`
* Το διήγημα βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της γνωριμίας μου με την ποιήτρια Dorothy Livesay, αλλά κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Οι φράσεις που ξεχωρίζουν με εισαγωγικά αποτελούν μεταφράσεις μου σε στίχους ποιημάτων της. Το ποίημα “Μέρα και Νύχτα” είναι μετάφρασή μου στο ομώνυμο ποίημα της ποιήτριας.
`
Ήταν χειμώνας του 2010. Εκείνο το τριήμερο διάβαινα για πρώτη φορά τους μελαγχολικούς δρόμους του Λονδίνου. -Τι κοινότυπο το επίθετο μελαγχολικός για το Λονδίνο, και όμως, τόσο ακριβές-. Έκανε πολύ κρύο κι εκείνο το μεσημέρι όμως είχα την σιγουριά ότι με την αντίστοιχη θερμοκρασία στην Αθήνα θα κρύωνα περισσότερο. Το ψύχος της Βρετανικής πρωτεύουσας μου φαινόταν πολύ πιο φιλικό και καθόλου διαπεραστικό.
Η ομπρέλα μια άνοιγε μια έκλεινε. Πλησίαζε απόγευμα κι εγώ πότε περπατούσα στους δρόμους και πότε επιβιβαζόμουν σε κάποιο λεωφορείο για να βλέπω τα αξιοθέατα έχοντας λίγη ζεστασιά.
Τα δημόσια φώτα είχαν ήδη ανάψει και οι φωτεινές επιγραφές των καταστημάτων όσο περνούσε η ώρα και ώσπου να σουρουπώσει φαίνονταν όλο και πιο εντυπωσιακές.
Στην Ελλάδα εκείνο το τριήμερο αποκορυφωνόταν η γιορτή της Αποκριάς και συμπτωματικά γιορταζόταν και ο άγιος Βαλεντίνος. Κάποιες στιγμές είχα την αίσθηση ότι το ίδιο συνέβαινε και στο Λονδίνο λόγω κάποιων ενδυματολογικών επιλογών κάποιων κοριτσιών.
Στην China Town γιόρταζαν το νέο έτος, μέσα του Φλεβάρη. Λίγη ώρα πριν είχα γευτεί μέρος του εορτασμού.
Αυτόν τον κεντρικό δρόμο τον περπατούσα για δεύτερη φορά εκείνη την ημέρα. Στο πρώτο πέρασμα πρόσεξα μεταξύ άλλων ένα κατάφωτο κατάστημα που ξυπνούσε μνήμες περασμένων αιώνων, εικόνες από αναγνώσεις βιβλίων του Ντίκενς. Ο Ντίκενς ήταν ολοζώντανος μέσα μου εκείνες τις ημέρες. Στη φωτεινή του επιγραφή διάβασα με χαρά ότι επρόκειτο για ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία. Εκεί μπορούσες να αγοράσεις αλλά και να πουλήσεις δικά σου.
Με την πρώτη ματιά αυτό το μαγαζί είχε καταφέρει να ρίξει τα σχοινιά του μέσα μου και όσο και αν απομακρύνθηκα συνεπαρμένη από την άγνωστη ομορφιά της περιοχής που ζητούσα να ανακαλύψω, τα σκοινιά του με επέστρεψαν λίγα λεπτά αργότερα έξω από την πόρτα του και συγκινημένη την άνοιξα για να βρεθώ σε ένα λιλιπούτειο κάστρο ομορφιάς και μυστηρίου.
Ο ισόγειος χώρος δεν θα ήταν μεγαλύτερος από εξήντα τετραγωνικά. Ήταν γεμάτος με ξύλινες βιβλιοθήκες σε όλη του την έκταση και σκεφτόμουν ότι ένας ευτραφής άντρας ή γυναίκα θα δυσκολευόταν να διαβεί τους στενούς διαδρόμους που εκείνες σχημάτιζαν. Με την είσοδό μου κατευθύνθηκα λίγα μέτρα αριστερά όπου βρισκόταν το γκισέ του βιβλιοπωλείου και πίσω από αυτό ήταν ένας καθήμενος και ένας όρθιος άντρας, ο δεύτερος μέσης και ο άλλος λίγο πιο προχωρημένης ηλικίας. Θα μπορούσαν να είναι πατέρας με γιο.
Με κοίταξαν με το κλασικό, ελαφρώς ψυχρό για τις μεσογειακές συνήθειες, βρετανικό βλέμμα, που σύντομα σε αυτό προστέθηκε μια συγκρατημένη έκπληξη όταν με άκουσαν με τα τρακαρισμένα λόγω της συγκίνησης αγγλικά μου να τους ρωτάω που θα μπορούσα να βρω βιβλία ποίησης.
Ο νεότερος μου απάντησε με συντομία και τυπική ευγένεια στέλνοντάς με στο υπόγειο του καταστήματος και λέγοντάς μου ότι θα πρέπει να πάω στον τελευταίο διάδρομο του υπογείου, στο βάθος, και ότι εκεί θα έβρισκα πιθανώς κάτι ενδιαφέρον από το πεδίο γνώσης που ζητούσα.
Ακόμα και στο κέντρο του Λονδίνου η ποίηση κατέχει θριαμβευτική θέση ανάμεσα στα αναγνώσματα, σκέφτηκα με μια δόση απογοήτευσης, και έριξα το βλέμμα μου γύρω για να δω που βρισκόταν η σκάλα προς το υπόγειο.
Το κτίριο ήταν έτσι κι αλλιώς παλιό. Βικτωριανό. Η σκάλα στενή και ξύλινη με μικρά σκαλοπάτια κατά μήκος αλλά και κατά πλάτος, που σε κάθε βήμα μου ακουγόταν η τσιριχτή απόκρισή τους: Πάτα μαλακά και αργά!
Σε αντίστοιχο κτίριο της Αθήνας το πιθανότερο είναι να μην τις πλησίαζα καθόλου και να έφευγα, όμως εκεί ήταν Λονδίνο και όπως με είχε διαβεβαιώσει σε ανύποπτη στιγμή ένας φίλος εγγλέζος, η γηραιά Αλβιώνα ήταν σταθερή σαν βράχος, κάτι που σήμαινε ότι οι σεισμοί ήταν σχεδόν άγνωστοι στους κατοίκους της. Τυχεροί, σκέφτηκα, και κατέβηκα τις σκάλες που έτριζαν ως το τέλος.
Ο χώρος του υπογείου ήταν ανάλογος εκείνου του ισογείου, με λίγο χαμηλότερο ταβάνι, και αρκετά έντονη μυρωδιά μούχλας υπογείου μερικώς διαλυμένη από την μυρωδιά των εκατοντάδων βιβλίων.
Ήταν ήσυχος χώρος όπως και το ισόγειο και αρκετά φωτεινός ώστε να μπορείς με άνεση να κοντοσταθείς και να διαβάσεις. Σύντομα με ανακούφιση άκουσα χαμηλωμένες φωνές να ανταλλάσουν μεταξύ τους μερικές λέξεις. Δεν ήμουν μόνη.
Άρχισα να περπατώ αργά προσπαθώντας να κατευθυνθώ προς το μέρος που μου είχε υποδείξει ο άντρας στο γκισέ κοιτάζοντας ταυτόχρονα γύρω μου το πλήθος των ταξινομημένων βιβλίων.
Τόσα βιβλία στο υπόγειο ενός κεντρικότατου παλαιοβιβλιοπωλείου του πολυσύχναστου Λονδίνου ζητούσαν ζεστά χέρια και ανήσυχα μάτια, όμως όλες κι όλες εκείνη την μελαγχολική κρύα μέρα, εκείνη την απογευματινή πια ώρα ήμασταν μόνο τρεις-τέσσερις ψυχές.
Στη γωνιά με τα βιβλία ποίησης δεν υπήρχε κανείς. Οι βιβλιοθήκες σε εκείνο το σημείο σχημάτιζαν ένα μικρό πι και για μια στιγμή ο εκεί φωτισμός μου φάνηκε πιο ζεστός και πιο λαμπερός.
Κοιτούσα όπως πάντα γύρω- γύρω και πάνω-κάτω και έφταναν στα μάτια μου γνωστά και άγνωστά μου ονόματα. Αρχικά δίσταζα να απλώσω το χέρι και να επικοινωνήσω δια της αφής με κάποιο όταν ξαφνικά το χέρι μου σχεδόν αυτοβούλως κατευθύνθηκε προς ένα ωχροκίτρινο βιβλίο με διακριτικά καλλιγραφικά κόκκινα γράμματα. Πολύ γρήγορα το κράτησα και με τα δυο χέρια μου σχεδόν μαγεμένη και διάβασα δίπλα σε ένα πλατύ ζεστό χαμόγελο μιας συμπαθέστατης κυρίας το μήνυμά της: Selected poems…
Το όνομά της άγνωστο σε μένα, έτσι άρχισα να ξεφυλλίζω το βιβλίο μήπως μπορέσω να μάθω λίγα πράγματα για εκείνη και να πάρω μια γεύση από το περιεχόμενο.
Εν συντομία με μετέφερε στον μαγικό της κόσμο, στα παιδικά της χρόνια, στα νεανικά, στα ώριμα, με φωτογραφίες, σκέψεις, επιθυμίες, οράματα, διαπιστώσεις, πληγές, και όχι, παρά την προσδοκία μου να γνωρίσω αγγλίδες και άγγλους ποιητές στην πηγή τους εκείνη είχε ταξιδέψει αρκετές χιλιάδες χιλιόμετρα, αρκετά περισσότερα απ’ ότι εγώ για να καταφέρουμε να συναντηθούμε στο Λονδίνο του 2010.
Θα σε πάρω μαζί μου στη Αθήνα, σκέφτηκα, σφίγγοντάς την με συγκίνηση στην αγκαλιά μου και τότε, στον ήσυχο χώρο του υπογείου, μου φάνηκε σαν κάποια γυναικεία φωνή να ψιθύρισε…
«κρατάς το φως»
και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα…
«κρατάς τη λέξη»
Παραξενεύτηκα. Έστρεψα γύρω το κεφάλι μου να δω από πού προήλθε η φωνή μα δεν ήταν καμιά γυναίκα εκεί γύρω εκείνη τη στιγμή, ούτε και άντρας. Θα μου φάνηκε, συλλογίστηκα, και κατευθύνθηκα προς την έξοδο από το χώρο.
Έξω από το βιβλιοπωλείο με περίμενε το σκοτεινιασμένο πια Λονδίνο με την γνώριμη συμπαθητική ψιχάλα του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη την ώρα όλα μα όλα μου φαίνονταν υπέροχα. Άνοιξα την ομπρέλα μου και κρατώντας εκείνη στο ένα χέρι και την Dorothy στο άλλο άρχισα να περπατώ απολαμβάνοντας έναν Λονδρέζικο περίπατο. Μου φάνηκε αδιανόητο να βάλω την Dorothy σε σακούλα. Από τα πρώτα λίγα λεπτά της γνωριμίας μας δεν ήταν για μένα ένα ακόμα βιβλίο αλλά η νέα μου σπουδαία φίλη, η Dorothy.
Η πλατεία με τα λιοντάρια - έτσι έχει μείνει στη μνήμη μου η γνωστή Trafalgar Square - δεν ήταν πολύ μακριά, γι’ αυτό σκέφτηκα να περπατήσω ως εκεί, ήθελα να την δω και νύχτα με τη βροχή να παίρνει διάφορους χρωματισμούς ανάλογα με το χρώμα των φώτων των αυτοκινήτων, του δημόσιου φωτισμού, των διαφόρων κτιρίων, των μαγαζιών. Κοντοστάθηκα δίπλα σε ένα σιντριβάνι με τα νερά του να εκτινάσσονται παίρνοντας διάφορα σχήματα και χρώματα, οι πιο εντυπωσιακοί σχηματισμοί του μου φαίνονταν ότι ήταν εκείνοι που είχαν διάφορες αποχρώσεις του πράσινου…
«Θυμάμαι μακρόστενα πέπλα πράσινης βροχής
Χνουδάτα όπως το σάλι της γιαγιάς μου»
Κατατρόμαξα. Αυτή τη φορά η φωνή ήταν πιο διαυγής, πιο θαρρετή και τόσο νοσταλγική.
Κοίταξα το πρόσωπό της, αποτυπωμένο στο εξώφυλλο του βιβλίου της, με τρόμο. Στα μάτια της που τώρα άστραφταν γυαλοκοπούσε ένα δάκρυ. Μου βρέχει η βροχή το βιβλίο και από την κούραση ακούω φωνές σκέφτηκα αγχωμένη και άρχισα να περπατώ γρήγορα κατευθυνόμενη προς το ξενοδοχείο. Η όρεξη για βόλτα είχε μόλις χαθεί. Σχεδόν δεν πρόσεχα την ομορφιά του νυχτερινού Λονδίνου, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το κεφάλι μου γύριζε, το μυαλό μου προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει το τι μου συνέβαινε όταν η γνώριμη πια φωνή ακούστηκε πάλι:
«Θυμάμαι τον δρόμο
Ήταν όπως εκείνον που οδηγεί στο σπίτι της γιαγιάς μου,
Ένα σπίτι ζεστό, με πράσινα χαλιά
Γεράνια, ένα μελωδικό καναρίνι
Και καρέκλες από γυαλιστερές τρίχες αλόγου·
Και η σιωπή, γεμάτη πίπτουσα βροχή»
Το μόνο που ήθελα ήταν να βρισκόταν δια μαγείας μπροστά μου το κρεβάτι μου και να κρυφτώ κάτω από τις κουβέρτες, όμως αποφάσισα να φανώ ψύχραιμη μέχρι την πόρτα του δωματίου μου στο ξενοδοχείο που δεν ήταν πια και πολύ μακριά.
Η βροχή σταδιακά δυνάμωνε. Φτάνοντας έξω από το ξενοδοχείο μου είχε ήδη πιάσει μια ηχηρή μπόρα και η βοή της είχε καταφέρει να μου αποσπάσει την προσοχή, έτσι μπήκα μέσα σχετικά ήρεμη θέλοντας να ξεχάσω τις παραισθήσεις μου. Πήρα το κλειδί του δωματίου μου από τη ρεσεψιόν και σε λίγες στιγμές βρισκόμουν στο ζεστό και φιλόξενο καβούκι μου.
Άφησα ό,τι κρατούσα, έβγαλα το πανωφόρι μου και πήγα και χώθηκα πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου να χαζεύω τη βροχή. Ήταν μια αγαπημένη μου συνήθεια από παιδί και δύσκολα θα την αποχωριζόμουν. Το αντικρινό πάρκο έρημο, άνθρωποι με τέτοια μπόρα δεν υπήρχαν, μόνο αυτοκίνητα περνούσαν. Όλα τα φώτα της πόλης αναμμένα, οι δρόμοι κατάφωτοι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, αλλά ο ουρανός σκοτεινός.
«Έχω ένα παράθυρο που βλέπει έξω
στον ουρανό
εκεί γυροφέρνεις»
Ανατρίχιασα. Αγχωμένη ξανά από τη μια, θυμωμένη από την άλλη, πήγα και πήρα τη Dorothy στα χέρια μου.
Τώρα θ’ ανακαλύψω ακριβώς ποιά είσαι, της είπα με πείσμα και οργή, και στρώθηκα στο κρεβάτι αποφασισμένη να μην σηκωθώ αν δεν διάβαζα ως και την τελευταία σελίδα του βιβλίου της. Λίγες στιγμές πριν το ανοίξω και παρά την αγανάκτησή μου για το τι επιτέλους μου συνέβαινε από τη στιγμή που το αγόρασα πρόσεξα ότι οι κόρες των ματιών της άστραφταν σαν άστρα σε κατασκότεινο ουρανό ενώ τα χείλη της μου ψιθύριζαν:
«Κάποιοι από εμάς βρισκόμαστε εδώ
επειδή ευαγγελιστήκαμε
την αυγή
μας παραδόθηκε ένα τρίτο
αισθητήριο ακοής»
Τώρα άκουγα έξω να πέφτουν κεραυνοί, ένας πρέπει να έπεσε πολύ κοντά, ίσως και στο αντικρινό πάρκο την ώρα που στην ατμόσφαιρα του δωματίου ζυγιαζόταν η τελευταία φράση που άκουσα πριν η φωνή της σβήσει…
«Κάποιες από εμάς βρισκόμαστε εδώ
ως μηνύματα»
…ύστερα ενσωματώθηκα στον κόσμο της, έναν κόσμο που τόσο είχε πασχίσει να βελτιώσει… Μέρα και Νύχτα…
`
Μέρα και Νύχτα
i
Χαραυγή, πορφυρή κι οργισμένη, εκλύει ηχηρά καθώς σφυρίζει
Μια στήλη γκέιζερ ατμού που αέρα ψάχνει
Κραυγή με την κραυγή ετάχθη η στάμνα
Της ζωής να προχωρήσει, το χέρι το γιγάντιο ορίζει.
Οι άνθρωποι ριγμένοι σ’ ένα ρεύμα, μία κινούμενη ανθρώπινη αλυσίδα
Κινούνται προς υποδοχές, κάθε ένας μία βίδα.
Η παράσταση αρχίζει, ένα βομβώδες τύμπανο ηχεί
Ο άνθρωπος χορεύουνε στο χρόνο σε σχέση με τη μηχανή.
ii
Ένα βήμα μπροστά
Δύο βήματα πίσω
Σπρώξε το λεβιέ
Ώθησέ τον πίσω
Ενώ η Arnot περιδινείται
Κυκλικά
Και η Geoghan ανακατεύει
Τις βίδες σιμά.
Ένα βήμα εμπρός
Το ακούς που τρίζει
Στράφι ο ρυθμός-
Πίσω σε γυρίζει
Το χτυποκάρδι σου έντονο
Κόντρα στο λαιμό σου
Οι ωρυόμενες φωνές
Πνίγουν το ουρλιαχτό σου
Στην αντίπερα όχθη
Συντριπτικά χτυπήματα
Σε στροβιλίζουν
Πίσω δυο βήματα-
Ένα βήμα μπροστά
Δύο βήματα πίσω.
iii
Μέρα και νύχτα ανατέλλουν και δύουν
Νύχτα και μέρα βάρδιας εργαλεία και σοβαρά ατυχήματα
Κάτω στην πλατφόρμα, σε αποθήκες χωμένοι
Όπου μονάχα χέρια κι ένα τεφτέρι θυμούνται
Το παρελθόν του κακού, των δεσμεύσεων το σύνολο.
Κινούμαστε εν υπνώσει διαμέσου ανακυκλούμενων αναμνήσεων
Συσσωρεύοντας μίσος, κλέβοντας ψίχουλα
Πόρτες δια παντός κλεισμένες για εμάς-
Και ποιά η ανταμοιβή, σε ποιό κατάστιχο
Θα ορίσεις την αγάπη; Ποιός γνωρίζει από ειρήνη;
Μέρα και νύχτα
Νύχτα και μέρα
Το φως κουρελιάζει
Τα λόγια μας ως πέρα.
Έκκληση κάνω στην αγάπη
Σε όνειρο βαθιά:
Να ’σαι μαζί μου στο φως της μέρας
Όπως και στη σκοτεινιά.
Στα χτυπήματα να ’σαι μαζί μου
Στις μαχαιριές που στην πλάτη μου μπήγονται
Η φωνή σου ν’ αντηχεί
απ’ τ’ ατσαλένια πιο πάνω μαστιγώματα που δίνονται
Ψηλά και γλυκά
Γλυκά και υψηλά
Κράτα, κράτα το φως του ήλιου
Στον ουρανό ψηλά!
Μέρα και νύχτα
Νύχτα και πρωί
Τη σιωπή σκίσε όλη
Βρες τις λέξεις που δεν έχω πει…
iv
Αναζωπυρώναμε τα κάρβουνα στους κλιβάνους· κατακόκκινα φλογισμένα
Φεγγοβολούσαν, ξεφλουδίζοντας τα δέρματα μας, το δικό του και το δικό μου.
Δουλεύαμε μαζί, νύχτα και μέρα, και γνωρίζαμε
Ο ένας το καρδιοχτύπι του άλλου· και δίχως να λέμε λέξη, είχαμε αμοιβαία
Κατανόηση για τα παιδιά στο σπίτι,
Την γκρίνια του σπιτονοικοκύρη, τις περικοπές των μισθών και τις υπερωρίες.
Ήμασταν σαν φιλαράκια, καταλαβαίνεις; Μέχρι που είπαν ότι
Εκείνος ο αράπης είναι υπερβολικά έξυπνος και με τον τρόπο που χαμογελάει
Αυθαδιάζει στον επιστάτη· ίσως αυτός να είχε πει
Υπερβολικά πολλά μια μέρα, σε άλλους που άλλαζαν βάρδια.
Γι’ αυτό τον έκοψαν, εκείνον που άνθιζε τη νύχτα
Και με ανέτειλε, ημέρα επικρεμάμενη πάνω απ’ τη νύχτα-
Ώστε οι κλίβανοι να συνεχίζουν να κατατρώνε το εξασθενημένο δέρμα μας.
Shadrach, Meshach και Abednego
Πλαγιάστε στον κλίβανο, στροβίλισμα αργό
Κύριε, η φωτιά με καίει
Κύριε, πυρωμένα κάρβουνα πατώ
Κύριε, πιο μαύρη από τον αδελφό μου είμαι
Φύσηξε την πνοή σου κάτω εδώ.
Αφεντικό, στο σκοτάδι είμαι πνιγμένη
Αφεντικό, στις φλόγες ριγώ
Αφεντικό, από τον αδελφό μου πιο μαύρη είμαι
Ρίξε την ανάσα σου κάτω εδώ.
Ο Shadrach, ο Meshach και ο Abednego
Καίγονται στον κλίβανο, στροβίλισμα αργό.
v
Στην αίθουσα πάνω των ρουλεμάν, οι άντρες το ατσάλι δουλεύουν
Περιστρέφουν, εστιάζουν, κόβουν συντριπτικά
Του οξυγονοκολλητή ο δαυλός πάνω στα σκοτεινά
Κάνει τις σπίθες να πετούν σαν αστραπές που χορεύουν.
Τώρα θυμάμαι σ’ ένα λιβάδι καταιγίδα
Τα δέντρα βαριά να σκύβουνε πριν την ανθοφορία
Ακόμα και η τρεμουλιαστή των σπούργων ομιλία
Θροΐζει στην ακλόνητη των δέντρων την ασπίδα.
Σε καταιγίδα είμαστε που τελειωμό δεν έχει
Γαλήνη δεν υπήρχε πριν, μα ούτε και μετά
Όπου τα χόρτα με βροχή αυξάνονται χλωρά
Και ο αέρας γίνεται γλυκός στη νέα ζωή που τρέχει.
Το βάρος φέρουμε στο σπίτι στο κρεβάτι
Ο κλίβανος πυρακτώνεται βαθιά μες στην καρδιά μας:
Κόβονται μες στη νυχτιά τα σώματά μας
Προσκολλημένα σ’ ενός πικρού ψωμιού κομμάτι.
Πικρό, ναι:
Μα φίλε, άκου:
Είμαστε ισχυρότεροι
Στο τέλος κάπου.
Έχουμε αυτιά
Έτοιμα ν’ αρπάξουν
Την αδυναμία
Στου επιστάτη την ησυχία
Έχουμε μάτια
Όλο να δούμε
Το κέρδος των αφεντικών
Στο χάσιμο που ζούμε
Περιμένεις;
Κάτσε μ’ εμάς μαζί
Μετά το βράδυ
Υπάρχει σιωπή-
Μην την ξοδέψεις
Στης αγάπης το βωμό:
Γέμισε μίσος
Να γίνει βουνό
Ώσπου η γραμμή της ζωής
Του χεριού σου
Ροζιάσει μ’ ένα
Σήμα του εχθρού σου!
Πρόσθεσε πείνα,
Τον πόνο της δουλειάς
Αυτά τα στοιχεία
Θα κάνουν μεμιάς
Τον υπάκουο δούλο να τρελαθεί
Τους τροχούς να σταματήσουν,
Τη σιωπή ν’ απλωθεί
Στο δια ταύτα-
Την πείνα σου βάλε
Κόκαλο και μυ
Τα κέρδη σου πάρε:
Όχι πέτρες, ψωμί!
vi
Στο στομάχι σου παραδίδω το σώμα μου
Αλλά η ψυχή λάμπει εκτός
Τα χέρια ενός παιδιού σαν φύλλο είναι τρυφερά
Και έλκουν το δηλητήριο παρεκτός.
Το πράσινο του νέου φύλλου το πνεύμα θα κοσμεί
Η ρίζα του γέλιου θα εξαπλωθεί:
Παρότι ρέστη και βουβή
Αφεντικό, δεν είμαι νεκρή!
Ένα βήμα μπροστά
Πίσω δυο βήματα
Το τέλος σύντομα θα ’ρθει
Άκου το σπάει ανά κύματα!
Οι ρόδες ίσως γυρίζουν
Σε τροχιά κυκλική
Και του γείτονα η αμφιλογία
Σου πνίγει την κραυγή
Ο τροχός πρέπει να ατονήσει
Ώσπου ακίνητος να κρεμαστεί
Και συγκρουόμενη ομάδα αντρών
το λόφο να κατρακυλήσει
Μέρα και νύχτα
Νύχτα και πρωί
Ώσπου η ζωή να γίνει
Διαφορετική!
`
*************************************************************
Η Dorothy Livesay, (το πλήρες όνομά της ήταν Dorothy Kathleen May Livesay) γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1909 και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου 1996. Συγγραφέας δημοσιογραφικών κειμένων, διηγημάτων, αυτοβιογραφίας και κριτικός λογοτεχνίας, όμως η Dorothy Livesay είναι γνωστή κυρίως ως μια δυναμική και ευαίσθητη ποιήτρια που μπορούσε με την ίδια ικανότητα να γράφει για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα όπως και για προσωπικούς και ενδόμυχους στοχασμούς και συναισθήματα. Υπήρξε κορυφαία Καναδή λογοτέχνης τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η μητέρα της Florence Randal Livesay ήταν ποιήτρια, μεταφράστρια και δημοσιογράφος, ενώ ο πατέρας της J.F.B. Livesay γενικός διευθυντής της Canadian Press την ενθάρρυνε στις λογοτεχνικές της προσπάθειες.
Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Τορόντο και της Σορβόννης όπου μελέτησε τους Γάλλους συμβολιστές που επηρέασαν και το δικό της έργο. Στο Παρίσι το 1931 έγινε κομμουνίστρια και το 1933 εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα του Καναδά και έγινε ενεργό μέλος των κυριότερων οργανισμών του κόμματος. Το 1937 παντρεύτηκε έναν σύντροφο σοσιαλιστή τον Duncan Macnair και απέκτησαν δύο παιδιά.
Εργάστηκε ως κοινωνική λειτουργός στο Μόντρεαλ κατά την περίοδο της Ύφεσης. Μετά το θάνατο του συζύγου της το 1959 εργάστηκε για την Unesco στο Παρίσι και μετά στη Β. Ροδεσία (σημερινή Ζάμπια) ως δασκάλα. Μεταξύ 1951 και 1984 υπηρέτησε σε αρκετά Πανεπιστήμια ως εσωτερική συγγραφέας (writer-in-residence). Πολυγραφότατη καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της με την δια βίου έγνοια της για τα δικαιώματα και την ταυτότητα της γυναίκας να ωριμάζει με το χρόνο. Η Dorothy Livesay κέρδισε δύο φορές το κρατικό βραβείο ποίησης. Η πρώτη φορά ήταν το 1944 σε ηλικία μόλις 35 ετών για το έργο της Day and Night και η δεύτερη το 1947 για το Poems for People.
Το 1983 έγινε Διδάκτορας στο Καναδικό Πανεπιστήμιο (Athabasca University) και το 1987 χρήζεται Εντεταλμένη Αξιωματούχος του Καναδά, το δεύτερο σε σπουδαιότητα αξίωμα τιμής στον Καναδά.
Στη χώρα της απονέμεται ετήσιο βραβείο ποίησης που φέρει το όνομά της.