[Έργο εξωφύλλου: Έφη Κατσουρού)
`
Μιμίκου και Μαίρης
Στο πάρκο βρήκα μόνο θαμμένη έκσταση
καπνό που μύριζε λιβάνι.
Τη σκόνη των εραστών να αιωρείται
ανάμεσα σε κλαδιά
που γυρτά πενθούν
για εκείνους που χάθηκαν.
Κλαίουσες οι ελιές.
Εκείνος δεν ανέπνευσε έρωτα, δεν τα κατάφερε,
κάθισε απ' έξω στα σκαλιά και κάπνισε.
Γύρισα μόνη πριν ξημερώσει.
Τέτοια ώρα σβήνουν οι οπτασίες.
Οι ορτανσίες.
Χωρίς ευρήματα - Χωρίς αιωνιότητα.
Δεν του δανείστηκα βροχή.
Δε μπόρεσα να του χαρίσω ήλιο.
Επέστρεψα χθες χωρίς στεφάνια,
με μία φίλη,
φυτέψαμε παιχνίδια για τα παιδιά που δε γέννησαν
ακουμπήσαμε έναν Μίτο για όσους απέμειναν
κι όσους γεννιούνται έρωτες,
δίπλωσα τα λόγια και τώρα ταξιδεύω.-
[ Από την Ενότητα «Άνοιξη» ]
`
***********
Βουλιάζω μέσα σε κόκκους από αλεσμένα όνειρα.
Πως μπορείς και ξεχνάς τα όνειρα;
Νύχτωσε τώρα δεν ξεχωρίζουν τα χρώματα
Μ’ ένα μαντήλι μού δέσατε τα μάτια
σ’ ένα παιχνίδι τυφλόμυγας ερήμην.
Να ‘ταν τουλάχιστον κίτρινο το φεγγάρι
-πόσες επάργυρες νύχτες ακόμη
πόσα χάλκινα πρωινά;-
Αν μ’ αγαπάς χάρισε μου ότι απέμεινε χρυσό
αφαίρεσέ το μόνο από τα τριαντάφυλλα
αυτό το παγωμένο κίτρινο.
Άφησα τα νύχια μου να μακρύνουν
και πάνε μέρες που σκάβω την πόλη
με ξένες φωνές να κρατάνε το ίσο.
Μια αναζήτηση μετάλλων ευγενών κι αισθήσεων
επιστρέφει προσμίξεις αγενείς.
Τα χέρια σου η χρυσή καδένα.
Αν θεωρείς πως κρατάω πολύτιμους λίθους στους χαρίζω
σ’ ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού.-
[ Aπό την Ενότητα «Καλοκαίρι» ]
`
***********
Αν επιστρέψω θα είμαι άγγελος
έκπτωτος στα χέρια σου.
Ήμουν ρίζα κι έγινα κλαδί,
φύλλο, φτερό
ενός γλάρου που ακολουθεί τα πλοία
κυνηγώντας τ’ αστέρια.
Κι ας φοβάμαι τη βοή που σβήνει,
φώναζα για να την καλύψω.
“Σταματήστε τα πλοία,
έρχονται και φεύγουν σαν Ερινύες.
Γοργόνες μοιρολογίστρες,
τραγουδήστε εύθυμα τραγούδια.
Κάντε τα λόγια μου ξόρκια.
Νηρηίδες κλέψτε τις προπέλες
στολιστείτε.
Καπετάνιε θυμήσου.
Κι εσείς που στέκεστε δίπλα μου
Ουρλιάχτε
-και πάνω από όλα μην πείτε αντίο-
να λιώσουν τα σίδερα.
Σώπασε πλανόδιε αυλητή.
Καπετάνιε θυμήσου.”
Κι όμως απέμεινε πάλι μόνο το σύννεφο,
τόσος σπαραγμός για ένα αντίο
που ούτε καν αναβλήθηκε.
Είμαι το δέντρο που μετανάστευσε,
θα έχω στεγνώσει πριν αλλάξω πατρίδα
γιατί έτσι συμβαίνει.
Δε θα ξανακλάψω για σένα, ακούς;
Τις εικόνες μου θα προβάλλω
σε οστά ελεφάντινα
να γίνω μαζί τους κοσμοπολίτικη βεντάλια,
δίπλα σε τρένα αστικά
να καλύπτω τα πρόσωπα εκείνων
που γέρασαν σε μία νύχτα.
[ Από την Ενότητα «Φθινόπωρο» ]
`
************
Senza
1.
