Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Νίκη Παυλοπούλου, «ΑΛΛ(ιώ)ός»

$
0
0


”Μια φορά κι έναν καιρό
ή
”Κάποτε σε τόπους μακρινούς”
ή ακόμα
”Ήταν μια όμορφη κοπέλα, που ήταν τόσο δυστυχισμένη”…

Κάπως, έτσι ξεκινούν οι ιστορίες.
Ιστορίες με πριγκιποπούλες φυλακισμένες, δράκους να τις φοβερίζουν και ιππότες με τόλμη και σπαθιά να τις σώζουν.

Ιστορίες που μιλούν για το καλό και το κακό ,το δίκαιο και το άδικο.
Ιστορίες που μας χαροποιούν.
Ιστορίες που μας στενοχωρούν.
Όπως και να είναι, όμως, οι ιστορίες μας τροφοδοτούν.

Και επειδή όλοι χρειαζόμαστε ιστορίες, θα πούμε και μείς μια.

Όχι με πριγκίπισσες.
Όχι με δράκους.
Όχι με ιππότες που με τα σπαθιά και την εξυπνάδα τους, νικούν το κακό.

Η ιστορία θα είναι διαφορετική.

Για ανθρώπους… ξύλινες μπογιές
Για κάστρο… μικρό χάρτινο κουτί.
Για αρχή…διαφορετική.
Για τέλος…καθοριστικό.

Όλα, λοιπόν, αρχίζουν και τελειώνουν σ ένα κουτί.
Στενό.
Λεπτό.
Με μυρωδιά κλειστού
και
αίσθηση γυαλιστερού.

Εκεί μέσα ζούσαν 5 χρώματα.
Διαφορετικά.
Λαμπερά, γυαλιστερά
μα ήταν
και
κάποια,
μη φωτεινά.

Τα χρώματα αυτά ήταν φίλοι μεταξύ τους…
Επειδή, όμως την αλήθεια, όπως και την αγάπη
είναι ωραίο να την δηλώνουμε,
φίλοι δεν ήταν όλα τα χρώματα μεταξύ τους.
Φίλοι ήταν τα τέσσερα απ’ αυτά.

Το πέμπτο, στην άκρη.
Παραγκωνισμένο,
μόνο του,
δυστυχισμένο.
Δεν του μιλούσαν.
Δεν τον ρωτούσαν.
Αν ακουμπούσαν τις μύτες τους κατά λάθος, αμέσως έτρεχαν να κουμπώσουν τα καπάκια τους.
Γελούσαν σε κάθε λόγο του.
Ενοχλούνταν σε κάθε βλέμμα του.

Οι υπόλοιποι τέσσερις συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους.
Ο ένας μπερδευόταν στις αποχρώσεις του άλλου και θεωρούσαν,
ότι μόνο,
μόνοι τους,
έφτιαχναν τις πιο τέλειες ζωγραφιές.

Οι τέσσερις αυτοί φίλοι ήταν ο Κίτρος, ο Πράσος, ο Μπλέος, και ο Κόκκης.
Ο τελευταίος ήταν ο Μαύρος, μα οι υπόλοιποι τον φώναζαν Μούτζουρο, γιατί έλεγαν πως μόνο γι’αυτό έκανε.

Ο Κίτρος, ζούσε στη μέση του κουτιού.

Έβαζε τα χέρια του στη τσέπη, σφύριζε και έλεγε πως ήταν ο καλύτερος του κουτιού.
Χωρίς εκείνον, όλα θα ήταν σκοτεινά.
Το φως, δικό του, και δική του η ουσία όποιας ζωγραφιάς.

Δίπλα του έστεκε ο Πράσος.

Όλο χαμογελούσε και έλεγε πως ήταν ο καλύτερος του κουτιού.
Χωρίς εκείνον, όλα θα ήταν αποπνικτικά.
Ο αέρας, δικός του και δικό του το ”οξυγόνο” όποιας ζωγραφιάς.

Ο Μπλέος στην άκρη, δίπλα στον Κίτρο.

Όλο τραγουδούσε και έλεγε πως ήταν ο καλύτερος του κουτιού.
Χωρίς εκείνον, όλα θα ήταν στατικά.
Το νερό, δικό του και δική του η ”ζωή” όποιας ζωγραφιάς.

Πλάι στον Πράσο, ο Κόκκης.

