-Πάμε κορίτσι μου να φύγουμε από δω. Πάμε στο σπίτι μας. Τι δουλειά έχουμε εδώ;
-Πού θες να πάμε μάνα; Σε ποιο σπίτι;
-Στο σπίτι το δικό μας. Εκεί που ήμασταν..
(Ποιο σπίτι εννοούσε, δεν μπορούσα να καταλάβω. Πού ήθελε ν’ ακουμπήσει η ψυχή της να βρει ησυχία; Τόσα σπίτια άλλαξε. Ποιο απ’ όλα αγάπησε; Δεν ξέρω. Μη με ρωτάς. Δεν ξέρω αν γνώρισε ποτέ την ευτυχία. Δεν ξέρω που ήθελε να πάει. Αυτό ψάχνω για να καταλάβω σε ποιο μέρος έζησε κάποιες καλές μέρες . Νομίζω πως το πρόβλημά της ζωής της ήταν πως δεν μπόρεσε πουθενά να στεριώσει. Κει που πήγαινε να της χαμογελάσει η ζωή, της έπαιρνε τη χαρά μέσα απ’ τα χέρια ).
Γεννήθηκε σ’ ένα βαλτότοπο, το Νυχτερέμι. Βαλτότοπος ήταν τότε, στα 1894. Όταν πλημμύριζε το ποτάμι έμπαιναν στις βάρκες (να δω πως τις λεν). Μόλις είχε ελευθερωθεί η Θεσσαλία από τους Τούρκους. Ο πατέρας της τους είχε συνηθίσει .Είχε συνηθίσει τα χούγια τους, τις ιδιοτροπίες τους και τους φέρονταν ανάλογα. Τώρα με τους καινούριους αφεντάδες ένοιωθε περίεργα. Σα να μη χάρηκε που λευτερωθήκαμε. Καινούριοι νόμοι, χωροφυλάκοι να κυνηγούν τους ληστές, σύνορα στο Παπαπούλι, για να περάσεις στο Τούρκικο ήθελε ένα σωρό διατυπώσεις. Την περιουσία την είχε αποχτήσει όταν ήταν ακόμα οι Τούρκοι. Χωράφια και γελάδια, πολλά γελάδια. Το σπίτι αρχοντόσπιτο. Όχι στην εμφάνιση, σαν καλύβα έμοιαζε, μα για τα καλά που είχε. Τίποτα δεν τους έλειπε. Το γάλα, το βούτυρο, το κρέας, τα κοτόπουλα.
(Άραγε αυτό το σπίτι να θυμόταν η μάνα; Μπορεί.)
Ο κάμπος ήταν χρυσάφι. Ό,τι έσπερνες έδινε καρπό. Ήταν απ’ τον Πηνειό. Όταν πλημμύριζε άφηνε τη λούνη μισό μέτρο. Χώμα παχύ σα βούτυρο. Βέβαια αυτό το ποτάμι ήταν χρονιές που έφερνε την καταστροφή. Το νερό έφτανε μέχρι τα σκαλοπάτια του σπιτιού, έλεγες θα πνίξει ανθρώπους και ζωντανά. Θάλασσα γύρω απ’ το σπίτι. Έπιαναν τα χέλια απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού. Άκουγες να βρέχει έξω και να χαλάει το σύμπαν. Τότε ήταν που αγκαλιάζονταν τ’ αδερφάκια και σφίγγονταν όσο πιο γερά μπορούσαν και περίμεναν να περάσει το κακό. Η μάνα έτρεχε μαζί με τον πατέρα, άρπαζαν στην αγκαλιά τα ζωντανά και τα κουβαλούσαν πάνω στο σπίτι. Εκεί να δεις χαρές το γουρούνι. Να τρέχει μέσα στο σπίτι και να μην μπορούν να το πιάσουν.
Ήταν τα πρώτα χρόνια που ζούσε ακόμα κι η μάνα της. Ύστερα από λίγα χρόνια πέθανε και τα’ άφησε ορφανά. Δεν μπορούσε κανένας τότε να σκεφτεί τι τους περίμενε. Βέβαια ο θάνατος είναι θάνατος. Όπως και να ‘χει πονάει. Όμως εδώ δεν ήταν μόνο ο πόνος. Ήταν μια ορφάνια που ήταν σα μια μεγάλη τρύπα στη ζωή που όσο περνούσε ο καιρός όχι μόνο δεν έκλεινε, αλλά μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Στην αρχή στάθηκε δίπλα τους ο πατέρας. Ήταν το αποκούμπι. Ο ίσκιος στη ζωή τους. Οι πατεράδες όμως κείνο τον καιρό δεν έλεγαν πολλά με τα κορίτσια. Μόνο για δουλειές μιλούσαν. Κάνε αυτό, κάνε το άλλο. Απ’ τη στιγμή που του έλειψε η γυναίκα, έγινε σαν ιδιότροπος. Φώναζε και νευρίαζε με το παραμικρό.
