυροῖς σώμασιν ἀρχὴν λαβοῦσα βλαστάνοι βέλτιον, αὑταὶ δὲ μετὰ ῥώμης τοὺς τόκους ὑπομένουσαι καλῶς ἅμα καὶ ῥᾳδίως ἀγωνίζοιντο πρὸς τὰς ὠδῖνας».
`
Ταυτόσημες θεωρητικές απόψεις και πρακτικές εφαρμογές πιστοποιούν οι ποιητές Ευριπίδης και Αριστοφάνης. Συγκεκριμένα, στην Ανδρομάχη του Ευριπίδη αναφέρεται:
«Οι Σπαρτιάτισσες κοπέλες,
που αφήνουν έρημα τα σπίτια τους
και με γυμνούς μηρούς κι ελεύθερα πέπλα
γυμνάζονται στο τρέξιμο και στα δύσκολα γυμνάσια
από κοινού με τους νέους».
«Σπαρτιατίδων κόρη,
αἱ ξὺν νέοισιν ἐξερημοῦσαι δόμους
γυμνοῖσι μηροῖς καὶ πέπλοις ἀνειμένοις
δρόμους παλαίστρας τα’ οὐκ ἀνασχετοὺς ὁμοῦ
κοινὰς ἔχουσι»
Ο Αριστοφάνης, εξάλλου, στην Λυσιστράτη παρουσιάζει την αντιπρόσωπο της Σπάρτης, την Λαμπιτώ, ανώτερη από τις Αθηναίες στην ρώμη, την υγεία και το κάλλος. Η ίδια καυχιέται ότι οφείλει την υγεία και την καλλονή της στην άσκηση του σώματος:
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Καλά ήρθες, καλή μου Λαμπιτώ
πόσο γλυκιά είναι η ομορφιά σου
πώς λάμπεις, πόσο σφριγηλό είναι το σώμα σου·
και ταύρο ξεθεώνεις.
ΛΑΜΠΙΤΩ: Το πιστεύω. βλέπεις, γυμνάζομαι. σου δίνω κάτι
πήδους, που οι φτέρνες μου ακουμπούν στα μαλακά
μου.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ: Ὦ φιλτάτη Λάκαινα χαῖρε Λαμπιτοῖ
οἶον τὸ κάλλος, γλυκυτάτη σου φαίνεται
ὡς σ’ εὐχροεῖς, ὡς δὲ σφριγ´ τὸ σῶμα σου·
κἂν ταῦρον ἄγχοις.
ΛΑΜΠΙΤΩ: Γυμνάδδομαι γα καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
`
Γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το είδος των ασκήσεων, τις οποίες εκτελούσαν οι Σπαρτιάτισσες, καθώς και για τα ενδύματα που φορούσαν κατά την διάρκεια των ασκήσεων. Γενικά, οι γυναικείες ασκήσεις αναφέρονται στον δρόμο, την πάλη, την δισκοβολία, το ακόντιο και το άλμα. Στην διάρκεια των ασκήσεων οι γυναίκες της Σπάρτης φορούσαν άλλοτε πέπλους (πουκάμισα), «ὡς καὶ ἀνειμένους», δηλαδή «λυτούς», άλλοτε δε γυμνάζονταν τελείως γυμνές. Στην Αθήνα οι νεανίδες συμμετείχαν με τους νέους σε θρησκευτικές τελετές. Στην Τέω, την παραθαλάσσια πόλη στην Λυδία της Ιωνίας, υπήρχε μία αληθινή αναστροφή (coeducation) των δύο φύλων. Οι κόρες πριν από τον γάμο φοιτούσαν στην ίδια σχολή με τους νέους και συμμετείχαν στις ασκήσεις όπως και εκείνοι. Στην Χίο, που την κατοικούσαν Ίωνες, οι νέες εξασκούνταν στις παλαίστρες μαζί με τους νέους. Στην Κείο της Βιθυνίας οι παρθένες πήγαιναν δημόσια στα ιερά και παρέμεναν εκεί όλη την ημέρα, οι δε μνηστήρες τους τις έβλεπαν να παίζουν και να χορεύουν. Στην Αρκαδία, κατά την διάρκεια κάποιων τελετών, ομάδες από νέους και νέες έκαναν παρέλαση μαζί. Στην Ήλιδα, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, γίνονταν αγώνες προς τιμή της Ήρας, τα Ηραία. Στους αγώνες αυτούς γινόταν «ἅμιλλα δρόμου παρθένοις». Οι κοπέλες διαιρεμένες σε τρεις κατηγορίες ανάλογα προς την ηλικία τους και ντυμένες ελαφρά με τον δεξιό ώμο μέχρι το στήθος ανοικτό και τον χιτώνα λίγο πιο πάνω από το γόνατο, διεκδικούσαν ως βραβείο:
«Στεφάνια από ελιά και κομμάτι βοδιού που είχε θυσιαστεί στην Ήρα».
«Στεφάνους ἀπὸ ἐλαία καὶ βοὸς μοὶραν τÍ Ἥρᾳ τεθυμένην».
`
Είναι δύσκολη η απάντηση στο ερώτημα, μέχρι ποιας ηλικίας γυμναζόταν η Ελληνίδα κόρη. Φαίνεται ότι οι νεαρές κοπέλες έπαυαν να γυμνάζονται, τουλάχιστον δημόσια, αμέσως μετά τον γάμο τους. Το σύστημα αυτό της φυσικής αγωγής των Σπαρτιατών είχε τόσο γοητεύσει τον Πλάτωνα, ώστε σκέφτηκε να το εισάγει στην «Πολιτεία» του:
«Γυμνές οι γυναίκες να γυμνάζονται στις παλαίστρες με τους άνδρες, όχι μόνο οι νέες αλλά και οι ήδη μεγαλύτερες».
«Γυμνὰς τὰς γυναίκας ἐν παλαίστραις γυμναζομένας μετὰ τῶν ἀνδρῶν οὐ μόνον τὰς νέας ἀλλὰ καὶ ἤδη τὰς πρεσβυτέρας».
Στους «Νόμους» του, πάντως, είναι λιγότερο απαιτητικός. Σ’ αυτό το έργο του υποστηρίζει πως οι νέες πρέπει να ασκούνται στο τρέξιμο γυμνές, όμως, μέχρι τα 13 τους χρόνια και, αργότερα, κατάλληλα ντυμένες, από τα 13 έως τον γάμο τους.
«Ο νόμος μου θα έλεγε για τα κορίτσια τα ίδια ακριβώς όσα και για τα αγόρια, ότι, δηλαδή, πρέπει και τα κορίτσια να γυμνάζονται εξίσου».
«Τὰ αὐτὰ δὲ δὴ καὶ περὶ θηλειῶν ὁ μὲν ἐμὸς νόμος ἂν εἴποι πάντα, ὁσάπερ καὶ
περὶ τῶν ἀῤῥένων, ἴσα καὶ τὰς θηλείας ἀσκεῖν δεῖ»
κάτι που υποστηρίζεται και από τον ιστορικό Νικόλαο Δαμασκηνό
Συνεχίζοντας, διευκρινίζει ο Πλάτων:
«Τα κορίτσια που δεν είναι ακόμα στην ήβη, γυμνά να γυμνάζονται στο στάδιο, στον δίαυλο, στην ιππασία και στον δρόμο αντοχής. τα κορίτσια που είναι δεκατριών χρόνων, μέχρι να παντρευτούν, όχι μεγαλύτερα από είκοσι χρόνων κι όχι μικρότερα από δεκαοκτώ, αυτά να συναγωνίζονται στα αθλήματα του δρόμου, ντυμένα με την πρέπουσα στολή».
«Γυναιξὶ δὲ κόραις μὲν ἀνήβοις γυμναῖς στάδιον καὶ δίαυλον καὶ ἐφίππιον καὶ δόλιχον, ἐν αὐτῷ τῷ δρόμῳ ἁμιλλωμένας· ταῖς δὲ τριακαιδεκάτεσι μέχρι γάμου μενούσης κοινωνίας, μὴ μακρότερον εἴκοσιν ἐτῶν, μηδ’ ἔλαττον ὀκτωκαίδεκα· πρεπούσῃ δὲ στολÍ ταύτας ἐσταλμένας καταβατέον ἐπὶ τὴν ἅμιλλαν τούτων τῶν δρόμων».
