[author]του Σπύρου Αραβανή [/author]
Κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, διαλέγει ο Πανάγαθος να μου αποδεικνύει πως η θέση του είναι reserve όσο κι αν προσπαθώ να του την κερδίσω όλη τη χρονιά…Πέρυσι, έγραφα για τον 23χρονο νεαρό ο οποίος μού γνώρισε, άθελά του, το γουρουνο-αστικό της κεφαλής μου [ΕΔΩ το κείμενο]. Εφέτος, και πάλι την περίοδο των απολογισμών και των διαπραγματεύσεων, βρέθηκε ένας άλλος νέος να μου υπενθυμίσει πως στη λέξη «φιλοδώρημα», εκτός από το «μεγαλόψυχο» δεύτερο συνθετικό της, υπάρχει και το πρώτο…
`
Τους τελευταίους μήνες βάζω βενζίνη από ένα συγκεκριμένο βενζινάδικο κοντά στο σπίτι μου. Ούτε που ξέρω τι διαφορά τιμής έχει από τα παρακείμενα. Βάζω εκεί γιατί ένας νεαρός υπάλληλός του, από το Πακιστάν όπως μου είπε, έχει δυο μάτια που μου θυμίζουν έντονα ένα συγγενικό μου πρόσωπο το οποίο εχει χαθεί. Χρειάζεται και άλλο επιχείρημα επιλογής; Στο πεντάλεπτο, λοιπόν, του γεμίσματος του ρεζερβουάρ, ανταλλάσουμε συνήθως ζεστά χαμόγελα και μια -δυο τυπικές ερωτήσεις, «-τι κάνεις; -καλά/-ωραία μέρα σήμερα!-ωραία» χωρίς να ξεχνάει ποτέ να με ρωτήσει για την κόρη μου, που την γνωρίζει πριν ακόμα γεννηθεί, από την κοιλιά της μητέρας της, και χωρίς να ξεχνώ ποτέ να τον χαιρετήσω όποτε περνάω παραδίπλα με το αμάξι. Ωστόσο αν και μιλάει καλά ελληνικά, δεν το προχωράμε περισσότερο· εγώ λόγω μιας εκ φύσεως αναπηρίας στην πρώτη ανθρώπινη προσέγγιση, απόρροια ενός τιποτένιου εγωισμού, κι αυτός, πιθανολογώ, εξαιτίας μιας ευγενικής συστολής.
`
Άγιες, λοιπόν, ημέρες, και μετά από ένα πλύσιμο του αυτοκινήτου μου πήγα να πληρώσω στο ταμείο κρατώντας στα χέρια μου και ένα μικρό χρηματικό ποσό ώστε να του το αφήσω ως φιλοδώρημα. Τον βλέπω στο βάθος του μαγαζιού να κάθεται σε μια καρέκλα και να τρώει στα πεταχτά το μεσημεριανό του. Με τα νομίσματα στο χέρι, σαν ναύλα μεγαλοψυχίας, πήγα προς το μέρος του ώστε να τον ευχαριστήσω και να του αφήσω το πουρμπουάρ αναλογιζόμενος τη χαρά του για ένα έξτρα, έστω μικρό, ποσό και κυρίως «εξαγοράζοντας» ένα μεταγενέστερο «άνοιγμα» στη σχέση μας, δυο -τρεις κουβέντες, δηλαδή, παραπάνω, με το πλεονέκτημα, πλέον, τού ο «αυτός που αφήνει και φιλοδώρημα»…
`
Μόλις, λοιπόν, κάνω την κίνηση να δώσω τα χρήματα, πετάγεται σαν ελατήριο από την καρέκλα του: «Δεν θέλω χρήματα! Εσύ είσαι φίλος μου, και από φίλους δεν δέχομαι φιλοδωρήματα!». Τα λόγια του ήχησαν σαν σάλπιγγα έναρξης πολέμου. Κοφτά και τελεσίδικα. Εγώ πάλι έμεινα με τα κέρματα στο χέρι, μεταποιώντας το διάλογο του Χάροντα με τον Μένιππο στους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού: «Λαβέ, ὦ κατάρατε, τά πορθμεῖα!» για να μου απαντήσει αποστομωτικά: «Οὐκ ἂν λάβω παρά τοῦ μή ἒχοντος»... Γιατί ο ήχος των κερμάτων που άφησα επάνω στο τραπέζι ήταν… «Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας»...