`
Α όπως aligator
“Κατέβαινε από τη κρεβατοκαμάρα της στη κουζίνα για το πρωινό . Γάλα και φρυγανιά με μέλι . Επρεπε να εξηγεί κάθε πρωί ότι δε πεινούσε. “ (από ανάρτηση της Dora Carlatira στην craft)
Κοντοστάθηκε μόνο σ’ ενα σκαλοπάτι
όσο για να γυαλίσει τις φολίδες της και μετά να τις ανασηκώσει λίγο. Έτσι γυαλιστερές και ανασηκωμένες θα τρόμαζαν τα θηρία που έστηναν κάθε πρωί καρτέρι στην κουζίνα.
Τα θηρία α, τα θηρία δεν τρομάζουν εύκολα κι αυτή έτριβε κι όλο έτριβε φολίδες και κοιταζόταν στον καθρέφτη και καθόλου δεν τρόμαζε άρχισε μάλιστα να της αρέσει ο εαυτός της, έτσι με ανασηκωμένες τις γυαλιστερές φολίδες και αν τα θηρία δεν τρόμαζαν κακό του κεφαλιού τους. Τώρα πια δεν θα άλλαζε χρώματα σαν χαμαιλέων, δεν θα άφηνε κομμάτια της ουράς της εδώ κι εκεί σαν μικρή σαλαμάνδρα, απλά θα περιέφερε φολίδες.
Τις νύχτες μετρούσε τις μελισσοφωλιές του νυχτικού της , ανάερη λιμπελούλα, ονειρεύοταν πως όλος ο κόσμος θα έμενε έκθαμβος, τρομαγμένος ίσως από τις καλογυαλισμένες φολίδες της, έτσι κάθε πρωί έτριβε με μανία, κοιτάζοταν στον καθρέφτη, κατέβαινε τη σκάλα και πάντα κοντοστέκοταν στο ίδιο σκαλί και προσπαθούσε να γίνει όλο και πιο τρομαχτική, πράγμα που σιγά σιγά κατάφερε.
Βρε πως έγινε έτσι αυτό το παιδί έλεγαν, κι αυτή, ευχαριστημένη, γινόταν όλο και πιο έτσι.
Μέχρι που μεγάλωσε και, έτσι όπως είχε γίνει και δεν ξεγινόταν πια, πήρε το δρόμο της.
Λάθος δρόμο όπως πολύ αργά αποδείχτηκε γιατί τα θηρία έξω ήταν αληθινά θηρία και καθόλου δεν τρόμαζαν μόνο διασκέδαζαν με τις καλογυαλισμένες, ελαφρά ανασηκωμένες φολίδες της κι όλο της έριχναν δαγκωνιές κυρίως στην ουρά κι η ουρά έτσι όπως της έλειπαν κομάτια ήταν βέβαια μια καλογυαλισμένη ουρά, αλλά μια ελλειπής καλογυαλισμένη ουρά που δεν είχε καμία χάρη να την κουνά, ούτε βέβαια αυτή την τρομακτική δύναμη που κανονικά έπρεπε να έχει, όπως έχουν οι ουρές από την εποχή των δεινοσαύρων, κάτι που όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε.
Κάποτε, αν έλεγα όλο και συχνότερα θα ήμουν πιο ακριβής, βυθιζόταν στην λάσπη, με τα μάτια να εξέχουν πάντα και τα ρουθούνια πότε πότε, ίσα να μην πεθάνει από ασφυξία. Βυθισμένη λοιπόν στη λάσπη, Ακίνητη, Απροσδιόριστη θάλεγα κι ας μην συμφωνείτε με την επιλογή του επιθέτου, Απροσδιόριστη λοιπόν, έπεφτε σε περισυλλογή βαθιά τόσο βαθιά που ίσα ίσα προλάβαινε να αναδυθεί λιγάκι και να αναπνεύσει, στα όρια της Ασφυξίας και ακριβώς γι’ αυτό, μια που ο εγκέφαλος κάπως παράξενα λειτουργεί σε συνθήκες έλλειψης οξυγόνου, έκανε σκέψεις παράξενες . Συχνά μεταμορφώνοταν γινόταν κοριτσάκι, ναι αυτό που δεν είχε υπάρξει παρά σε ένα παρελθόντα Αόριστο χρόνο και πάντως πολύ πριν αρχίσει να γυαλίζει φολίδες. Ακόμα συχνότερα πέταγε ψηλά και θαύμαζε Απαρατήρητη τον κόσμο, όχι μόνο Απαρατήρητη αλλά και Αβαρής και Αόρατη και Αθόρυβη, Απροσδιόριστη πάντα και άλλα πολλά που όλα άρχιζαν με Α-στερητικό. Ήταν ευχαριστημένη μάλιστα που δεν χρειαζόταν φολίδες, ουρές κλπ. για να πετάξει, μπορείς εύκολα να ονειρεύεσαι ότι πετάς, ειδικά όταν είσαι βυθισμένος στη λάσπη.
Σιγά σιγά, μπαίνοντας και βγαίνοντας στη λάσπη, παραμένοντας εκεί όλο και περισσότερο, απόχτησε τη δική της σκάλα, έγινε αυτή το θηρίο και ένα άλλο μικρό κορίτσι άρχισε να γυαλίζει φολίδες λες και δεν γίνεται αλλιώς. Λες και όλες της οι προσπάθειες να είναι η τελευταία της γενιάς της με φολίδες και δαγκωμένη ουρά, με λασπωμένα όνειρα και πτήσεις στερητικού Α, ήταν μοιραία Ατελέσφορες.
`
*
ΥΓΡΑ, ΗΜΙΦΩΝΑ ΛΑΜΔΑ
-Λατρεία, θα πιείς το σπράιτ; έχει Λήξει…
-Πότε;
-Πριν ένα χρόνο
-Ναι αγάπη
Πίνει το Ληγμένο σπράιτ με ευχαρίστηση και περηφάνο αίσθημα καθήκοντος : συμβάλλει στην οικιακή οικονομία.
-Αγάπη, θέλεις να σου φτιάξω ποτάκι;
-Ναι Λατρεία.
Του ετοιμάζει όλο χαρά μια Πίνα ΚοΛΛάδα, που δεν έχει ακόμα Λήξει αλλά δεν είναι αρκετή να κορέσει την πείνα, την δίψα, να συγκοΛΛήσει Ληγμένες σχέσεις. Την σερβίρει με ξηρούς καρπούς.
-Ορίστε Λατρεία, έφερα και αλατισμένα αμύγδαλα.
-Λήξανε;
-Πριν τρεις μήνες
-Εντάξει Λατρεία.
Και η ζωή περνά με μικροκαυγαδάκια, ανταΛΛαγή Λατρευτικών λόγων και κατανάλωση Ληγμένων Λάμδα, αφού εκείνη θέλει να μην Λείπει τίποτα από τα ντουλάπια της κι εκείνος να μην πετιέται τίποτα από όσα συσσωρεύτηκαν just in case, ίσως μάλιστα αυτή η κατανάλωση Ληγμένων Λέξεων, τροφίμων και ποτών να αποτελεί τον συνδετικό κρίκο που τους κρατά σε μια σχέση που ήδη έχει Λήξει βυθισμένη σε υγρά, ημίφωνα Λάμδα…
Όχι πάλι, όχι ξανά
Είναι κάτι υγρά ασπόνδυλα, σαρκοβόρα θηρία, μεταβλητού μεγέθους.
Δεν ξέρω αν τα έχετε συναντήσει ποτέ.
Αν τα αναγνωρίζετε.
Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω καλύτερα, όχι να δώσω οδηγίες πλεύσης, απλά να τα περιγράψω και πείτε μου παρακαλώ τα έχετε συναντήσει κι εσείς;
Λουφάζουν καλυμμένα στάχτη ληγμένων και ξεπετάγονται λες για να εμποδίσουν το καινούργιο. Ερμαφρόδιτα, έρπουν τις δύσκολες ώρες της αμφιβολίας, σκίζουν ψυχές με μακριά γαμψά νύχια. Πρωτοξάδερφα του χαμαιλέοντα δανείζονται σχήμα και χρώμα ή μάλλον κλέβουν σχήμα και χρώμα από το περιβάλλον, από εσάς δηλαδή και από εμένα που διατηρούμε ληγμένα.
Αν εξαπλωθούν στο σώμα σας θα γεμίσετε φλύκταινες εσωτερικά και μαρασμό στην όψη, αυτά είναι τα πρώτα συμπτώματα. Ακολουθούν υγρές παρειές, σφιγμένα χείλη, γαμψή μύτη, ακαμψία, κατατονία και πολλά άλλα που έχουν να κάνουν με προϋπάρχοντα στίγματα.
Μια και μοναδική η μέθοδος πρόληψης: Εγρήγορση
Μια και μοναδική η μέθοδος θεραπείας: Εκλογίκευση
Σας αφήνω τώρα, πάω να κυνηγήσω ξανά ασπόνδυλα σαρκοβόρα θηρία.
`
*
Σ όπως Σιωπή
Η Σιωπή είναι χρυσός λένε κάποιοι.
Μην τους πιστεύετε, η Σιωπή είναι Σιωπή, άλλοτε απλή , συχνά θυμωμένη, άλλοτε αθόρυβη, συχνά ηχηρή, καμιά φορά εκκωφαντική.
Αυτή είναι η δική μου γνώμη κι αν δεν με πιστεύετε ακούστε το Συριστικό σσσσσσιωπή, αυτό αρκεί για να πείσει και τον πιο δύσπιστο
Σσσσσσσσσσσσσ..
Συμφωνούμε λοιπόν πως η Σιωπή είναι Σιωπή και βέβαια δεν είναι χρυσός, ούτε πλατίνα ούτε κανένα άλλο πολύτιμο μέταλλο, Σίδηρος ίσως.
Σίδηρος συμπαγής, γκρίζος, ομοιογενής, έχει μεγάλο ειδικό βάρος, προσέξτε τις λέξεις με-γά-λο ει-δι-κό βά-ρος , βαραίνει στις πλάτες που βαδίζουν καμπουριαστές και θα έχετε προσέξει με πόση έκπληξη ορθώνονται στο άκουσμα μιας απλής καλημέρας.
Βαριά και συνήθως απλή, ακατέργαστη η Σιωπή, άλλοτε ελαφρά Σκουριασμένη άλλοτε περισσότερο, τόσο όσο να τρίζει απειλητικά εκείνο το Συριστικό Σ κι αυτό το κάνει κυρίως τα βράδυα, δεν θέλει να έχει μάρτυρες.
Μερικές φορές είναι κατεργασμένη όπως ένα τσεκούρι που χτυπάει ρυθμικά να ρίξει το δέντρο κι εκείνο κάνει πως αντιστέκεται μα γρήγορα υποκύπτει στη γοητεία του ξυλοκόπου.
Άλλοτε είναι περίτεχνη σαν κιγκλίδωμα, αυτό που φυλακίζει ό,τι πολύτιμο και διαχωρίζει το μέσα από το έξω. Αυτή η Σιωπή έχει μεγάλη δυναμη να καταλύει ανθρώπους μέσα σε Σχέσεις, να καταλύει Σχέσεις. Αυτό που απομένει είναι μια βουβή κραυγή απελπισίας μέσα από Σφιγμένα δόντια.
Σίγμα λοιπόν, Συριστικό για τη Σιωπή όπως το Σύρσιμο από κουρασμένα θέλω σε Σκοτεινά Σιωπηλά δώματα.
Σσσσσσ σσσσς
`
*
Mind the gap
Eίναι κάποια ήσσονος σημασίας γεγονότα που συμβαίνουν απλά γιατί τα ίδια έχουν αποφασίσει να συμβούν.
Συμβαίνουν στη ζωή μας και εμείς συμμετέχουμε
αναγκαστικά, δεν μπορούν να συμβούν χωρίς εμάς.
Ένα τέτοιο ήσσονος σημασίας γεγονός είναι ο γάμος. Μας συνέβη κάποτε κι εμείς παρακολουθούμε τις εξελίξεις να συμβαίνουν παρόντες και απόντες ταυτόχρονα κι εκεί είναι που χάνουμε τον εαυτό μας, στο χάσμα ανάμεσα στην παρουσία και την απουσία, παρόλο που η προειδοποίηση “ mind the gap” ακούγεται καθαρά από τα μεγάφωνα.
Παρακολουθούμε το γεγονός από σταθμό σε σταθμό, από κενό σε κενό μέχρι που γινόμαστε εμείς το κενό. Περιφέρουμε λοιπόν το κενό μαζί με το ξεχειλωμένο σώμα μας ( πώς να χωρέσει τόσο κενό;) του δίνουμε καλλωπιστικά ονόματα, το φορτώνουμε αξίες. Αυτό κρυφογελά, είναι πια ένα κενό με αξία και σαν τέτοιο αρχίζει να έχει αξιώσεις όλο και μεγαλύτερες, να καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο μέσα μας, να είναι περιέκτης και περιεχόμενο ταυτόχρονα.
Κι εμείς περιφερόμαστε περήφανα κενοί, καταπίνοντας ασύστολα κατιόντες.
Του χρόνου
Ζούσε ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Το τώρα ή μάλλον η απουσία του ήταν που δυσκόλευε τα πράγματα - αυτό το αντιμετώπιζε με περισσότερα θα.
Όχι, δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση αυτή, λύση ανάγκης θα την έλεγα που όμως δεν έλυνε τίποτα. Αντίθετα έδενε με κόμπους ολόενα σκληρότερους και με όρους ολόενα πιο σφιχτούς αμφίρροπα.
Αμφίρροπα;
Όχι, δεν είναι η κατάλληλη λέξη γιατί υπήρχε και τρίτος εμπλεκόμενος με ισχυρό τώρα, ανύπαρκτο πριν και ισχυρότερο μετά και δεν του έκανε κανένα καλό να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο τώρα, το πριν και το μετά.
Χρόνο με τον χρόνο οι χρόνοι μπερδεύτηκαν, οι κλίσεις έγιναν εγκλίσεις, η συζυγία των ρημάτων απέκτησε χαρακτηριστική κλίση, οι φωνές παθητικές και ενεργητικές έγιναν δυνατές.
Να πως τα πράγματα κομποδέθηκαν και έφτιαξαν μια σούπα, που μακάρι να ήτανε βελουτέ αλλά καθόλου δεν έμοιαζε με τέτοια, με πρώτες ύλες δυστυχισμένες από την αταίριαστη συνύπαρξη.
Κι αυτή παρόλο που ασφυκτιούσε μισοβυθισμένη στη σούπα όλο και την ανάδευε μη τυχόν και πιάσει πάτο, πράγμα που δεν κατάφερε να αποφύγει, ίσως έτσι να είναι καλύτερα.
Αναγκάστηκε λοιπόν να κόψει με το - μακάρι να ήταν σπαθί αλλά μόνο ένα ασθενικό σουγιαδάκι διέθετε- να κόψει λοιπόν με το σουγιαδάκι κόμπους, να πετάξει τη σούπα και να τρίβει, να τρίβει την κατσαρόλα ασταμάτητα. κάτι που θα συνεχίζει μέχρι να μάθει να ζει το τώρα, να χτίζει το μετά.
Παρόλο που τώρα πια αναπνέει ελεύθερα και το πριν έχει μικρύνει, έχει ακόμα άλυτους κόμπους στο στομάχι, είναι γιατί της λείπει αφόρητα το τρίτο μέρος, χωρίς την παρουσία του δεν υπάρχει μετά.
`
*
Μ, όπως μοναξιά
Αυτή που ανασηκώνει την κουρτίνα και κολλημένη πίσω από το τζάμι βλέπει το υπέργηρο ζευγάρι να κάνει τον καθημερινό περίπατο πιασμένο χέρι χέρι και αναρωτιέται τι στο καλό έφταιξε.
Αυτή που ξενυχτά σε υγρές οθόνες προσπαθώντας να αντλήσει φέγγος.
Αυτή με το Μι που δεν ξέρει αν το γιώτα που το συνοδεύει είναι ήτα και το ήτα, ήττα και μπερδεύεται με τους κανόνες της ορθογραφίας και ξεχνάει τους κανόνες της ευζωίας.
Μι λοιπόν ημίφωνο, τόσο όσο να ουρλιάζει τις λευκές νύχτες και να μη σε αφήνει να ησυχάσεις και ένρινο, μια ιδέα νερού να δίνει τη δυνατότητα να μετουσιωθεί αν επιλέξει τη λύση.
Η λύση είναι εφικτή από την εφαρμογή των Μαθηματικών κανόνων, των πιο βασικών.
Σκεφτείτε αν η Μοναξιά επιλέξει αντί τον πολλαπλασιασμό ή την πρόσθεση να χρησιμοποιήσει τα Μαθηματικά και αντί να υψώνεται σε δύναμη να προσεταιρισθεί άλλες Μοναξιές και να γίνει μια μεγάλη παρέα, θα έχανε τότε το φορτίο της και το άφωνο Μη θα αποκτούσε την αξία του Μαζί.
`
*
Le vent nous portera, στη Χρύσα
https://www.youtube.com/watch?v=NrgcRvBJYBE
Ο άνεμος, αυτός που δροσίζει τα καλοκαίρια μας, το μελτεμάκι, ας μας μεταφέρει στα καλοκαίρια της αθωότητας, τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.
Στις μέλισσες που βουίζουν ασύστολα φωλιασμένες στη συκιά της αυλής κι εκείνη τις ανταμείβει με σύκα που στάζουν μέλι. Στα καλοκαίρια της Βάρκιζας,με την άμμο πεντακάθαρη και τη θάλασσα κρυστάλλινη να αγκάλιαζουν τα γέλια μας και να μας δώριζουν όστρακα.
Στο θρήνο κάθε που τα αγκάθια του αχινού πρέπει να αφαιρεθούν από το πόδι μας και, έστω για λίγο, είμαστε αναγκασμένοι να απέχουμε από τα παιχνίδια.
Στις φυστικιές της Βάρκιζας που φορτωμένες καρπό γλυκύτατο μας προσκαλούν σε νυχτερινές επιδρομές.
Στο μικρό του Λούνα Παρκ που χαρίζει στα αγόρια βόλτες με τα συγκρουόμενα για να κουνά τα κορίτσια στις βάρκες με μάτια υγρά από επιθυμία, κι εμείς απογειωνόμαστε στις βάρκες-κούνιες με τα φουστάκια να ανεμίζουν ανυποψίαστα.
Στα ποδήλατα της Αίγινας και την απόδραση στην Πέρδικα με τους γονείς να αγωνιούν και να μας κατσαδιάζουν στην επιστροφή.
Στη κατασκήνωση και στις κρυφές αναγνώσεις του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ.
Στα μεσημέρια τα ιδρωμένα, στην υδροφόρα του Δήμου, στα σεντόνια- οθόνες και στην οχτάρα μηχανή που χαρίζει γέλιο στη γειτονιά.
Στον παγωτατζή με το άσπρο καπελάκι και στο φορτηγό που μας μεταφέρει στη θάλασσα με τραγούδια και πειράγματα.
Στη θαλάσσια αύρα που δροσίζει τα βράδυα μας.
Ας μας μεταφέρει ο άνεμος.
Και ναι, δεν θα επιτρέψουμε στον Λίβα να μας αποξηράνει.
`
*
Παραμύθι για σαρκοβόρα και άλλα φυτά.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Τόπος που δεν ήταν.
Τουλάχιστον έτσι πίστευε ο ίδιος.
Παρόλο που είχε δέντρα και ρυάκια και λόφους, πράσινο και θάλασσα και όλα ήταν στη σωστή θέση, αυτός δεν ήταν.
Θα τον έλεγες τόπο ευλογημένο αν μπορούσες να είσαι εκεί, ειδικά την Άνοιξη.Θα έβλεπες τότε πολύχρωμα Νηπενθή σκαρφαλώνουν σε πανύψηλα αρτηριοσκληρωτικά Μπαομπάπ , Δροσερές να φροντίζουν για τα χαμηλά ενώ Λαγομηλιές, Ουρτικουλάριες και κάτι ξεπεσμένες Πινγκουίκουλες -αρκετά ψηλομύτες και εκδικητικές, νεόπτωχα δημιουργήματα κρίσης- βρίσκονται παντού.Στα ορεινά, εκεί που τα πρωινά είναι διάφανα και στα νερά βρίσκεις τρίτωνες, εκεί λοιπόν Καρλίνες φροντίζουν για την άμυνα – είναι κάτι που το γνωρίζουν καλά.
Όλη τούτη η χλωρίδα, απασχολημένη να τρώει σάρκες και να αμύνεται, έδινε μια μυρουδιά αποφοράς στον Τόπο που δεν ήταν.
Χαμόγελα δύσκολα άνθιζαν ενώ η πανίδα περιοριζόταν σε κάποια πολύ επίμονα είδη, απειλητικά για την οικολογική σταθερότητα του οικοσυστήματος.
Να ήταν αυτή η έλλειψη σταθερότητας, η ασάφεια στους ρόλους –πώς να ξεχωρίσεις τα σαρκοφάγα, ντυμένα χρώματα ελκυστικά, από τα απαραίτητα για την λειτουργία του οικοσυστήματος- που απομάκρυνε την πανίδα;
Ξέρετε, η πανίδα ανθίζει όταν οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι και τότε Λεύκες πανύψηλες ανταλλάσουν θροίσματα με Φλαμουριές ενώ τα ήρεμα νερά δίνουν καταφύγιο σε Νούφαρα, γαλάζια και λευκά, που με τη σειρά τους δίνουν καταφύγιο σε λιμπελούλες και πυγολαμπίδες. Χαμομήλια δίνουν τροφή σε μέλισσες και αυτές, οι τόσο εργατικές, επικονίαζουν λέξεις μελίρρυτες.
Αναπάντεχα το σύστημα ισορροπεί και ο Τόπος που δεν ήταν μαθαίνει να αναγνωρίζει τον εαυτό του και γίνεται μια ευτυχισμένη ουΤοπία.
`
*
Καταλύτης
Ξέρω κάποιον, ίσως να τον ξέρετε κι εσείς, ειδικά αν είστε του χώρου, που είναι πάντα έσω έτοιμος και καθόλου δεν δυσκολεύεται να το εξωτερικεύει.
Αγαπάει τις γυναίκες και το δείχνει με τον πιο άμεσο, τον πιο παραδοσιακό τρόπο κι έχει τον τρόπο του να το κάνει. Έχει μάλιστα καλούς τρόπους, καλή παιδεία, ειδικά περί τα λογοτεχνικά, και καλή φωνή, χρειάζεται κάτι παραπάνω;
Α, ναι άφθονα λάικ συνοδευόμενα από καρδούλες, θαυμαστικά και αρκετές ώρες στο τσατ.
Θα μπορούσε κάλλιστα να περάσει για πολύτεκνος με τόσα μωρά που έχει, γιατί όπως έμαθα πρόσφατα, για λόγους ασφαλείας, αποκαλεί όλες τις κυρίες “μωρό μου” της συζύγου συμπεριλαμβανομένης.
Μαχμουρλής και καλόβολος γουργουρίζει σα γάτος στα κεραμίδια, ευχαριστημένος για τη χαρά που προσφέρει στις γυναίκες. Κι αυτές χαίρονται τη συντροφιά του ανεξάρτητα από την κατάσταση που δηλώνουν, άλλωστε η επιλογή “είναι περίπλοκο” ταιριάζει μια χαρά σε όλες τις καταστάσεις.
Όχι πως η παρουσία του, φευγαλέα άλλωστε, κάνει λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες τις καταστάσεις απλά η ζωή γίνεται πιο υποφερτή. Αυτό σε κάποιες περιπτώσεις είναι αρκετό για να περισώσει αλλά σε κάποιες άλλες γίνεται κεντρομόλος δύναμη που οδηγεί σε απλούστερες καταστάσεις. Τότε λειτουργεί ως καταλύτης, όσοι διαβάζατε χημεία στο σχολείο θα ξέρετε πως ο καταλύτης επιβραδύνει ή επιταχύνει την αντίδραση χωρίς να συμμετέχει στα αντιδρώντα ούτε και στα παράγωγα, και ως τέτοιον απολαύστε τον κορίτσια.
Θα σας εξομολογηθώ κάτι προσωπικό που θα ήθελα να μείνει μεταξύ μας.
Είναι μια από αυτές τις ιστορίες που χρειάζονται γιορτινή ατμόσφαιρα για να συμβούν και όταν συμβαίνουν είναι –πώς να το πω;- ζεστά και χουχουλιάρικα.
Χθες βράδυ βγήκα για πρώτη φορά με έναν άντρα και κοιμήθηκα μαζί του…
Θα τα διηγηθώ όλα, με κάθε λεπτομέρεια…
Μου έστειλε μήνυμα ο Χ. ότι υπάρχουν δυο προσκλήσεις στο όνομά του, στο γκισέ του Εθνικού Θεάτρου, για το Ζ.
Φάνηκα εύκολη, από την πρώτη στιγμή είπα το ναι…
Συναντηθήκαμε στην κρύα, αλλά γιορτινά στολισμένη Αθήνα. Το σκοτάδι κάλυπτε την ασχήμια της πόλης, την έκανε μια σχεδόν ρομαντική, σχεδόν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Περπατήσαμε, μερικές εκατοντάδες μέτρα, στην περιοχή της Ομόνοιας κατεβαίνοντας την Αγίου Κωνσταντίνου για να βρεθούμε στη θαλπωρή του Εθνικού Θεάτρου λίγο πριν το δεύτερο κουδούνι. Μπήκαμε στην αίθουσα αφού είχε χτυπήσει το τρίτο, διαπίστωσα μάλιστα πως το ίδιο έκαναν και αρκετοί άλλοι θεατρόφιλοι συμπολίτες μας.
Καθίσαμε στη δεύτερη σειρά, ο Νικήτας Τσακίρογλου εξ ευωνύμων, ο Χ εκ δεξιών. Το σκηνικό μοντέρνο, η παράσταση στακάτη, η μουσική καλή το ίδιο και οι ηθοποιοί- σας την συστήνω ανεπιφύλακτα. Κάποια στιγμή διαπιστώνω πως ο Χ αφήνει έναν ελαφρύ αναστεναγμό, γυρίζω και τον βλέπω να κοιμάται, τον ξυπνώ διακριτικά αλλά σε λίγο υποπίπτει στο ίδιο αμάρτημα και, δυστυχώς, αφέθηκα κι εγώ να με παρασύρει……
Έτσι λοιπόν αποκοιμήθηκα δίπλα του, παραλίγο να ακουμπήσουν τα κεφάλια μας μάλιστα και να συγχρονισθεί το, ελαφρύ, ελαφρότατο, ροχαλητό μας
Ντροπή, το κάναμε ασύστολα και σε κοινή θέα!!!!