Μόνο μιλούσε και έλεγε, σαφώς, πως ήταν ο καλύτερος του κουτιού.
Χωρίς εκείνον, όλα θα ήταν παγωμένα.
Η φωτιά δική του και δική του η ένταση όποιας ζωγραφιάς.

Αυτοί ήταν η παρέα του κουτιού. Με τα σκ(έρ)ίτσα τους, τα τοπία τους και ό,τι σχέδιο έβαζε ο μπογιονούς τους.
Μαζί.
Στο κέντρο.
Σφιχτοχρωματισμένοι.

Πάντα, όμως όπου υπάρχει κέντρο, υπάρχει και μια άκρη.
Και στου κουτιού την άκρη, στο πιο μακρινό μέρος του ασπρόγκριζου τετραγώνου,
ο Μαύρος.
Δεν έβαζε τα χέρια στη τσέπη,
δεν σφύριζε,
δε χαμογελούσε,
δε τραγουδούσε,
δε μιλούσε
και
δεν έλεγε πως ήταν ο καλύτερος του κουτιού.
Το σκοτάδι, δικό του και δική του η θλίψη όποιας ζωγραφιάς.

Ο Μαύρος ζούσε μόνος του.
Μόνο μουτζούρες του καταλόγιζαν.
Οι άλλοι συνεχώς ζωγράφιζαν,
μαζί,
ευτυχισμένοι.
Τους έβλεπε.
Στενοχωριόταν.
Άηχα, σιωπηλά.

-”Στην άκρη…αυτή είναι η θέση σου”,
αυτά έλεγαν και του όριζαν να μην μπλέκεται στα πόδια τους, γιατί μόνο καταστροφή προκαλούσε στα δημιουργήματα τους.

Και ζωγράφιζαν.
Πράσινο, κίτρινο, μπλε, κόκκινο
και
πουθενά
μαύρο.
Οι ζωγραφιές που έφτιαχναν είχαν μπλε, κόκκινο, πράσινο, κίτρινο
μα
πουθενά
το μαύρο.

Στην αρχή ήταν πολύ ωραίες.
Φωτεινές, χαρούμενες, μα με τον καιρό, λίγο πολύ έδειχναν το ίδιο.
Εικόνες ίδιες.
Βαρετές.
Σχεδόν, κουραστικές, πια.
Και όταν ο κύριος χρόνος σου δείξει πως πρέπει να κάνεις κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό, σου χτυπά πολύ δυνατά την πόρτα σου. Έτσι, αποφάσισε να κάνει και στην μπογιοπαρέα, ενοχλώντας, αρχικά τον Κόκκη.

Μια μέρα, λοιπόν, ο κύριος χρόνος, αόρατος και διακριτικός επισκέφτηκε τον Κόκκη με δώρο τη βαρεμάρα και την πλήξη.
Μπουχτισμένος, πια ο Κόκκης από τα ίδια και τα ίδια, μίλησε στους καλούς του φίλους.

-΄΄Κουράστηκα !!!
Τα τοπία υπέροχα, οι ουρανοί, οι θάλασσες, η φύση, το φως, όλα ζωγραφίστηκαν.
Και όλα έγιναν, όπως έπρεπε.
Όμως, πια βαρέθηκα.
Θέλω να αναμειχθούμε και να φτιάξουμε κάτι που δεν έχουμε ποτέ.΄΄

Σαν μίλησε οι υπόλοιποι απόρησαν.

Μα πως είναι δυνατόν, σκέφτηκαν να ζωγραφίσουν κάτι που ήταν διαφορετικό από ό,τι ήξεραν. Όλα τους τα χρόνια είχαν μάθει να δημιουργούν ίδιες ζωγραφιές. Και τις έκαναν τέλειες.
Χωρίς λάθη.
Χωρίς παραλείψεις.
Χωρίς καμία παραχρωμία.

Σαν άκουσαν τον λόγο του, δεν μιλούσε κανένας τους.
Μόνο φυσούσαν και ξεφυσούσαν τις αποχρώσεις τους.
Πράγματι.
Ποτέ δεν δημιούργησαν κάτι, έξω από αυτό, που η φύση τους όριζε να κάνουν.

Όταν το ίδιο γίνεται η μόνη πραγματικότητα, τότε η πραγματικότητα γίνεται απογοητευτική.