Μια μέρα τον είδαν που έβαλε τα καλά του, ανέβηκε στο άλογο κι έφυγε. Σε κανέναν δεν είπε πού πάει. Βγήκαν στην πόρτα ανήσυχα. Δεν ήθελαν να φύγει κι αυτός ,όπως κι η μάνα. Έφυγε τους είπαν μακριά και δεν θα ξανάρθει. Άλλοι κοιτούσαν στον ουρανό, λες κι η μάνα ήταν πουλί και πέταξε. Κι άλλοι κοιτούσαν στο χώμα. Γιατί να μπει στο χώμα, τι γύρευε; Πέρασε καιρός να καταλάβουν τι σημαίνει φεύγει κανείς. Ο πατέρας όμως γύρισε. Κι ήταν χαρούμενος αυτή τη φορά. Είπε σιγά στον αδερφό του πως την άλλη βδομάδα θα τη φέρει στο σπίτι, κάτι μισόλογα που δεν τα κατάλαβαν, πως ήταν όμορφη λέει, όχι σα τη συγχωρεμένη, μα καλή με στήθια όμορφα. Τα μάτια του έλαμπαν. Αυτά αντί να χαρούν πάγωσαν. Το ένστικτο γεμίζει τα κενά που αφήνουν τα λόγια. Κι αυτά τα κενά ήταν σαν τα γκρίζα σύννεφα που φέρνουν τη μαυρίλα στον κάμπο. Ποια θα έφερνε ο πατέρας στο σπίτι τους. Κι η μάνα; Δεν τη σκέφτονταν που θα ‘βλεπε από ψηλά μια ξένη στο κρεβάτι της;
- Πάτε να κοιμηθείτε. Τι στέκεστε και κοιτάτε;.
Τα αποπήρε και τα ‘στειλε για ύπνο. Πήγαν να κοιμηθούν. Δεν κοιμήθηκαν. Αγκαλιάστηκαν κι έκλαψαν. Δε μιλούσαν. Μόνο έκλαιγαν. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψαν από τότε που έφυγε η μάνα. Αποκοιμήθηκαν.
Την άλλη μέρα πήγαν με τον πατέρα στο κτήμα. Τον άκουσαν να τραγουδάει. «Αυτού ψηλά που περπατάς ,τρυγόνα μ’ τρυγόνα μ’ και χαμηλά λογιάζεις τρυγόνα μου γραμμένη..»Αυτό το τραγούδι το’ λεγε στη μάνα και την κοιτούσε στα μάτια σε μια γιορτή. Τώρα για τη μάνα το λέει ;Τους φάνηκε σα να κοιτούσε ψηλά. Σα να ήθελε να της μιλήσει. Γύρισαν στο σπίτι .Έστρωσαν να φαν στο σοφρά. Σα να ΄θελε κάτι να τους πει. Αλλά κόμπιασε και ζήτησε ένα ποτήρι κρασί.
-Άντε να πάνε κάτω τα φαρμάκια, είπε. Έφτυσε και βλαστήμησε την παλιοζωή. Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες. Δεν ήρθε «αυτή» που περίμεναν. Κάτι πήρε τα’ αυτί τους πως δεν ήθελε ,λέει, να μεγαλώσει δυο ξένα παιδιά. Ήθελε να κάνει δικά της. Η ζωή ξαναβρήκε το ρυθμό της. Συνήθισαν χωρίς μάνα. Αυτό που δεν μπορούσαν να συνηθίσουν ήταν που όλοι τα έλεγαν καημένα. Αποφάσισαν να ντύνονται καλά, να σηκώνουν το κεφάλι ψηλά , όταν έβγαιναν από το σπίτι, για να μην τους λυπούνται. Γι αυτό η γιαγιά σου είχε πάντα ψηλά το κεφάλι κι ίσιο το κορμί. Της έμεινε συνήθεια μέχρι τα γεράματα. Όλοι στο χωριό την παίνευαν που είχε το κορμί λαμπάδα.