Δεν φταίει βέβαια ούτε το έργο ούτε η σκηνοθεσία ούτε οι ηθοποιοί. Αυτό που σίγουρα φταίει είναι το ξενύχτι της προηγούμενης βραδιάς με φίλους από την Κραφτ.
Χαμογέλασε και το πλατύ χαμόγελο, αυτό που γέρνει ελαφρά προς τα κάτω, αποκάλυψε τα δόντια του κιτρινισμένα από τον καπνό, το αλκοόλ, τον συνδυασμό τους ή τα θέλω που κρέμονται άτολμα να επιχειρήσουν έξοδο.
Η παρουσία του ζεστή, ανοιχτή, ελαφρά ασταθής και δεν είναι μόνο το αλκοόλ υπεύθυνο για την αστάθεια αλλά και η αδυναμία επιλογής που τον χαρακτηρίζει. Ακολουθεί το δρόμο που χάραξε, δρόμο του καθήκοντος τον λέει, δρόμο που οδηγεί σε βαθιά φαράγγια τον λέω, και που τον κατηφορίζει συνοδεύοντας κάποτε φευγαλέες νύμφες.
Χαμογέλασε λοιπόν κι οι νύμφες πεταλούδισαν κοντά του με την ελπίδα να γίνουν, έστω για λίγο, πυγολαμπίδες και να τον παρασύρουν πετώντας ανάερα σε μυστικές, εαρινές λόχμες.
Κανονικά, έτσι λένε οι κανόνες της συγγραφής, θα έπρεπε να συνεχίσω, να γράψω κάτι για το τι συνέβαινε στις λόχμες. Δεν το βρίσκω απαραίτητο, έχετε φαντασία, φτιάξτε τη σκηνή κατά το δοκούν. Αν μάλιστα το μικρό αυτό πεζό το συνοδέψω με μια εικόνα θα έχω δώσει κατευθυντήριες γραμμές στη φαντασία σας. Κι αφού μιλώ για νύμφες και εαρινές λόχμες θα περιμένατε εικόνα από προραφαηλίτη ζωγράφο με νύμφες και σάτυρους αλλά δεν είναι αυτό που έχω στο μυαλό μου. Βλέπετε οι νύμφες στην εποχή μας φορούν ψηλοτάκουνα, καπνίζουν, ενίοτε αντροφέρνουν και βρίζουν, οι λόχμες λέγονται ξενοδοχεία ημιπαραμονής και η όλη διαδικασία είναι διαικπεραιωτική όπως και να την ονομάσουμε.
Ας τον αφήσουμε λοιπόν χαμογελαστό, ζαλισμένο τόσο όσο να να βλέπει στις φτηνές ρεπροντυξιόν των ξενοδοχείων ημιπαραμονής προραφαηλίτες και στις φευγαλέες συντρόφους του νύμφες, και ας ζήσουμε ανατρέποντας τη γαμημένη πραγματικότητα, αυτή που δεν σε αφήνει ούτε κάτω από ρεπροντυξιόν να ονειρευτείς.
`
*
Τα κουμπιά
Κοιτάζει τα κουμπιά, απλωμένα πάνω στο κρεβάτι.Την κοιτάζουν κι αυτά, πολύχρωμα, μικρά μεγάλα, στρογγυλά τα περισσότερα. Από πλαστικό, κοκάλινα, μεταλλικά, μερικά σαν φιλντισένια, κάποια ντυμένα με ύφασμα.
-Ρε γαμώτο να μην ταιριάζουν.
Δίπλα ένα γκρι γιλέκο που του λείπουν δυο κουμπιά.Προσπαθεί να ξεχωρίσει δυο, ίδια μεταξύ τους κουμπιά, που να μοιάζουν όσο γίνεται περισσότερο μ΄αυτά του γιλέκου.
Ανακατέυει προσεκτικά, τα κουμπιά σαν να ρέουν ανάμεσα στα δάχτυλα της.
Θυμάται τις ιστορίες τους.
Αυτά είναι από το πουκάμισο του συζύγου, έλιωσε το πουκάμισο, έγινε ξεσκονόπανο και τα κουμπιά εκεί, προσεκτικά περασμένα σε κλωστή, να μη μπερδεύονται με τ΄άλλα. Αυτό από το φορμάκι του γιού, τ΄ άλλο από το φόρεμα της κόρης.Αυτό, εκείνο, το άλλο, όλα είχαν μια ιστορία να πουν. Και την έλεγαν.