Κι έτσι σκέφτηκαν ν αλλάξουν.
Το μόνο, που τους έμενε, ήταν το θέμα.
Και το θέμα δεν άργησε να βρεθεί.

Αφού πέρασαν τρεις μέρες ο Κίτρος συγκάλεσε συμβούλιο των μπογιών για να ανακοινώσει την πρόταση του. Βεβαίως στο συμβούλιο συμμετείχαν οι τέσσερις τους, και μόνο αυτοί, καθώς ο Μαύρος δεν άνηκε πουθενά.
-΄΄Αγαπητοί συγκούτιοι, μαζευτήκαμε απόψε εδώ για να συζητήσουμε την πρόταση της επόμενης ζωγραφιάς.
Ας ακουστούν οι προτάσεις΄΄, είπε ο Κίτρος και έβαλε τα χέρια στη τσέπη.

Οι μπογιές κοιτάζονταν αμήχανα μεταξύ τους.
Για κάμποση ώρα,
σιωπή.
Ο Κίτρος βλέποντας τους συγκούτιους του αμίλητους και χωρίς πρόθεση προσπάθειας, αποφάσισε καθώς ήταν και ο πιο τολμηρός του κουτιού, να πει τη δική του πρόταση. Άλλωστε, ως φοβερός αυτοπεποιθησάκιας, ήταν σίγουρος πως μόλις την άκουγαν, θα ενθουσιάζονταν. Αφού ξερόβηξε, για να καθαρίσει ο λαιμός του, έκανε και κανα δυο γκρου-γκρου, ξεκίνησε τη στομφώδη του ομιλία.

-΄΄Αγαπητοί συγκούτιοι, αρχικώς θα παρακαλέσω την προσοχή σας εν όψει της ιδιαιτέρως σοβαρής πρότασης που θα ανακοινώσω. Επίσης, θα ήθελα να μην με διακόψει κανείς σας και τις απορίες σας να μου τις εκθέσετε στο τέλος του λόγου, που θα είναι σύντομος και λίαν κατατοπιστικός.
Όπως όλοι θα παρατηρήσατε, όλες αυτές τις μέρες προσπαθούσα να σκεφτώ τι δεν φτιάξαμε ποτέ. Μέρες, νύχτες γύριζε στο μπογιομυαλό μου το ερώτημα αυτό. Ένα βράδυ, που όλοι είχατε κοιμηθεί, ξάφνου άρχισα να σκέφτομαι κάτι, πολύ, πολύ, συγκεκριμένο.΄΄

Όλο αγωνία οι υπόλοιποι, κρέμονταν από τα μπογιαχείλη του.

-΄΄Λοιπόν;΄΄, γεμάτοι αγωνία και μονοφωνικά, οι μπογιές είπαν.

Ο Κίτρος, όλο περηφάνια και τουπέ, με φωνή σοβαρή και στεντόρεια, απάντησε κοιτάζοντας ψηλά και πάντα, με τα χέρια στη τσέπη.

-΄΄Μια κοπέλα.
Και πιο συγκεκριμένα, το πρόσωπό της΄΄, αναφώνησε και άστραψε ολόκληρος.

Και λόγο άλλο δεν έβγαλε.
Και χαμήλωσε το βλέμμα του.
Και έβγαλε τα χέρια από την τσέπη.
Και έβαλε το καπάκι του.
Και στάθηκε στη μέση του κουτιού. Στη θέση του.
Και για ώρα, άλλος δεν μίλησε, κανείς,
Και σιωπή, παντού.

Ακόμα και ο Μαύρος, ο παραγκωνισμένος, από όλες τις μπογιές ξεχασμένος, στο άκουσμα αυτό, προβληματίστηκε.

Μια κοπέλα…
Δύσκολο.

Δεν ήξεραν να ζωγραφίζουν πρόσωπα.
Μάτια, μαλλιά, στόμα, όλα εκείνα που έχει ένα πρόσωπο, για τις μπογιές ήταν άγνωστα.
Και εκτός απ’ αυτά.
Οι εκφράσεις, οι αισθήσεις;
Όλα αυτά, πώς;

Επειδή, όμως πάντοτε, έρχεται η στιγμή που το άγνωστο θέλεις γνωστό να κάνεις, η ιδέα άρχιζε να τους ενδιαφέρει.
Ενώ, αρχικά, φοβήθηκαν, όσο περνούσε η ώρα, όλο και περισσότερο τους άρεσε.
΄Ωσπου, αποφάσισαν.