Για την φυσική αγωγή των γυναικών βρίσκουμε ορθές παρατηρήσεις και συμβουλές στο έργο του Ορειβασίου. Αρχικά, ο ιατρός αυτός συνιστά την γυμναστική εξίσου στις γυναίκες όπως και στους άνδρες:
«Πρέπει να κοπιάζει η γυναίκα όχι λιγότερο από τον άνδρα».
«Πονεῖν χρὴ τὴν γυναίκα οὐκ ἔλασσον ἀνδρός».
Αμέσως μετά, αναφερόμενος στις απόψεις του Ρούφου του Εφεσίου, υποδεικνύει τα είδη των ασκήσεων, που είναι κατάλληλες για τις παρθένες ή για τις μεγαλύτερες γυναίκες, και καταδικάζει ως επικίνδυνες τις γυμναστικές καταχρήσεις, επειδή ενδέχεται να βλάψουν την θηλυκότητα:
«Μ’ έναν λόγο, είναι πολύ άσχημο να βρίσκουμε τις ασκήσεις οποιουδήποτε είδους κατάλληλες για τις παρθένες ή να νομίζουμε ότι είναι οκνηρές. συμφέρει βέβαια με τους κόπους να ανακινείς την θερμή τους φύση και την συνήθεια να θερμαίνεις τόσο ώστε να παραμένει η θηλυκότητά τους και να μη στρέφεται προς την αρρενωπότητα».
«Ἑνὶ δὲ λόγῳ πάντας τρόπους ἐξευρίσκειν γυμνασμάτων ἐπιτηδείων ταῖς παρθένοις, καὶ ἀργίας αὐταῖς νομίζειν, εἶναι κάκιστον· ἀνακινεῖν γὰρ τοῖς πόνοις τὸ θερμόν, καὶ τὴν ἕξιν θερμαίνειν συμφέρει, ἀλλ’ ὥστε μένειν θήλειαν καὶ μὴ ἐξίστασθαι πρὸς τὸ ἀῤῥενωπόν».
Στην συνέχεια τονίζει την αποφυγή των γυμναστικών υπερβολών:
«Στα κορίτσια ταιριάζουν τα αθλήματα του δρόμου, ενώ στις πιο μεγάλες περισσότερο ο περίπατος και οι βόλτες πάνω σε οχήματα. Πρέπει όμως να αποφεύγουμε, κυρίως, τις υπερβολές στην γυμναστική. γιατί υπάρχει κίνδυνος, συνηθισμένος βέβαια για τους άνδρες, ασυνήθιστος όμως για τις γυναίκες».
«Ταῖς μὲν κόραις δρόμοι ἁρμόζουσι διὰ κουφότητα, ταῖς δὲ προβεβηκυίας περίπατος πλείους καὶ ἐπὶ ὀχημάτων ἐλάσεις. Τὰς δὲ ὑπερβολὰς [γυμνάζεσθαι μᾶλλον δὲ] φυλάσσεσθαι· κίνδυνος γὰρ ὁ μέν τις κοινὸς καὶ ἀνδράσιν, ὁ δὲ ἐξαίρετος γυναιξίν»
Τέλος, ο Αθήναιος ο Ατταλεύς, ο Ρούφος ο Εφέσιος αλλά και ο Ορειβάσιος ο Περγαμηνός συμπεραίνουν:
«Πρέπει να επιτρέπονται στις γυναίκες τα γυμνάσια που τους αρμόζουν. Γιατί όταν μια γυναίκα γυμνάζεται έτσι, και τρώει με μεγαλύτερη όρεξη και είναι καλύτερη στην όψη».
«Γυμνάσια δὲ ἐπιτρεπτέον τὰ γυναιξὶ ἁρμόζοντα. Γυμναζομένην οὕτως ἀναγκαῖον καὶ ἐσθίειν ἥδιον καὶ εὐχροωτέρα εἶναι».