Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Ασημίνα Λαμπράκου, Τρία ποιήματα

$
0
0

`

Ο αποχαιρετισμός .

Όρθιοι κάτω από την τέντα του περίπτερου
- μη φανταστείς
πως απαίτηση είχα
αλλιώς να τους σκεφτείς
καθιστούς ή ξαπλωμένους
καταμεσίς του δρόμου
μα σκέψου και μένα
που να αποδώσω ήθελα
λιτά
στη σκηνή και τους πρωταγωνιστές μου
τις συνέπειες στη συμπεριφορά
από του κόσμου την γύρω παρουσία
ανάγκη είχα τον πλεονασμό-
σ’ ένα αποχαιρετισμό
με χειραψία τυπική
περιορίστηκαν
εγκλείοντας ο καθένας
νόημα δικό του στην κίνηση
Έτσι, έκπληκτη
βρέθηκε να χαιρετά
μια παλάμη παγωμένη
παρά τον καύσωνα
των εξωτερικών καιρικών συνθηκών
και των δικών της εσωτερικών
Ώσπου να ολοκληρωθεί η παρατήρηση
μεσαίος και δείκτης
ακολουθούσαν την κίνηση του αντίχειρα
κατά μήκος της παλάμης
κι απ’ τις δυο πλευρές
εγχέοντας θαρρείς μέσω αφής
ρίζες από την δική της ουσία
έγνοιας και πραγματικότητας
στα επιθηλιακά κύτταρα του άντρα
με μιαν ιδιόχειρη αφιέρωση
όσο διήρκεσε το έκπληκτο
στο άγγιγμα
βλέμμα εκείνου

η αγάπη
φωτίζει
τις νύχτες του μυαλού μου
όσο τα ξωτικά
χορεύουν
στις άκρες της σκέψης μου

Έπειτα αποχωρίστηκαν
τα βλέμματα κι οι παλάμες
Δυο λόγια επόμενα
και τα πράγματα εξελίχθηκαν
σε κατευθύνσεις αντίθετες
Εκείνη, στράφηκε αριστερά
και πριν στρίψει στη γωνία
απ’ όπου θα τον έχανε διά παντός
από την οπτική της
κοντοστάθηκε σε μια βιτρίνα
να προκαλέσει την αλλαγή στη σκέψη
Αργότερα πολύ
θα μετρούσε και την κατάσταση

(από τη συλλογή: οι απέναντι, αυτοέκδοση, Αθήνα 2012)

`

[***]

μελέτη περίπτωσης

Κι αν δεν ρωτάς Έτσι εκτυλίχθηκαν τα πράγματα Μια
από εκείνες τις νύχτες του περασμένου μήνα Που η
υγρασία εγκλώβιζε τα συναισθήματα στα κατώτερα
στρώματα της ατμόσφαιρας Στερώντας τους τη δυ-
νατότητα της διασποράς Βρήκε ένα σωρό σκουπίδια
Κι έκρυψε κάτω από τον όγκο τους το κορμί της Μο-
ναδική διαφυγή – Παιδιόθεν καταβολή – Η γάμπα
της μετέωρη στο αναποφάσιστο της φύσης Δειλή μια
βροχούλα Λάσπωσε τα σκουπίδια και τη γάμπα Μο-
νάχα ένας περαστικός άστεγος Διέκρινε το σημάδι
Και βάλθηκε Όχι από καμιά λαιμαργία να πουλήσει
τη γόβα για μιας πεντάρας παρόν Αλλά από ένστικτο
κάποιο αναπτυγμένο στα καλέσματα που ψιθύριζαν
Δίχως να φωνάζουν “βοήθησέ με” Κι έσκαψε Μ’ έναν
κόπο ανώφελο που δεν μπορούσε εξ αρχής να εκτι-
μήσει σαν τέτοιο Κι όπως εκπλήρωνε το σκοπό του
Σε κάθε του νυχιά βογκούσε ο δόλιος σε όσα τού
αποκαλύπτονταν Σκισμένο το γερασμένο της υπο-
γάστριο Λευκό Γεννούσε σατανάδες κι άλλους διαό-
λους πηγμένους σ’ αίμα μαύρο σκοτωμένο Και κάτι
σπόρους δίχως γέννα μέσα τους Άδειους, στέρφους
Κι οι ποντικοί των σκουπιδιών Αντί να φεύγουν στη
θωριά του Ξεθάρρευαν κι αναιδείς πλησίαζαν Στης
καρδιάς τ’ άνοιγμα να ρουφήξουν ότι ανάβλυζε Που
σα μέλι έμοιαζε μ’ είχε χρώμα βυσσινί του μούρου
και τον έκανε ν’ αμφιβάλει Και τα χέρια της αγκυλω-
μένοι οι όμορφοι καρποί της σ’ αυτή τη στάση που
έχουν οι τυφλοί σα πρόσωπο θέλουν να χαϊδέψουν
να το αισθανθούν αφού δε βλέπουν μόνο… δίχως τη
ψυχή τους… σε μια κίνηση τελικά άγνωστή του Και
που να ήξερε ο άμοιρος ποιαν φρικτή φυλακή ζω-
γράφιζαν τα δάχτυλα Μια έκανε και παραμέρισε τα
βρεγμένα της μαλλιά Κι αυτά κουλουριάστηκαν στη
λάσπη Σα λευκά πέταλα μαδημένου τριαντάφυλλου
Μ’ έναν ύπερο έφηβο και στήμονες σα χορό αρχαίας
τραγωδίας γύρω του Πορσελάνη σπασμένη οι σκέ-
ψεις της Και τα μάτια της δυο σκούρες λίμνες ικεσίας
στο χλωμό της πρόσωπο “βοήθησέ με”, ψιθύρισε Κι
αυτός κατάλαβε μόλις το άσκοπο της πράξης του κι
ευθύς να επανορθώσει πήγε μα πριν… σαν να ’δει-
χναν τα μάτια εκεί ένα μικρό χαρτάκι διπλωμένο και
βρώμικο στα σκουπίδια ανάμεσα Βρώμικα και τα
δικά του χέρια Παραμέρισαν τα περιττά κι έφτασαν
το χαρτί “… μόνο… μη χαθείς τελείως! Μπορεί κά-
ποια στιγμή να σε χρειαστώ…” διάβασε Έπειτα το
έβαλε στη χούφτα της κι άρχισε ευλαβικά να την
σκεπάζει με το σωρό από τα σκουπίδια Μοναδική
διαφυγή άφησε Τη γάμπα της …μετέωρη στο ανα-
ποφάσιστο της φύσης