-΄΄Θα το κάνουμε΄΄, είπαν σίγουροι και ανυπόμονοι για το τι θα δημιουργούσαν.
Ο Κίτρος,τότε, που είχε άλλωστε και την πρωταρχική ιδέα, αφού έβγαλε το καπάκι του και ξαναέβαλε τα χέρια στις τσέπες, συνέχισε με ακόμη περισσότερη υπερηφάνεια και ακόμη περισσότερο τουπέ, τον λόγο του.

-΄΄Αγαπητοί συγκούτιοι, αντιλαμβανόμενος την αποδοχή της ολότελα και ολοκληρωτικά και καθολικά, δικής μου ιδέας, έχω να προτείνω την συνέχεια αυτούς του μεγαλειώδους, όπως δείχνει, εγχειρήματος. Η κοπέλα που θα ζωγραφίσουμε θα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

Τα μάτια θα ‘ναι μεγάλα,
καστανά,
σαν να χαμογελούν,
σαν να θλίβονται.
Εκφραστικά, τόσο που τα λόγια της θα βγαίνουν μέσα από το βλέμμα της.

Τα φρύδια θα είναι τοξωτά, σαν να υπάρχουν για να μισοσκιάζουν το βλέμμα, αλλά ουσιαστικά, για να το συμπληρώσουν.

Τα μαλλιά της θα είναι σκούρα,
μακριά,
ίσια και πυκνά, σαν να τα φυσά ο αέρας, αλλά και σαν να σταματά.
Μυστήρια, τόσο που θέλεις να τα χαϊδέψεις.

Το στόμα της θα είναι κόκκινο,
εκείνο του ροδιού,
γελαστό,
σαν να θέλει να μιλήσει,
σαν να θέλει να σωπάσει.
Ζωντανό, τόσο που θα θέλεις να σου ψιθυρίσει, που θα θέλεις να το ακούσεις.

Θα είναι όμορφη, μα όχι τυπική.
Διαφορετική.
Θα ψάχνεις την ομορφιά της.
Κάθε φορά, που θα την αντικρίζεις, θα τη βρίσκεις αλλαγμένη.
Θα είναι έτσι καμωμένη, που όποιος τη βλέπει, θα κλείνει τα μάτια και δεν θα την ξεχνά, ποτέ.΄΄

Αυτά είπε και αμέσως οι τέσσερις φίλοι ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν.

Για μέρες πολλές μπλέκονταν ο ένας με τον άλλο. Προσπαθούσαν αρκετά, αλλά δεν τα κατάφερναν.
Στην αρχή, δεν καταλάβαιναν. Άλλωστε, αυτό είναι και το χαρακτηριστικό της αρχής.

Με τις μέρες να περνούν, άρχισαν να συνειδητοποιούν.
Το πρόβλημα τους, δεν ήταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου.
Το πρόβλημα τους, ήταν το περίγραμμα του.
Αδυνατούσαν να σχεδιάσουν τη μορφή της κοπέλας.
Είχαν τα χρώματα για να την στολίσουν, αλλά δεν είχαν το σχέδιο για να την ΄΄αποκτήσουν΄΄.

Απογοητεύτηκαν.

Κατάλαβαν πως δεν θα την τέλειωναν ποτέ και έτσι, αποφάσισαν να τα παρατήσουν. Αυτό είναι και το πρόβλημα με την απογοήτευση.
Σε κάνει νικημένο.

Ο καθένας έμπαινε με τη σειρά του στο κουτί,
Σίγουρος,
πια,
πως αυτή την κοπέλα δεν θα την ΄΄έβλεπαν΄΄ ποτέ.

Αραδιάστηκαν θλιμμένοι στο άσπρο τους κουτί, απογοητευμένοι για την αποτυχία τους και αμίλητοι, σκεπτόμενοι που είχαν κάνει λάθος.
Επειδή, όμως το λάθος σπάνια τα καταλογίζουμε στον εαυτό μας, προχώρησαν στο επόμενο βήμα διάλυσης της φιλίας τους.
Άρχισαν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο.