Χαμογελάει.
Αυτό είναι από το μοντγκόμερυ που φόραγα φοιτήτρια. Αυθεντικό εγγλέζικο. Πανάκριβο τότε. Αλλά καθόλου δεν προφύλασσε από τον αέρα. Περνούσε από την αραιή του ύφανση και την περόνιαζε ως το κόκαλο, όταν έκαναν εργαστήριο τοπογραφίας στο ύπαιθρο. Και τα κουμπιά του τεράστια κοκάλινα , σε σχήμα κέρατου.
-Το κέρατο μου, τι παιδεμός είναι αυτός; Για ένα παλιογίλεκο θα σκάσω; Θα βάλω ότι να ’ναι. Ας μην ταιριάζει, απλά να κάνει τη δουλειά.
Μόνο αυτό! Χωρίς καμιά έννοια για κάτι παραπάνω. Ετσι αφρόντιστα, όπως αφρόντιστα άφησε την ζωή της να πάει μια εδώ και μια εκεί, όπου την έσερνε η ανάγκη κι οι υποχρεώσεις. Παίρνει δυο κουμπιά, αυτά που της φαίνονται πιο ταιριαστά, περνά την κλωστή στη βελόνα. Βάζει τη δαχτυλήθρα. Μένει ακίνητη για μια στιγμή, κι ύστερα πετάει τη βελόνα, αταίριαστα κουμπιά, τη δαχτυλήθρα.
-Ε όχι, φτάνει πια, δεν θα βάλω ότι κι ότι. Όχι!
Διαλέγει προσεκτικά από το σωρό, είναι 5 κουμπιά, όσα ακριβώς χρειάζεται!
Περασμένα κι αυτά σε κλωστή. Δεν είναι στρογγυλά, οβάλ είναι, δεν μοιάζουν με αυτά που είχε ήδη το γιλέκο. Δεν μοιάζουν με κανένα. Δε θα ‘λεγε κανείς ότι ταιριάζουν, αλλά της αρέσουν. Της αρέσει η διαφάνειά τους, το ελαφρώς ροζ χρώμα τους. Το μέγεθός τους. Της φαίνονται ταιριαστά.Ταιριαστά; Δε θα τόλεγε εύκολα κάποιος!
-Τι με νοιάζει αν στους άλλους φαίνονται ταιριαστά; Αρκεί που φαίνονται σ΄εμένα.
Διαλέγει προσεκτικά το χρώμα της κλωστής, την περνά στη βελόνα κι αρχίζει να ξηλώνει τα γκρι κουμπιά του γιλέκου.
Με αποφασιστικές κινήσεις αρχίζει να ράβει τα δικά της κουμπιά.Χαμογελά. Σκέφτεται.
Τι ωραία θα ήταν να διαλέγω εγώ, να αποφασίζω εγώ τι μου ταιριάζει.
Τελειώνει το ράψιμο, τακτοποιεί τα ραφτικά, τα κουμπιά και χαμογελαστή.
Αρχίζει το μαγείρεμα!
Αντε να τελειώνω, σε λίγο αρχίζει το σήριαλ…
Μου αρέσουν τα γράμματα, όλη η αλφαβήτα αλλά και η γραμματική, οι κανόνες της γραμματικής. Είναι όμορφο να ξέρεις τους κανόνες για να κανονίζεις πόσο θα τους παραβαίνεις κάθε φορά.
Γιατί ποιο το νόημα των κανόνων αν δεν τους παραβαίνεις, αν δεν τους φέρνεις στα μέτρα σου ώστε αυτό που θα εκφράσεις να είναι ο δικός σου λόγος;
Κανονικός ή ακανόνιστος πάντως δικός σου καταδικός σου. Λόγος, λόγια , λέξεις αποτελούμενες από γράμματα κοινής αποδοχής που φτιάχνουν ένα καινούργιο λεξικό, το λεξικό των δικών σου όρων, ορισμών, οριστικών και αορίστων, ορίων και οριζόντων.
Αυτό ακριβώς κάνω: ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω ακόμα καλύτερα επανακαθορίζω κι ύστερα δίνω μια και πάω παραπέρα και κάθε φορά βλέπω πως μπορώ ακόμα πιο πέρα κάτι που χαίρομαι γιατί τα όρια και οι κανόνες είναι για να τα ξεπερνάς.