Οι ανταρσίες δεν κρύβουνε φτερά και το χέρι σου λείπει τα βράδια. Δεν έχω διάθεση για άλλη αφαίρεση. Ξεριζώσαμε τα δέντρα, χλωμιάσαν οι δρόμοι. Καταργήσαμε τα επίθετα, για το καλό της Ποίησης. Απαξιώσαμε τα αισθήματα, να απλοποιηθούν οι σχέσεις. Και δεν είναι η γύμνια που μ’ ενοχλεί -αυτή την αγάπησα ιδίως δίπλα στη θάλασσα. Εσύ ήσουν που έψαχνες φύλλα συκής- αλλά αποστεωθήκαμε. Πόσες φορές δεν πολλαπλασιάστηκα να γεμίσω τα κενά σου; Ξέρεις; Είμαστε ζώα. Μας χάρισαν τη γλώσσα να ακουμπάμε την ψυχή να οικοδομούμε δίοδο μυστική στον έρωτα. Μη ψάχνεις λογικές συνέπειες στα λόγια μου, αδιαφορώ για το χρόνο και τη νομοτέλειά του. Τον έρωτα δε θα τον μετασχηματίσω σε αγάπη, την αγάπη δε θα την αποκαλέσω έρωτα. Είναι ετεροθαλή αδέρφια και ψάχνω σώμα να τα συστεγάσω. Έτυχε να γεννηθώ στην Ελλάδα και να ‘χω την ευχέρεια να παίζω με αυτές τις λέξεις. Μαζί σου δεν έπαιξα ποτέ.
[ Από την Ενότητα «Χειμώνας» ]
`
***********
III.
Σου έγραφα τακτικά, θυμάσαι;
Δέξου ακόμη μία επιστολή
-μεγάλωσα και πίστεψα
στον Έρωτα όσο σε Σένα.-
Την προστακτική διάβασέ τη ως μία λανθάνουσα ευκτική
που εξέλειψε.
Ας μοιραστούμε ένα ζεστό καφέ το απόγευμα,
θα μείνω πιστή στη συνήθεια
να μη ζητήσω τίποτα σε αυτό το γράμμα.
Είναι μονάχα μια ευκαιρία να κλείσω τα φώτα τα Μεσάνυχτα
να περιμένω ξύπνια το νέο ξημέρωμα
υπακούοντας στη διδασκαλία των Χριστουγεννιάτικων δέντρων.
IV.
Το αγόρι το κρέμασα στο πρώτο κλαδί
το κορίτσι δίπλα του.
Όλοι λέγαν πως αυτό το ξύλινο στολίδι
δεν είναι αγόρι πάνω σε άλογο
μα άγγελος.
Κι οι άγγελοι δε συνάπτουν σχέσεις με μικρά κορίτσια
ακόμη κι αν εκείνα έχουν ξανθιές πλεξούδες.
Χρόνια τώρα δουλεύω στην απόδειξη
ενός αντίθετου μαθηματικού τύπου
συνεχίζω να τοποθετώ σχεδόν εμμονικά
τα παιχνίδια στις ίδιες θέσεις
δεξιά από ένα ελάφι, μια αρκούδα κι ένα ζαχαρωτό.
[ Από το ποίημα «Μονόπρακτα εορτής»]
`
`
***********************************************************
Το 8ο βιβλίο της Σειράς Ποιείν των εκδόσεων Μετρονόμος (επιμ. Σπύρος Αραβανής) αποτελεί την πρώτη ποιητική συλλογή της Έφης Κατσουρού με τον τίτλο «Εκτός εποχής». Πρόκειται για μια ποιητική σύνθεση βασισμένη επάνω στις εποχές οι οποίες λειτουργούν ως το ερέθισμα για να εκφραστούν τα συναισθήματα, οι σκέψεις, οι μνήμες και οι αγωνίες μιας νέας κοπέλας από την περιπλάνησή της στο δρόμο, στο χρόνο και στον άνθρωπο. Με μια γλώσσα άλλοτε λυρική, άλλοτε υπερρεαλιστική και άλλοτε εξομολογητική η Κατσουρού με το πρώτο της βιβλίο εμφανίζει μια δημιουργική ωριμότητα μετατρέποντας τα βιώματά της σε ποιητικές εικόνες και τις εικόνες της πόλης σε ποιητικά βιώματα.
`
************************************************************
Η Έφη Κατσουρού γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει μέχρι σήμερα στην Πλάκα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και σήμερα εργάζεται ως αρχιτέκτονας στην Αθήνα, επιθυμώντας να την κάνει μία πιο όμορφη πόλη. Με την συγγραφή ασχολείται από μικρή ηλικία. Γράφει ποίηση και διηγήματα και αυτό το βιβλίο αποτελεί την πρώτη ποιητική της συλλογή.