-΄΄Εσύ φταις΄΄, έλεγε ο Κίτρος στον Μπλέο.
΄΄ Μας είσαι άχρηστος.
Πού χρειάζεται το μπλε σε μια τέτοια ζωγραφιά;΄΄

Ο Μπλέος απαντούσε, κατηγορώντας κι αυτός με τη σειρά του τον Κίτρο.
-΄΄Μόνο ιδέες και φιγούρα είσαι, και από δουλεία, τίποτα!!!
Μόνο εντολές.
Μόνο αρχηγός.
Πού η δίκη σου παρουσία στη ζωγραφιά;΄΄
Οι άλλοι δυο, αμίλητοι, απλοί παρατηρητές της διαφωνίας παρέμεναν χωρίς παρατηρήσεις, περιμένοντας πότε θα τελειώσει αυτή η διαμάχη.

Μα οι φωνές δεν σώπαιναν. Συνέχιζαν και γίνονταν ολοένα εντονότερες.
Ώσπου ο Κίτρος και ο Μπλέος έβγαλαν τα καπάκια τους και ήταν έτοιμοι για χρωματομαχία.

Κόκκινο ο ένας , Μπλε ο άλλος, πάλευαν τόσο δυνατά που, πια μπερδεύτηκαν.
Είχαν μουτζουρωθεί και δεν διέκρινες, καν, τα χρώματα τους.
Οι άλλοι δυο παρατηρούσαν, χωρίς να θέλουν να μπουν στη μέση, από φόβο μην πάθουν και αυτοί το ίδιο.
Όλα θα τέλειωναν.
Εκεί.
Τότε.
Είχε φανεί.

Καθένας στον κόσμο αυτό είναι προορισμένος για ένα συγκεκριμένο έργο, που οφείλει να το πράττει και όσο μπορεί να το τελειοποιεί.
Τα χρώματα, είχαν κάνει λάθος. Άφησαν το έργο της ζωγραφιάς και ασχολήθηκαν να δείξουν ποιος υπερτερεί του άλλου.
Όσοι φίλοι,
προηγουμένως,
εχθροί και πολέμιοι,
τώρα.
Όταν η αγάπη σκιάζεται από τον εγωισμό, όλα χάνονται.
Και κάπου εκεί, που φεύγει η αγάπη άλλαξε και η ζωή των συγκούτιων.
Και κάπου εδώ θα λέγαμε ή μάλλον θα γράφαμε
΄΄τέλος΄΄ ,
Χωρίς το ΄΄ζήσανε αυτοί καλά και μείς καλύτερα΄΄.

Αλλά, ΑΛΛ(ιώ)ός ήταν ορισμένο.

Κάποιος από το κουτί θα αναλάμβανε δράση, ουσιαστική.
Κάποιος που κανείς δεν αποδεχόταν.
Κάποιος που κανείς δεν περίμενε.
Εκείνος…της άκρης ο φύλακας.
Ένα από τα τσακωμένα βράδια, ο Μαύρος έβγαλε το καπάκι του και αποφάσισε να ξεκινήσει.

Χωρίς λόγια.
Χωρίς υποσχέσεις.

Το περίγραμμα.
Αυτό που θα οριοθετήσει τα πάντα.
Αυτό του ΄πρεπε.
Αυτό μπορούσε.

Και το κάνε.
Αθόρυβα.

Χωρίς κανείς να τον καταλάβει.
Χωρίς κανείς να τον διακόψει.
Χωρίς κανείς να του απαγορεύσει.

Ο Μαύρος, σταθερά σχεδίασε τη μορφή της κοπέλας.
Της έδωσε μάτια,
χείλη,
μαλλιά.
Την έκανε να κοιτά,
να σκέφτεται,
να χαμογελά.
Της κατάφερε, όποιος την κοιτούσε, να μην την ξεχνά,
ποτέ.
Το μαύρο έδωσε ζωή σε μια κοπέλα, που όλοι μόνο φαντάζονταν και αδυνατούσαν να δημιουργήσουν.

Μόλις τελείωσε,
έκλεισε το καπάκι του,
γύρισε στην άκρη του και έμεινε,
όπως πάντα,
μόνος.
Χωρίς λόγια.

Λίγες ώρες μετά, τα χρώματα είδαν τη ζωγραφιά.
Ολοκληρωμένη.
Ακριβώς ,όπως την είχαν φανταστεί.
Χωρίς ατέλειες.
Χωρίς λάθη.
Χωρίς παραλείψεις.
Το πρόσωπο ήταν, σχεδόν αγγελικό.
Την κοιτούσες.


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles