Λάζαρος
Για πολλά χρόνια λαμβάναμε μια ευχετήρια κάρτα κάθε Πάσχα από έναν αποστολέα αγνώστων λοιπών στοιχείων. Μέχρι που μάθαμε τυχαία πως ο συντάκτης δεν ήταν άλλος από τον λιγομίλητο και άκρως ντροπαλό κύριο του διαμερίσματος στο δεύτερο όροφο. Το σκέφτηκε αρκετά ο πατέρας και τελικά μια μέρα χτύπησε την πόρτα και φώναξε Λάζαρε δεύρο έξω. Μετακινήθηκε η πόρτα κι εμφανίστηκε ο σεμνός κύριος σαβανωμένος λέγοντας πως Κώστα με λένε κι αυτή η ρημάδα η μοναξιά με έχει πεθάνει.
Μνήμη Χρήστου Μπράβου
Μαύρο χωριό απάτητο
λευκό βαμμένο στου χιονιού
τοπίο σκακιέρα στην ομίχλη.
Πατημασιές των ξωτικών
που ξεμυτίζουν απ’ το δάσος
κι αντάρτες νύχτα στις αυλές
πετρόκτιστων σπιτιών.
Γδαρμένα χέρια ικετεύουν
για λίγο αλάτι και ψωμί
μες απ’ τα τρύπια τους παλτά
στάζουν οράματα
κόκκινα μαχαιρωμένα.
Εξ επαφής
Μπήκε ξαφνικά παραπατώντας και σχεδόν όλοι οι θαμώνες γύρισαν και κοίταξαν έντρομοι. Διακρίναμε ένα διαμπερές τραύμα στο ύψος της καρδιάς και απορήσαμε που έβρισκε τη δύναμη να κρατιέται ακόμη στη ζωή. Πήγε κάθισε στο μπαρ κι άρχισε να πίνει το ένα ποτό μετά το άλλο. Μονάχα που ότι έπινε έρεε από το τραύμα εισόδου αλλά πουθενά δεν είδαμε αίματα. Από συμπόνια προς τον δυστυχή συνάνθρωπό μας τον πλησιάσαμε για να μάθουμε τι ακριβώς είχε συμβεί. Και μας απάντησε πως περίπου μια ώρα νωρίτερα είχε συναντήσει απρόσμενα μια μελαχρινή καλλονή που μόλις γύρισε και τον κοίταξε κατάματα εκπυρσοκρότησε εξ επαφής παλιές αγάπες.