Η φωνή που ψιθυριστά ζητούσε βοήθεια ησύχασε ._

(από τη συλλογή: νοτιοανατολικό βλέμμα, εκδ. Ενδυμίων, Αθήνα 2014)

`

[***]

τα μάτια σου

Τα μάτια σου
εσπερινός στο μέσον της ημέρας
Και το βλέμμα τους
φυλακή να ξεκλειδώνω.

Νάτο πάλι το παιδί εμπρός μου
«θα δει» «θα δει»
Κι η απειλή σκότωνε από τον άνθρωπο
τη πράξη του να του θυμίσει
την αδυναμία του να πλησιάζει άνθρωπο.

Για ν’ αντέξω
υποκρίθηκα πως με φιλούσες στους κροτάφους
όσο να συγκεντρωθεί
το βλέμμα στο δικό μου
κι η σκέψη σου στο θέμα.
Αλλιώς
να σ’ αγκαλιάσω έπρεπε
και δεν ζητούσα προς ώρας
να μπει το σώμα μεσολαβητής στη στιγμή.

Έπειτα
οι λέξεις…
αφίλητες να σταματήσουν πως
δεν βρήκα.
Έτσι
τις δικές μου ψίχουλα έκανα
ένα σπουργίτη ταΐζοντας
που ανήσυχος κάτω απ’ το βλέμμα μου
τις ράμφιζε με λαχτάρα
κι άλλοτε πάλι τις αγνοούσε
όσο οι δικές σου συνέχιζαν να φανερώνονται
να φανερώνονται για να κρύβουν
να κρύψουν.

Πως άντρας γίνεσαι από παιδί
κι ύστερα πάλι το ίδιο στην επανάληψη
κοίταγα και το κορμί μου έγερνε
έγερνε κάτω από τη ζέστα και την έλλειψη ύπνου
και το κρατούσα ορθό να σε χωράει
και το μυαλό άσβεστο να γράφει
να γράφει για να θυμάμαι
όταν αργότερα στο δικό του σκοτάδι
θ’ αναζητούσε φως και ζέστα
ζέστα όπως εκείνη των χεριών σου στα δικά μου
την ώρα που τα δάχτυλα άφησα στο άγγιγμα
για ώρα κι ούτε που κι εσύ τα τράβηξες καν
μετά κι απ’ το φιλί που
η νύστα μού στέρησε
να το στολίσω
τη δική μου ζέστα
ίσως για να κρατήσω την αναμονή
να κρατήσω την αναμονή.

Το τίποτα
πήρε τα μάτια σου
στο ακριβώς ξεψύχισμα
της μέρας._

(από μια συλλογή που έρχεται απ’ το μέλλον)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles