`
Ah! ne ralentis pas tes flammes;
Réchauffe mon coeur engourdi,
Volupté, torture des âmes!
Charles Beaudelaire
`
Τι κοινό έχουν ο Καρυωτάκης με τον Καβάφη,τον Λαπαθιώτη και τον Σεφέρη;
Με μία πρώτη ματιά όλοι τους ανήκουν στο πάνθεον των Ελλήνων ποιητών και έχουν πολιτογραφηθεί στον ιδεών την πόλη. Με μία δεύτερη ματιά, ωστόσο,ίσως κάποιος οξυδερκής παρατηρητής προσέξει πως το νήμα της ζωής τους είτε κόπηκε εξαιτίας της ροπής τους προς τα μεγάλα πάθη είτε κινδύνευσε να διαρραγεί επείδη ο βίος τους είχε παγιδευτεί στα λιμνώδη ύδατα ισχυρών έξεων. Να ´ταν το τάλαντο της μοίρας που τους έπεσε βαρύ; Να ‘ταν το δώρο της Μούσας,που τους προίκισε με μια ψυχή ευαίσθητη ικανή να προσλαμβάνει όλες τις δονήσεις της ύπαρξης,που είχε σοβαρές παρενέργειες,όπως η αδυναμία να θωρακίσουν την καρδιά τους από τις σεισμικές αναταράξεις μιας ευμετάβλητης αν όχι φειδωλής πραγμαρικότητας; Να ´ταν η απροθυμία τους να συμβιβαστούν με την προτροπή του νομπελίστα Μικρασιάτη , που προειδοποιούσε για τα δεινά που περιμένουν όλους όσοι θέλουν να βλέπουν όλη την ώρα, σύμφωνα με την οποία: “πρέπει να μικραίνεις το διάφραγμα, όπως στη φωτογραφία” ;Να ´ ταν η χαμένη Ιθάκη μιας ανεκτίμητης παιδικής γαλήνης ,που προσπάθησαν να αναβιώσουν γευόμενοι τους λωτούς της κίβδηλης ευτυχίας ;Να ´ταν οι Ερινύες της αναςφάλειας για την καλλιτεχνική αξία και την ανθεκτικότητα των ποιητικών τους τέκνων που τους καταδίωκαν διαρκώς ;Να ‘ταν το γάλα της παράνοιας που τους ανέθρεψε ή το δηλητήριο της μισανθρωπιάς που τους στάλαξε στην καρδιά μια σκληρή κοινωνία ή ίσως η χρεοκοπία των ιδανικών τους και το πρόωρο γήρας μιας ψυχής που καταβεβλημένη αποζητά τη λύτρωση του θανάτου για να να μη χάσει τον δρόμο της; Ποια ήταν η αιτία που οδήγησε ανθρώπους με αναμφισβήτητη νοητική δύναμη και καλλιτεχνική ευαισθησία να βρουν καταφύγιο στο λιμάνι βλαπτικών ή κοινωνικά μη αποδεκτών συνηθειών από το οποίο οι περισσότεροι δεν κατάφεραν να αναχωρίσουν σώοι; Πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν από ένα μωσαϊκό διαφορετικών ανθρώπων,όπως είναι οι βιογράφοι, οι ιστορικοί ή οι ψυχολόγοι πάντα όμως με την πιθανότητα να υπάρξουν αποκλίσεις, διχογνωμίες και ενστάσεις ως προς την εγκυρότητα θέσεων ή την έωλη αποδεικτική βάση κάποιων ισχυρισμών. Επιπροσθέτως, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος κάποιες απόψεις να εκληφθούν ως στείρες ή ως προκαταλήψεις ή για λόγους σκοπιμότητας (προκειμένου να μην απαξιωθούν οι δάφνες της ποιητικής αξίας ή να μην ραγίςει ο αδριάντας του δημιουργού που πολλές φορές αποκλίνει από το ανάςτημα του ανθρώπου) να συσκοτιστούν. Δεν μπορεί ,επίσης, κανείς να παραβλέψει το γεγονός πως επικρατεί σύγχυση αναφορικά με το ποιος και υπό ποία ιδιότητα έχει γνωμοδοτική αρμοδιότητα επί τέτοιων θεμάτων. Προς αποφυγή ενδεχόμενων παρεξηγήσεων, να τονίσω πως ούτε έχω τη φιλοδοξία μέσα από αυτό το δοκίμιο να διατυπώσω μια θεωρία με την αξίωση να εκληφθει ως αλάνθαστη ούτε την πρόθεση να ισχυριστώ πως προβαίνω σε μια ρηξικέλευθη και ανατρεπτική προσέγγιση. Παραδέχομαι,συνεπώς, ανοιχτά πως δεν είμαι ούτε ο πιο κατάλληλος ούτε ο πιο καταρτισμένος άνθρωπος για να ασχοληθεί με τέτοια λεπτά και δαιδαλώδη ζητήματα,όπως παραδέχομαι ακόμη πως το κίνητρο μου-ο μόνος συνειδητός λόγος- είναι η επιθυμία ενός ενθουσιώδη αναγνώστη να διεγείρει το ενδιαφέρον όλων να ασχοληθούν με τη διερεύνηση της ανθρώπινης πλευράς των εν λόγω ποιητών και να προκαλέσει ίσως τον προβληματισμό εκείνων που είτε εθελοτυφλούν είτε δεν κατανοούν την ανάγκη να ριχθεί περαιτέρω φως σε μια ανεξερεύνητη περιοχή της λογοτεχνικής έρευνας. Άλλωστε,δεδομένη πρέπει να θεωρείται η αδιαπραγμάτευτη ωφέλεια μιας τέτοιας γνώσης στην αποκρυπτογράφηση του νοηματικού πυρήνα κάποιων ποιημάτων που αυτοί οι δημιουργοί έπλασαν με τον πυλό των βιωμάτων τους με την ελπίδα να στολίσουν της ποιήσεως το μαυσωλείο.
`
`
`
Ο Καρυωτάκης είναι μια φιγούρα με τραγικό τέλος. Ωστόσο, έχει κερδίσει άπλετο φως τόσο ο ίδιος όσο και το ποιητικό του έργο.Υπάρχει, μάλλιστα,η άποψη πως “ο θάνατός του άνοιξε μονομιάς την αυλαία της μεγάλης δημοτικότητας” (Α.Καραντώνης) και πως η αυτοκτονία του ποιητή επέδρασε στη θελκτικότητα του έργου του που κατά τον Κοτζιούλα, “δεν άργησε να γίνει Ευαγγέλιο”. Κανείς,εξάλλου δεν αμφισβητεί το γεγονός πως όσο ζούσε ο αυτόχειρας της Πρέβεζας ελάχιστα είχε εκτιμηθεί από τους κριτικούς κυρίως αλλά και από τους αναγνώστες(χαρακτηριστική είναι άλλωστε η κρίση του Ρώτα που αν και αναγνωρίζει την τεχνική δεξιοτεχνία του ποιητή δεν του αναγνωρίζει αυτή την ιδιότητα). Μερικοί μάλλιστα έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν πως την περίοπτη θέση που κατέκτησε στα γράμματα την οφείλει στο τραγικό του τέλος κι όχι στη λάμψη του ποιητικού του λόγου τη στιγμή που κάποιοι βλέπουν στην πράξη του την έμπρακτη συνέπεια ενός ανθρώπου που δεςμεύθηκε να εκφράσει το κλίμα απαισιοδοξίας και τη διάθεση διαμαρτυρίας, που χαρακτήριζε μεγάλο μέρος της διανοούμενης νεολαίας, για την σκληρότητα και τον υποκριτικό καθωσπρεπισμό μιας ηθικά απογυμνωμένης κοινωνίας ,που βρισκόταν σε ένα στάδιο μετάβασης με πολιτικές ανωμαλίες,ανθρωπιστικές τραγωδίες, γραφεικρατική αποτελμάτωση και όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Γιατί όμως αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης; Αρχικά,ας σημειωθεί η ψυχική κόπωση που χαρακτήριζε τον Καρυωτάκη ο οποίος ήδη στα ποιήματα ´´Στροφές ´´ και ´´Του αδελφού μου ´´ παραδέχεται την πρόωρη γήρανση της καρδιάς του με στίχους όπως ´´εγέρασες και νέος ποτέ δεν ήσουν´´ και ´´παράξενο παιδάκι γερασμένό´´. Ο Παράσχος θα σπεύσει να αιτιολογήσει αυτή την κατάσταση αναφερόμενος στην τάση των πνευματικών ανθρώπων για ´´υπερβολικήν ψυχανάλυσιν´´αλλά και στην καταδίκη μιας δημιουργικής φύσης να διεκπεραιώνει μηχανικά μια ανιαρή εργασία.(χαρακτηριςτικά τονίζει στο ποίημα του ´´Δημόσιοι Υπάλληλοι “οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο…Ηλεκτρολόγος θα ´ ναι η Πολιτεία και ο θάνατος ,που τους ανανεώνουν …..μουτζουρώνουν αθώα.. χαρτιά χωρίς αιτία). Επιπλέον, η απόρριψη εκ μέρους της πλειοψηφίας των κριτικών του ποιητικού του οικοδομήματος πρέπει να έδωσε τροφή στις ανασφάλειες που κάθε ποιητής έχει αναφορικά με την αξία του έργου του.Οι συχνές επίσης μεταθέσεις πρέπει να επιβάρυναν την κλονισμένη του ψυχολογία,μεταθέσεις που στόχο είχαν την προσωπική του εξόντωση καθώς ο Καρυωτάκης( είχε εκλεγεί ως συνδικαλιστής Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών) υπήρξε μαχόμενος άνθρωπος που δεν συνδιαλλέχθηκε με την κεντρική εξουσία και δεν αποδέχθηκε τις ανισότητες της κοινωνίας.Ως υπάλληλος στο υπουργείο Πρόνοιας έχει δει την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα του γραφειοκράτικου μηχανισμού,ενώ γνωρίζει τις δραμματικές συνθήκες διαβίωσης και τις επιτακτικές ανάγκες των προσφύγων. Αν και από φιλοβασιλική οικογένεια με διασυνδέσεις στο Λαϊκό Κόμμα, επηρεασμένος από τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο και από τον πολιτικό λόγο του υποψήφιου με το Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων, Πέτρου Πικρού, αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση με την Αριστερά χωρίς ωστόσο να ενταχθεί σε κάποιο κόμμα. Αν και ελιτίστας στο πνεύμα υπήρξε ένας άνθρωπος με σφαιρική γνώση και κριτική διάθεση,όπως και με σατιρικό πνεύμα (είχε γράψει μια ημιτελής επιθεώρηση και εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Γάμπά) που δε δίσταζε να στηλιτεύει την ιδεολογική οπισθοδρόμηση της πουριτανικής κοινωνίας. Αξίζει να επιςημανθεί πως στο έργο του ´´ Κάθαρσις´´ο πολιτικά ευαισθητοποιημένος ποιητής μιλά για “ληστεία μέσα σε πολυτελή γραφεία”. Η όλη δράση του δικαιολογεί την απόφαση της Ασφάλειας στην Πρέβεζα να τον απειλήσει με την αποκάλυψη των ένοχων μυστικών του. Ο Σαββίδης σημειώνει πως ο ποιητής ενδέχεται να έπεσε θύμα εκβιασμού για λαθρεμπόριο ναρκωτικών με στόχο την κηλίδωση του ονόματος του. Το ´´επάγγελμα εκείνο ´´ που με βδελυγμία αποποιείται στο επιθανάτιο γράμμα του κραυγάζοντας πως ´´δεν είναι κατάλληλος´´και πως ´´ολόκληρο το παρελθόν´´του ´´πείθει γι ´αυτό´´ είναι το λαθρεμπόριο ναρκωτικών. Βέβαια,η τοξικομανία του λογοτέχνη υπονοείται στο πεζό κείμενο ¨Κάθαρσις´´ όπου γίνεται νύξη στη συναλλαγγή ενός εξαρτημένου μ´ έναν έμπορο κοκαΐνης (´´έχετε λίγη σκόνη ´´ να ειπώ ´´´´παφ,παφ,παφ´´). Έτσι, ο ποιητής όπως γράφει στο σημείωμα πριν το απονενοημένο διάβημα:´´τη χυδαία πράξη που μου αποδίδετε τη μισώ…εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρα της´´.Η περιστασιακή χρήση όπιου που ήταν συνήθης στους καταραμένους ποιητές,όπως ο Μπωντλαίρ ( δανείζεται από εκείνον τον όρο νηπενθές για να τιτλοφορήσει τη δεύτερη συλλογή του) τον οποίο ο Καρυωτάκης θαύμαζε, μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στη μαρτυρία του Άγρα σύμφωνα με την οποία ´´Χαμογελούσε…με το μισό πρόσωπο.Και κατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω,σα να ´κανε αμαρτία ´´,ενώ οι στίχοι του ποιήματος ´´Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο (“στο ταβάνι βλέπω τους γύψους. Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε “) θυμίζουν την παραισθησιογόνο δράση ουσιών(κάποιοι ,μάλλιστα, βλέπουν στο στίχο ´´Η ευτυχία μου,σκέπτομαι,θα ναι ζήτημα ύψους.´´την λυτρωτική επιθυμία για αυτοκτονία με απαγχονισμό).Ο Ψαράς, στηριζόμενος σε μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες ο ποιητής υπήρξε ένα ζωηρό παιδί και ένας νέος πρόθυμος να γλεντήσει χορεύοντας και τραγουδώντας ή πίνοντας σε ταβέρνες, καταρρίπτει τους ισχυρισμούς του φίλου του λογοτέχνη, Σακελλαριάδη ,που περιγράφει ένα καταθλιπτικό άτομο(ίσως για να αποφύγει την εκκλησιαστική καταδίκη που συνόδευε τους αυτόχειρες εκτός αν έπασχαν από ανίατο ψυχικό νόσημα) και μιλά για έναν κοινωνικό πεςσιμισμό,αρνούμενος να βάλει την ταμπέλα του παθολογικά καταθλιπτικού.Το ανίατο την εποχή εκείνη αφροδίσιο νόσημα της σύφιλης , που εκμηδένιζε την κοινωνική υπόληψη του πάσχοντα , στοχοποιεί ο Καμπάνης ως πηγή της καρυωατακικής απαισιοδοξίας, ενώ ο ίδιος ο πάσχων στο ποίημα του ¨´Αισιοδοξία ´´(δημοσιευθέν μετά την αυτοχειρία)κάνει νύξη στην τρομακτική πρόγνωση της επερχόμενης τρέλας που θα τον εκφύλιζε νοητικά(¨´Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει στο μαύρο αδιέξοδο,στην άβυσσο του νού´´).´´To ενδεχόμενο…που ερχόταν´´καθώς και η άβυσσος που ´´έβλεπε…η αφορασμένη φίλη ´´(στίχοι από το τιτλοφορηθέν-γεναίως από τον ποιητή-ποίημα ´´Ωχρά Σπειροχαίτη ´´ το οποίο, μάλιστα, δημοσιεύθηκε, αναφέρονται στην επέλευση της παραλυτικής ανοίας που τρομοκρατεί τον αξιοπρεπή ποιητή ο οποίος δεν μπορεί να ανεχτεί ένα βασανιστικό θάνατο ,όντας άφρων. Συνεπώς,μετά το δημιουργικό αδιέξοδο του ποιητή ο οποίος ´´εγκαταλείπει ´´ τον Καρυωτάκη( μιλώντας σε γνωστό του, λογοτέχνη,αναφορικά με τη συλλογή ¨Ελεγεία και Σάτιρες´´επισημαίνει πως πλέον δεν μπορεί να δώσει τίποτε άλλο) πλησιάζει απειλητικά και ο αφανισμός του ανθρώπου ως ον έχον συνείδηση. Ο Καψωμένος εξηγεί την πεζογραφική στροφή του Καρυωτάκη ως μια ατελέςφορη απόπειρα απεγκλωβισμού από το δημιουργικό αδιέξοδο. Ήδη από το 1922 ο νεαρός ποιητής γνωρίζε πως πάσχει από σύφιλη και ακολουθούσε θεραπεία στην Πανεπιsτημιακή Κλινική Συγγρού, όμως,πριν μετατεθεί στην πόλη όπου άφησε την τελευταία του πνοή, στο Παρίσι, επισκέφθηκε έναν ειδικευμένο ιατρό που του μίλησε για επιδείνωση, γεγονός για το οποίο δεν μπορούμε παρά να υποθέσουμε πως τον συνετάραξε. Η συνήθεια του ποιητή να αναζητά την απόλαυση του αγοραίου έρωτα είναι γνωστή, αφού επισκεπτόταν τα ´´κακόφημα σπίτια ´´ ήδη από την εποχή της στρατιωτικής του θητείας. Η αδυναμία του να αγαπήσει μια γυναίκα φαίνεται να διαδραμάτισε σπουδαιότερο ρόλο στη διαμόρφωση των αποφάσεών του απ´ότι η στέρηση της γυναικείας θαλπωρής. Κάποιοι σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσουν τη σεξουαλική συμπεριφορά του ποιητή αναφέρουν το σύμπλεγμα της μαντόνας-πόρνης σύμφωνα με το οποίο ένας άνδρας μπορεί να έχει σχέσεις με ´´ κοινές´´ γυναίκες αλλά όχι με το αντικείμενο του έρωτα του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποκτά η απάντηση του στην ερώτηση των δικών του αν αγαπά την όμορφη και απελευθερωμένη ποιήτρια Πολυδούρη (στην οποία εκείνος πρώτα εξομολογήθηκε τον έρωτα του) σύμφωνα με την οποία αναγκαστικά συναναστρεφόταν μ´ εκείνη, έχοντας δώσει το λόγο του. Ωστόσο,η αξιοπιστία και τα κίνητρα αυτής της απάντησης είναι επιδεκτικά πολλαπλών ερμηνειών.Το ημερολόγιο της Μαρίας ,όπως και η μαρτυρία του Σακελλαριάδη (θα ισχυριστεί πως τα ειδύλλια του ποιητή ήταν ´´ όλως διόλου εφήμερα με μόνο σκοπό ν´ απομακρύνουν την ανία που τον εβάραινε ´´ ) επιβεβαιώνουν πως η σχέση με τον Καρυωτάκη δεν είχε προχωρήσει στο στάδιο της σαρκικής συνουσίας. Η ανασφάλεια ,ακόμη ,της Πολυδούρη αναφορικά με την ποιότητα της σχέσης με τον Καρυωτάκη αποκαλύπτει την πιθανότητα ο Καρυωτάκης να υποκαθιστούσε με την Μαρία την αγκαλιά της Άννας Σκορδύλη (ενός εφηβικού έρωτα στην Κρήτη)την οποία στερήθηκε όταν εκείνος έφυγε για σπουδές στην Αθήνα και εκείνη λογοδοτήθηκε. Κατατοπιστική είναι η άποψη του ψυχίατρου Χαρτοκόλλη που θεωρεί πως ο νεαρός δημόσιος υπάλληλος δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που τον αγαπούσαν γιατί δεν πίστευε πως ήταν άξιος να αγαπηθεί λόγω της κακής εικόνας που είχε διαμορφώσει για τον εαυτό του και την οποία πρόβαλλε στους άλλους, φιλοτεχνώντας μια εικόνα ψευτοανωτερότητας για τον εαυτό του, που σε κάθε απόρριψη από γυναίκα θρυμματιζόταν. Σε κάθε έκφραση αγάπης,ωστόσο, από κάποια γυναίκα ο Καρυωτάκης έβλεπε την αιτία να χάσει την εκτίμηση του για το πλάσμα που τόλμησε να τον αγαπήσει. Βέβαια,στη Μαρία θα εμπιστευτεί ο Καρυωτάκης το μυστικό του και όταν εκείνη του προτείνει να συζήσουν χωρίς να κάνουν παιδιά ( πιθανώς να εννοεί έρωτα), αυτός,πολύ περήφανος για να δεχτεί, θα αρνηθεί ισχυριζόμενος πως δε θέλει να θέσει την υγεία της σε κίνδυνο,λόγω του νοσήματος. Αργότερα, βέβαια, ας επισημανθεί πως ο ποιητής πρότεινε σε μια κοινή γυναίκα αυτό που αρνήθηκε στην Πολυδούρη δηλαδή να συζήσουν,πιστεύοντας προφανώς πως θα τον ακολουθούσε. Αναφορικά με τη μοιραία πράξη,ο Καρυωτάκης γνωρίζοντας το κοινωνικό στίγμα που μια τέτοια απόφαση επέσυρε για την οικογένεια του αποπειράθηκε πρώτα ν´αυτοκτονήσει διά πνιγμού, βουτώντας στη θάλασσα( συμβολίζει κατά τον Εμπειρίκο την ανάγκη επιστροφής στην ενδομήτρια ζωή), ώστε να αποδοθεί ο θάνατος του σε ατύχημα. Όταν θα αποτύχει αυτή η προσπάθεια θα στραφεί στη λύση του πυροβολισμού (συμβολίζει κατά την ψυχαναλυτική ερμηνεία του Εμπειρίκου την ανδρικότητα του πατέρα) κάτω από έναν ευκάλυπτο. Συμπερασματικά,ο καθοριστικός,όπως διαφαίνεται, λόγος που ώθησε τον Καρυωτάκη( που ζητά συγγνώμη από τους γονείς του για την ατίμωςη που τους προξένησε σε ένα σημείωμα που φανερώνει την ενοχή ενός γράφοντα που παραδέχεται πως ελλείψει κάθε ιδανικού και συναισθήματος εξέλαβε τη ζωή του σαν παιχνίδι χωρίς νόημα) στην αυτοκτονία ήταν ο φοβος του να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική έχοντας απωλέσει την αξιοπρέπεια και τη συνείδηση του, καθώς οι αστεϊσμοί(επισημαίνει πως όταν του δοθεί η ευκαιρία θα γράψει τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου) στο αποχαιρετηστήριο γράμμα δε συνάδουν με μια καταθλιπτική ψυχοπαθολογία. Όπως και να ´χει, ο ποιητής, που προφητικά επέλεξε να κοσμήσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τη φράση ´´Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα την έχουν μέσα τους ´´με μια πρόθεση ίσως αυτοαναφορικότητας, κατάλαβε πως ο πόνος που τον συνδέει μ´ενα ξένο κατά τ´άλλα κόσμο είναι συγχρόνως και η πηγή της ποιητικής έμπνευσης(´´Κάνε τον πόνο σου άρπα./Και δρόσισε τα χείλη/στα χείλη της πληγής σου ´´)κάθε ´´Πληγωμένου Θεού,γιατί ως τέτοιοι ορίζονται απ´ τον αυτόχειρα οι ποιητές (παντοδύναμοι δημιουργοί που με στίχους πλάθουν κόσμους και τρωτοί συγχρόνως κάθως η φωνή της Μούσας είναι ταυτόχρονα και η κραυγή από τον πόνο μιας μοιραίς πληγής). Παραμένει,λοιπόν, ακέραιο στην ένταση του το ερώτημα: θα έγραφε τέτοια ποίηματα ο Καρυωτάκης αν δεν ήταν οι στίχοι ´´Δικά[του]…απ ´το αίμα[του]παιδιά.´´ και τα λόγια ´´σαν κομμάτια ´´ δεν τα έδινε ´´από την ίδια[του την]καρδιά,σά δάκρυα…από τά μάτια ´´;
`
`
Πολλά έχουν λεχθεί για τα πάθη και τις αδυναμίες του μεγάλου Αλεξανδρινού,ενώ η σεξουαλικότητα του έτσι όπως την προδίδουν τα ερωτικά του ποίηματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης μιας πολυσέλιδης πραγματείας. Ο ποιητής της διασποράς έχει ένα πάθος, μια παρεκτροπή από τις συνήθεις συμπεριφορές ή έστω από τον κανόνα φυσιολογικότητας που κάθε κοινωνία θέτει για να αξιολογεί συνήθειες και συμπεριφορές .Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στη θέση πως το πάθος αυτό αναφέρεται στον ομοφυλοφιλικό σεξουαλικό προσανατολισμό του Καβάφη. Οι σημειώσεις που κρατά ,αν και δεν συμβάλλουν στη πλήρη αποσαφήνιση της έξεως του,εντούτοις είναι ενδεικτικές του ψυχοπνευματικού αδιεξόδου που βασανίζει τον ψυχικά ευαίσθητο ποιητή («Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ’ αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ’ απολαύσω το ταξίδι μου; 16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.» και κάπου αλλού:«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; …Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»).
Ωστόσο άλλη οπτική πάνω στο θέμα προσδίδει ο μεταφραστής του στα ιταλικά και προσωπικός του φίλος Ατανάζιο Κατράφο που σημειώνει:
“Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ’ ένα σκάνδαλο”.
Λόγω της σχέσης του με τον ποιητή τα λόγια του αποκτούν μεγάλη βαρύτητα,δεδομένης και της απουσίας κάποιας ξεκάθαρης μαρτυρίας για την συμπεριφορά του λογοτέχνη. Άλλοι μελετητές,όπως ο Τσίρκας και ο Χατζηφώτης, διατυπώνουν τη θέση πως η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά του λογοτέχνη ήταν ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ο Μαλάνος σε μια διάλεξη του το 1922, ζώντος του Καβάφη (σήμανε τη ρήξη με τον Αλεξανδρινό), θα επιμείνει στην υποβάθμιση της αξίας των ποιημάτων του Αλεξανδρινού πλην των ερωτικών με το επιχείρημα πως οι αλληγορικές συνυποδηλώσεις που απαντώνται στα ποιήματα με ψευδοϊστορικά προσωπεία ή με ιστορικά πρόσωπα παραποιούν τον βιωματικό πυρήνα της ποιήσεως του. Η συνήθεια του εν λόγω οξυδερκή μελετητή να ανάγει τα πάντα σε ερεβώδη ψυχοσωματικά κίνητρα που βαρύνονται από την ενοχή ενός ομοφυλόφιλου, ώστε να αποκρυπτογραφήσει το νόημα των μηνυμάτων που υποβόσκουν στα ποιήματα είναι ύποπτη και δεν προσκομίζει τίποτα στην έρευνα. Η φανατική δε προσήλωση του να εκλαμβάνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ως τη μόνη ερμηνευτική δικλείδα δεν είναι απίθανο να οδηγήσει εύλογα κάποιους στο συμπέρασμα πως η κριτική του Μαλάνου συνιστά ένα είδος συγκαλυμμένης ομοφοβικής(ηθικολογικής) μομφής που στόχο έχει να προσαρτήσει στην τέχνη του δημιουργού τον παραβατικό-αν ως τέτοιος μπορεί να θεωρηθεί-χαρακτήρα του ιδιωτικού βίου του ανθρώπου .Ο Χριστιανόπουλος εύστοχα αναφέρει σε κείμενο του (Η διελκυνστίδα της καβαφικής κριτικής)πως κάπου κάπου “ακούγονταν και μερικές απόψεις για το ανθρωπιστικό περιεχόμενο του καβαφικού έργου, ή για το κοινωνικό του υπόβαθρο, αλλά κι αυτές χάνονταν μέσα στις ψυχοπαθολογικές ερμηνείες. Κι έτσι φτάσαμε στο σημείο, η άνοδος του Καβάφη τα μεταπολεμικά χρόνια να συσχετίζεται με την άνοδο της ομοφυλοφιλίας” (όπως ισχυρίστηκε άκριτα ο Μανόλης Αναγνωστάκης)
Σύμφωνα,επίσης, με τον ίδιο η μόνη πρωτοτυπία του Τσίρκα σε σχέση με τον Μαλάνο ήταν πως ο πρώτος υποστήριξε ότι:“το βίτσιο του δεν είναι έμφυτο αλλά επίκτητο, ούτε και επηρεάζει πολύ τη ζωή και την τέχνη του”. Ακολούθως,ο Δ.Τζιόβας θα παραθέσει τη γνώμη του Μπίεν ( αποδίδει την επαύξηση της φήμης του ποιητή στις ιδιαίτερες σεξουαλικές του προτιμήσεις) σύμφωνα με την οποία “ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος και έτσι εξηγείται γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα.” Ο καθηγητής,συνεχίζοντας, επισημαίνει πως: “ένα από τα επιχειρήματα της ομοφυλοφιλικής προσέγγισης του Καβάφη είναι ότι τα ερωτικά ποιήματά του (αν και συχνά σε τέτοιες προσεγγίσεις ο διαχωρισμός των ποιημάτων σε κατηγορίες αμφισβητείται) απευθύνονταν σε ένα ομοφυλόφιλο κοινό και γι’ αυτό δεν διακρίνονται για την πολεμικότητα ή την προκλητικότητά τους”
πράγμα που δύσκολα αμφισβητείται. Συμπληρωματικά, ο Liddel στη βιογραφία του ποιητή σημειώνει:
“... Στη γωνία της οδού Αταρίν, βρισκόταν ένα σπίτι χτισμένο σύμφωνα με τον παλιό ανατολίτικο ρυθμό και πάνω ήταν maison de passe. O μποάμπης μάζευε αγόρια και κορίτσια που έβγαζαν με την εκπόρνευσή τους ένα τάληρο παραπάνω -και πολλά από αυτά θα έπρεπε να έμεναν ευχαριστημένα! Όλη νύχτα το σπίτι αντηχούσε από κραυγές και φωνές. Ο Καβάφης είχε ένα δωμάτιο. Εδώ κοιμόταν καμμιά φορά με νεαρούς Έλληνες. Που και που μαζί με τον σύντροφό του πήγαιναν και μεθούσαν πρώτα σ’ ένα από τα παραδιπλανά μπαρ. Ένα πρωί πήρε μια κιμωλία και έγραψε πάνω στο βρώμικο τζάμι: δεν πρέπει να ξανάρθεις εδώ άλλη φορά, δεν πρέπει να το ξανακάνης! Κι όμως, την επόμενη βραδιά, ή κάποια άλλη βραδιά, έπαιρνε πάλι το δρόμο για την ίδια βρόμικη συνοικία, φορώντας τα παλιά του ρούχα και κουκουλωμένος μ’ ένα κασκόλ…”.
Προς επίρρωση της θέσης που θέλει τον Κωνσταντίνο Πέτρου Καβάφη ομοφυλόφιλο, η Ρίκα Σεγκοπούλου στις βιογραφικές τις σημειώσεις μας πληροφορεί πως ο ομοσεξουαλισμός του ποιητή αρχίζει να εκδηλώνεται κατά την παραμονή του το 1882 με 1885 στην Πόλη στο σπίτι του φαναριώτη παππού του. Βέβαια, η αμφιφυλοφιλία του αιωρείται ως υποψία καθώς η δεύτερη γυναίκα του Αλέκου Σεγκόπουλου (γιος της Έλενας Σεγκοπούλου, ράπτριας στην υπηρεσία της Χαρίκλειας Καβάφη) υποστηρίζει πως ο διάσημος Αλεξανδρινός δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Η ιδιαίτερη μέριμνα του Καβάφη για τον κληρονόμο του Αλέκο,ο οποίος προσιδίαζε φυσιογνωμικά με τον ποιητή ,ώθησε πολλούς να μιλήσουν για ενδεχόμενη συγγένεια μεταξύ των δύο ανδρών (σχέση πατέρα-γιου)τη στιγμή που άλλοι δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο να ήταν ο Αλέκος νόθος γιος ενός από τα αδέλφια του Καβάφη. Ο Μανώλης Λάσκαρης ,τραπεζικός υπάλληλος που γνώρισε τον ποιητή αναφέρει:«Δεν πρέπει να πλύθηκε ποτέ στη ζωή του. Ερχόταν πελάτης στην τράπεζα που δούλευα και βρόμαγε από μακριά, κι ας έβαζε φτηνά αρώματα». Ο Τίμος Μαλάνος αναφέρει για τον Καβάφη: «Το ότι ο Καβάφης πενήντα τεσσάρων μόλις χρονών δεν είχε τα δόντια του, τίποτα το περίεργο. Λίγοι νέοι και νέες δεν έχασαν πρόωρα τα δικά τους; Το περίεργο με τον Καβάφη είναι άλλο. Το πώς αυτός ένας εραστής τού Ωραίου, παρ’ όλο που ήξερε την αστάθεια της οδοντοστοιχίας του, δεν απέφευγε να τρώει κουρμάδες μπροστά σε άλλους!».
Υπάρχουν, ακόμα πληροφορίες πως η μητέρα του ποιητή, απογοητευμένη ίςως που δεν απέκτησε καμία κόρη, έντυνε τον ποιητή με γυναικεία φορέματα. Όποιο και να ήταν το πάθος του ποιητή ,στο ποίημα ¨Ομνύει ´´εκφράζει ίσως ο Καβάφης την ενδόμυχη επιθυμία του “ν´αρχίσει πιό καλή ζωή “, παραδεχόμενος όμως συγχρόνως την αδυναμία του να αντισταθεί στους πειρασμούς της νύχτας. Έτσι συμβιβάζεται με την ροπή του και “στην ίδια μοιραία χαρά,χαμένος, ξαναπηαίνει “, “στην χαρά δηλαδή που το σώμα ” “θέλει και ζητεί” .Στο ποίημα ´´Επέστρεφε ´´ η ´´αγαπημένη αίσθησις´´ που καλεί το ποιητικό υποκείμενο να τον συνεπάρει παραπέμπει κυρίως στην ευφορική διάθεση που δημιουργεί η πράξη του αυνανισμού,μια προσπάθεια αναβίωσης της ηδονής που απορρέει από την σεξουαλική πράξη. Η´´επιθυμία….ξαναπερνά στο αίμά´´ και ´´αισθάνονται τά χέρια σάν ν´αγγίζουν πάλι ´´ καθώς ´´τα χείλη καί τό δέρμα ενθυμούνταί´. Στο ποίημα ´´Νόησις´´ ο ποιητής ενδεχωμένως παραδέχεται κάτι που λίγοι μελετητές αμφισβητούσαν , δηλαδή ´´τον έκλυτο της νεότητός´´του ´´βίο ´´και σημειώνει πως´´η απόφάσεις να ´´κρατηθεί να αλλάξει ´´διαρκούσαν δύο εβδομάδες τό πολύ´´. Οι προαναφερθείσες σημειώσεις που φανερώνουν την αδυναμία χειραγώγησης των παθών ενός ανθρώπου βρίσκουν νόημα στον στίχο ´´η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν´´.Βέβαια,εμμέςως μας ενημερώνει ο ποιητής πως ´´ της τέχνης ´´του ´´η περιοχή´´ και οι ´´ βουλές της ποιήςεως´´του άρχιςαν να μορφώνονται και να σχεδιάζονται εξαιτίας του έκλυτου βίου του.Στο ποίημα ´´Η Αρχή των ´´οι ήρωες , αφού εκπλήρωσαν την έκνομη ηδονή ,´´βιαστικά ντύνονται ´´ και ´´βγαίνουνε χωριστά ´´ από φόβο μήπως κάτι επάνω τους ´´προδίδει σε τί είδους κλίνην έπεσαν πρό ολίγου ´´. Ίσως, πίσω από το προσωπείο αυτών των υποκειμένων της ποιητικής δράσης να κρύβεται η εναγώνια φυγή του ποιητή που , χωριστά από το αντικείμενο του πόθου του,εγκαταλείπει το σπίτι,θέλοντας να αποφύγει τυχόν αδιάκριτα βλέμματα που τυχόν θα τον εξέθεταν. Στο ποίημα ´´Πολυέλαιος´´ η ´´λάγνη πάθησις´´,η ´´λάγνη ορμή´´ που κάνει τον βλέποντα τον πολυέλαιο να θεωρήσει πως το φως που εκπέμπεται έχει άλλη λάμψη και αίσθηση, προσιδιάζει ,λόγώ και των επιθέτων που επιλέγονται από τον ποιητή,στην ευφορία του αυνανισμού όπου καταφεύγουν τα ´´άτολμα σώματα ´´ που δεν τολμούν να προσεγγίσουν άλλα σωμάτα,ώστε της´´ζέστης´´ την ´´ηδονή´´να χαρούν. Τα παραπάνω συμφωνούν με τη γνώμη όσων μελετητών υποστηρίζουν πως ήταν πολύ συνεσταλμένος για να προχωρήσει πέρα από το ´´μοναχικό´´πάθος του. Σύμφωνα με τους Τσίρκα και Χατζηφώτη τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου.Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη,καταλήγουν οι δύο λογοτέχνες .Η συστολή του Καβάφη στην προσέγγιση του αντικειμένου του πόθου του και ίσως η ένδεια του ως προς τις κοινωνικές δεξιότητες γίνεται διακριτή στο ποίημα ´´Μισή Ώρα ´´, όπου το υποκείμενο της ποιητικής αφήγησης παραδέχεται την ευεργετική επίδραση του ´´μάγου ´´ οινοπνεύματος και την αρωγή που παρέχει ´´ο ευσπλαχνικός αλκοολισμός´´στην προσπάθεια προσέγγισης του άλλου και στην απόπειρα να αναγεννηθεί διά της φαντασίας και ´´μ´έντασι του νου…για λίγην ώρα ´´ η ηδονή. Το γεγονός, εξάλλου,πως ο ποιητής υπέφερε από καρκίνο του λάρυγγα δεν είναι κατά πάσα πιθανότητα άσχετο με τη ροπή του προς το αλκόολ. Ωστόσο,δεν πρέπει να παραβλέπουμε το καβαφικό διφορούμενο που είναι παρόν στα ερωτικά του ποιήματα όπως στο ´´Θέατρο της Σειδώνος´´ όπου το ομοφυλοφυλικό υπονοούμενο της φράσης ´´προ πάντων ευειδής ´´ ανάλογα με την προαίρεση κάθε αναγνώςτη είτε υπερτονίζεται είτε λανθάνει. Ως δεξιοτέχνης στις σημασιολογικές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις και χάρη στην αδιαφιλονίκητη αποκρυπτική ικανότητα του ο Καβάφης δεν προσφέρει απτές αποδείξεις ή σαφείς ενδείξεις για την ομοφυλοφιλική τάση που πολλοί έχουν χρεώσει στα ποιητικά του τέκνα. Έχοντας περιπλανηθεί στο λαβύρινθο των πραγματολογικών και βιογραφικών στοιχείων του ποιητή, είμαστε πρόθυμοι να ανιχνεύσουμε ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα σε κάθε στροφή σε βαθμό υπερθετικό,χωρίς να εξετάζουμε μια απόπειρα ανίχνευσης της δυνητικής αμφιφυλοφιλικής τάσης σε στίχους όπως: ´´Γραμμές του σώματος.Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά./Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα∙/πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,/και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα./ ή σε στίχους όπως:´´Μέσα στα καπηλειά και τα χαμαιτυπεία/της Βηρυτού κυλιέμαι. Μες σ’ ευτελή κραιπάλη/διάγω ποταπώς….. είχα δυο χρόνια/δικό μου τον Ταμίδη, τον πιο εξαίσιο νέο,/δικό μου όχι για σπίτι ή για έπαυλι στον Νείλο.´´, θεωρώντας απροκατάληπτα πιθανό το ενδεχόμενο( εφόςον ο στίχος δεν το αποκλείει)στην πρώτη περίπτωση ο αφηγητής ,που αναφέρεται στο νέο, να είναι γένους θηλυκού και στη δεύτερη περίπτωση τα αρχαιοελληνικά αγάλματα να απεικόνιζαν κάπια γυναικεία μορφή. Ποίηματα , επίσης,όπως τα ´´Τείχη ´´δίνουν την αίσθηση αποκλεισμού αν όχι κοινωνικής περιθωριοποίησης ενός πικραμένου ανθρώπου,του ποιητή ενδεχομένως που έκανε επιλογές ασύμβατες με τα κοινωνικά πρότυπα και ήθη τη στιγμή που στίχοι όπως:´´Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ/μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ/για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει/ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—/Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ/να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω./Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.´´υποδεικνύουν την αποξενωτική δύναμη της βασανιστικής μοναξιάς που επιλέγει αναγκαστικά ένας άνθρωπος ψυχικά κουρασμένος ή ίσως την παραδοχή ενός ατόμου ,που επιζητά ή νομίζει πως εναγωνίως αποζητά τη λύτρωση ,πως δεν υπάρχει πλέον ελπίδα εξεύρεςης λύσης ή η το ψυχικό σθένος για να την αξιοποιήσει ή για να αναμετρηθεί με την ειλικρίνεια που αυτή απαιτεί. Σίγουρα η φοβία του ποιητή για τις κοινωνικές συναναστροφές δύσκολα αμφισβητείται,ενώ ενδείξεις μια διαρκούς αγχώδους διάθεσης και μιας εξουθενωτικής ανασφάλειας, φωλιασμένης ίσως στην ψυχή του Καβάφη εξαιτίας της αμφιθυμίας της ζωής ,που τον κατέβασε από την άνετη κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας στον πάτο των στερήσεων(όπου ένας έκπτωτος αριστοκράτης είναι δύσκολο να μάθει ´´της πενίας τη νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους´´ )και τον απέκοψε μέσω διαδοχικών θανάτων(αδελφοί και μητέρα )από αγαπημένα πρόσωπα, απαντώνται στο ποίημα ´´Τελειωμένα ´´(Μέσα στον φόβο και στες υποψίες,/με ταραγμένο νου και τρομαγμένα μάτια,/λυώνουμε και σχεδιάζουμε το πώς να κάμουμε/για ν’ αποφύγουμε τον βέβαιο/τον κίνδυνο που έτσι φρικτά μας απειλεί.)όπου άλλη καταστροφή από αυτή που περιμένει το υποκείμενο πέφτει επάνω του και απροετοίμαστο τον συνεπαίρνει. Υπό το πρίσμα της ψυχαναλυτικής σκοπιάς η οικογένεια ενός ομοφυλόφιλου περιλαμβάνει συνήθως μια ασφυκτικά δυναμική και γοητευτική μητέρα, η οποία κατέχει θέςη ισχύος σε σχέςη με ένα παθητικό, εχθρικό ή συναισθηματικά (ή πραγματικά)απόντα πατέρα . Η υποτίμηση του πατρικού προτύπου εμποδίζει την ταύτιση του αγοριού με τον πατέρα, ο οποίος δε γίνεται αποδεκτός αφού δεν εμπνέει το τέκνο του να τον μιμηθεί. Επίσης, ελλοχεύει ο φόβος απώλειας της αγάπης της μητέρας. Αντίθετα διευκολύνεται η ταύτιση με τη μητέρα. Το κατά πόσο τέτοιες καταστάσεις ήταν παρούσες στο οικογενειακό περιβάλλον του νεαρού ποιητή είναι δύσκολο να διαπιστωθεί,πάντως σίγουρα η απουσία του Πέτρου Καβάφη, λόγω του θανάτου του,επηρέασε τη διαμόρφωση της ιδιοσυστασίας ενός παιδιού που δεν πρόλαβε να χαρεί και να γνωρίσει την πατρική φιγούρα. Ουσιαστικά, η πολύ νεότερή του Πέτρου Χαρίκλεια Καβάφη ανέλαβε την ανατροφή του ποιητή,ο οποίος της έτρεφε συμπάθεια και συγκλονίστηκε βεβαίως όταν εκείνη τον εγκατέλειψε για τους ουρανούς σε ηλικία 65 ετών. Επίσης, ο ποιητής θρηνεί την χαμένη ομορφιά της νεότητας του που υπήρξε για εκείνον το διαβατήριο για τη χώρα των απολαύςεων και συμβιβάζεται με μια ελλειπή αναβίωςη των χαμένων στιγμών ευφορίας. Κλείνοντας, ο Καβάφης όπως πολύ εύστοχα τον χαρακτηρίζει ο Λυγίζος είναι ο «τραγικός είλωτας του ρημαγμένου του εαυτού´´ ζώντας την τραγικότητα μιας αδιέξοδης απομόνωσης και γνωρίζοντας πως δεν έχει διακαίωμα να ζητιανέψει μια συγγνώμη αφού ´´ο οίκτος είναι για εκείνους που δεν έπραξαν» ενώ εκείνος έσφαλε και πρέπει να πληρώσει.Είναι ένας γεναίος της αξιοπρέπειας,που αν και έχει αρνηθεί την ελπίδα προτάσει την ασπίδα της αξιοπρέπειας για να σταθεί όρθιος και να μην λυγίσει στον πάντα παρόντα κίνδυνο που οι ίδιες οι πράξεις του έπλασαν ακόμα και όσες απέβλεπαν στην διάρρηξη της ασφυκτικής αλυσίδας κάποιας συμφοράς. Οι οδυνηρές ανατροπές στη ζωή του τον ώθησαν πάντα να σκέφτεται πως ο κίνδυνος πλησιάζει ,ενώ κάθε αναβολή της προβλεπόμενης καταστροφής τον καταβάλλει λόγω της δυσβάσταχτης αγωνίας που του προκαλεί. Μέσα από την έκθεση του προσωπικού του δράμματος μιλά για την οικουμενικότητα της ανθρώπινης τρωτότητας και προκρίνει ως μόνη λύση την αποδοχή χωρίς ανώφελους θρήνους της οριστικής απώλειας της Αλεξάνδρειας μας.
`
`
Στην σκιά του αυτόχειρα της Πρέβεζας (για τον οποίο έγραψε και το ομώνυμο πεζοτράγουδο) βρίσκεται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης που μοιράζεται με τον Καβάφη τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό του και με τον Καρυωτάκη την ροπή του προς τους τεχνητούς παραδείσους,που πρόσκαιρα δημιουργούν οι ναρκωτικές ουσίες .Χαρισματικός,με πανεπιστημιακή μόρφωση, γλωσσική πολυμάθεια και μουσική κατάρτιση υπήρξε αναμφίβολα μια φιγούρα τραγική με αναμφισβήτητη καλλιτεχνική φλέβα. Στην πρώτη φάση της ζωής του, βλέπουμε την ευμάρεια μιας μεγαλοαστικής οικογένειας με πολιτικές γνωριμίες μέσα στην οποία γαλουχείται ένας νέος με χαρακτηριστική ευμορφιά που υποτάσσει τη δημιουργικότητα του στα πλαίσια του ουαλντικού αισθητισμού. Ακολουθεί μια περίοδος ανεμελιάς και τολμηρής ζωής που θα εκβάλει δυστυχώς στο βόρβορο της τοξικομανίας. Η τελευταία θα κλέψει από το νεαρό τη λάμψη του παρελθόντος. Σε στιγμές νηφαλιότητας γίνεται εντονότερα αισθητή η φθορά του χρόνου. Έπεται η τελευταία περίοδο του βίου του όπου κυριαρχεί μια εξοντωτική θλίψη που σκιάζει κάθε ελπίδα και η ραγδαία επιδείνωση της εύθραυστης υγείας του Λαπαθιώτη που επιβαρύνεται από το ψυχικό άλγος λόγω του θανάτου των γονιών του,των στερήσεων του πολέμου και της οικονομικής κατάρρευσης του οίκου. Συναισθηματικά, λοιπόν ,ακάλυπτος, οικονομικά εξαθλιωμένος(αναγκάστηκε να πουλήσει και τα υπάρχοντα του για να ζήσει) και καταπονημένος σωματικά επιλέγει ως λυτρωτική διέξοδο από τα βάσανα του την αυτοκτονία διά πυροβολισμού. Ο Λαπαθιώτης, όπως και ο Καρυωτάκης(´´Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ.´´,μας πληροφορεί στο σημείωμα του),διακατέχονται από το μόνιμο αίσθημα κορεσμού και από μια διαρκή αίσθηση πλήξης, ενώ μοιράζονται την αγάπη τους να ερωτοτροπούν με το θάνατο.Τα παραπάνω στοιχεία, μάρτυρες μιας ναρκισσιστικής προσωπικότητας,δικαιολογούν την τάση και των δύο να επιζητούν τη διαρκή συγκίνηση μέσα από την ενασχόληση με τα πολιτικά πράγματα,τη χρήση ουσιών και τις εφήμερες ερωτικές συγκινήσεις.Ο Λαπαθιώτης, βέβαια, εν αντιθέσει με τον ποιητή της Πρέβεζας,δεν έβρισκε καταφύγιο στις κοινές γυναίκες αλλά στις νυχτερινές περιπλανήσεις με ομοφυλοφιλικές επαφές. Μάλιστα,εν γνώσει του πατέρα του, φιλοξενούσε στο σπίτι του άνδρες του υποκόσμου,ενώ δε θεωρούσε ελάττωμα ´´την υλικήν αποστροφή´´του ´´ στη γυναίκα και την έλξη [του] το ίδιο [του]το φύλο ´´. Γράφει,άλλωστε,στο ημερολόγιο του:´´τη (την έλξη από το ίδιο φύλο)θεώρησα πάντα σαν …ανωτέρα τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος!´´. Σύμφωνα, μάλλιστα με το Φρόυντ το αντικείμενο του πόθου ενός ομοσεξουαλικού άνδρα αποτελεί αναπαράσταση του ίδιου σε μια παιδική ηλικία την οποία νοσταλγεί όπως επιθυμεί και την αγάπη της μητέρας ,την οποία επιδιώκει με κάθε τρόπο να μεταδώσει στον εραστή του. Ο Άρης Δικταίος μας περιγράφει τον ποιητή να έχει ένα ύφος ´´απροσχημάτιστα μαλθακό, νωχελές ώς γυναικείο ´´,ένω τονίζει πως το παχουλό ανδροπρεπές πρόσωπο της φωτογραφίας του Ναπολέοντα ήταν ´´πλαδαρό´´ στην πραγματικότητα. Η τοξικομανία του ποιητή χρονολογείται ήδη από το 1925 ,ενώ και ο φίλος του και ποιητής, Μήτσος Παπανικολάου είχε ριχτεί στην ίδια μοιραία ενασχόληση,που εντέλει εν έτει 43 ετών πέθανε στον Πειραιά (αυτός ο πλέον ζοχαδιακός, δυσειδής και χολερικός άνθρωπος που ο Δικταίος ισχυρίζεται πως είχε γνωρίσει). Πάντως οι στίχοι του (”Και εγώ βρίσκομαι ξένος/μέσα στον κόσμο αυτό,/σαν ένας πεθαμένος/στον ίδιο του εαυτό´´) αντανακλούν την αίσθηση αδυναμίας προσαρμογής στον κόσμο που διακατέχει το Λαπαθιώτη σε σημείο να σκέφτεται το θάνατο ως μια μορφή λύτρωσης στο υπαρξιακό του πρόβλημα.Τα γραφόμενα του (´´Εκείνο που μ´απελπίζει εντελώς είναι,ότι έχω περάσει, σχεδόν,ολόκληρη τη ζωή μου, χωρίς να μπορέσω, έστω και για μια στιγμή, ούτε να προσαρμοσθώ σ´αυτήν, ούτε να την ανεχτώ….,ούτε να την δικαιολογήσω. Κ´ έτσι αισθάνομαι τον εαυτό μου,σα μια τεράστια παραφωνία…´´) στο ημερολόγιο του δείχνουν έναν απελπισμένο άνθρωπο που πλέον έχει χάσει κάθε ιδανικό και παραπαίει (” Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,/λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,/- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,/νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό..”,διαβάζουμε στο ´´Εκ βαθέων´´,ενώ στο ποίημα ´´Συντριβή´´ γράφει:´´Καὶ γιατὶ πῆγα στὴ Χαρά, μὲ σύντριψε ἡ Χαρὰ´´,εννοώντας ίσως το τίμημα που πλήρωσε για τις κίβδηλες απολαύσεις που δοκίμασε ´´χωρίς το έρμα κάποιας πίστης,ενώ φαναιρώνουν μια τάση προς τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία ,που οξύνθηκαν λόγω των προβλημάτων που έφερε η ζωή. Η απώλεια της αγαπημένης του μητέρας ,που τον συγκλονίζει , φέρνει στο προσκήνιο της σκέψης του το θάνατο,τον οποίο αν και αντιλαμβάνεται ως κάτι το απειλητικό εντούτοις έλκεται από την γοητεία της ιδέας να λυτρωθεί από το επίγειο άλγος και να ενωθεί με τ´αγαπημένα του πρόσωπα (´´ Όλα τ’ άφησες στο Χρόνο/και στα χέρια τ’ άπονά του/-κι ένα κράτησες και μόνο:/την Αγάπη του Θανάτου!´´,διαβάζουμε).Τρόμο και έλξη( ´´από μας, καλύτερα /περνούνε οι πεθαμένοι…´´,γράφει),όπως η εμφάνιση του φαντάσματος κάποιου αγαπημένου,του προξενεί ο θάνατοςμια ιδέα που σιγά σιγά τον απορροφά και καταλήγει να γίνει εμμονή. Ομολογεί ο ίδιος : “Είναι στιγμές,ιδίως κατά το ξύπνημα,που το μυαλό μου φτάνει σε τέτοιες απόψεις γύρω από τη ζωή και το θάνατο…που απορώ πώς,έπειτα απ´αυτές,κατορθώνει να διατηρεί την ισορροπία του ´´ενώ ´´θα έπρεπε να με είχαν οδηγήσει στην …αυτοκτονία….ή στην παραφροσύνη..”
Δε λείπουν ακόμη και οι μεταφυςικές σκέψεις που κάνει προκειμένου να ξορκίσει το θάνατο. Ο θάνατος του πατέρα του ,ο οποίος κατοικούσε στον πάνω όροφο του αρχοντικού σπιτιού του παρέχοντας του συναισθηματική και οικονομική κάλυψη, αλλά και ο χαμός του κολλητού του φίλου Παπανικολάου, που τον προμήθευε με τις ουσίες με τις οποίες προσωρινώς ξεγέλαγε τη θλίψη του, καθώς και η ένδεια της Κατοχής (υποχρεώθηκε να πουλήσει τη βιβλιοθήκη του και το κτήμα του στην Πάτρα) σε συνδυασμό με την σωματικη εξάντληση του διάγοντα έκλυτο βίο Λαπαθιώτη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του να αυτοκτονήσει. Άλλωστε,ως λάτρης της νεανικής ευμορφίας και ρώμης θα του ήταν δύσκολα υποφερτή η σήψη που καταλαμβάνει το σώμα κάποιου που είναι βουτηγμένος στις εξαρτήσεις. Του ήταν , φαντάζεται κανείς , απείρως προτιμότερη η ιδέα να αυτοκτονήσει, προλαβαίνοντας τον καλπάζοντα θάνατο,από το να περιμένει το βασανιστικό τέλος ενός τοξικομανούς. Βέβαια,οι νυχτερινές εξορμήσεις,η αυξανόμενη χρήση ναρκωτικών και οι εφήμερες σχέσεις του με άτομα του περιθωρίου έμοιαζαν με μια μακρόσυρτη αυτοκτονία. Αυτή η αναμφίβολα αυτοκαταστροφική συμπεριφορά υπό ορισμένες συνθήκες παραπέμπει στην προσπάθεια ενός καταθλιπτικού ατόμου να εκδικηθεί τον εαυτό του (τον οποίο αποστρέφεται) ή στην απόπειρα ενός νάρκισσου να προςελκύσει την προσοχή διά της πτώσης του. ´´Σαν άλλος Αλκιβιάδης,του άρεσε να προκαλεί την προςοχή και να σχολιάζεται ´´ , σημειώνει ο Μαλάνος συμφωνώντας με όλους εκείνους που γνώρισαν το νεαρό ποιητή και γοητεύτηκαν από την αβρότητα των τρόπων του. Βέβαια,τα παραπάνω ενισχύουν την απόψη που θέλει τον Ναπολέοντα νάρκισσο που επεδείκνυε ιδιαίτερο ζήλο να προσελκύσει το ενδιαφέρον των συνανθρώπων του. Ενδεικτική της σωματικής εξάντλησης,ενός ποιητή που είχε καταντήσει σκιά του εαυτού του είναι η μαρτυρία του Αγγελόγλου που τον επισκέφθηκε λίγο πριν το τέλος του,μια μοιραία μέρα του Ιανουαρίου το 1944 ,και αναφέρει:
“Άπειρη ήταν η αθυμία του,πίκρα αβάσταχτη έσταζαν οι λέξεις που ξεστόμιζε που και που με το ζόρι…Εκεί που είχε φθάσει ο Λαπαθιώτης δεν μπορούσε να ζήσει.” Με τα πιο μελανά χρώματα από την παλέτα της φθοράς μας περιγράφει τον ποιητή και ο Χαρατζίδης που μας πληροφορεί για την αδιόρατη θλίψη που εξέπεμπαν τα χείλη του και την χλωμή όψη των γαλάζιων ματιών του από όπου κρέμονταν τα σακουλιασμένα του βλέφαρα.Το λιπόσαρκο πρόσωπο του στόλιζαν λίγα αραιά μαλλιά που προσπαθούσαν να κρύψουν τη γύμνια του κρανίου ενός κυρτού ανθρώπου που κάπνιζε διαρκώς σε μια ταβέρνα της πλατείας Ομονοίας. Ίσως ο Λαπαθιώτης να μην αγαπούσε τον εαυτό του και γι’ αυτό προσπαθούσε να πείσει τους άλλους πως αξίζει. Kαθώς δεν το πιστεύε ο ίδιος στην αξία του προςπαθούςε με κάθε μέσο να επιβάλει την καλή μαρτυρία, ώστε η μαρτυρία να επιστρέψει στον ίδιο για να εξωβελίςει την αυτοαμφισβήτηση. Ακόμα,όμως,και πριν από το θάνατο της μητέρας του,που σκίασε κάθε ακτίνα ελπίδας, ο Λαπαθιώτης γράφει στο ημερολόγιο του πως ποτέ δε θα μπορέσει να γίνει ευτυχισμένος ακόμη κι αν όλα τα πλάσματα της γης ´´έξαφνα γίνουν ευτυχισμένα και η λύπη εξαφανιστεί…γιατί έστω για πέντε λεπτά της ώρας υπήρξε κάποια λύπη και οδύνη στη γη….´´,αποκαλύπτοντας την εγγενή με το μελαγχολικό του χαρακτήρα απαισιοδοξία. Ο Άρης Δικταίος θεωρεί πως: «…αυτό που κυρίως στάθηκε σαν ο μέγιστος συντελεστής της καταστροφής του ήταν τ΄ότι δεν τον απασχολούσαν οι βιοτικές μέριμνες. Ελεύθερος να ζήσει τη ζωή του όπως ήθελε, άρχισε να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, εγκαταλειπόμενος με ηδονή στις οποιεσδήποτε, φανερές ή μύχιες τάσεις του, χωρίς την παραμικρή αυτοπειθαρχία.»
Η απουσία κινήτρων, λόγω των παραπάνω συνθηκών, εξέθρεψαν το αίσθημα της πλήξης του που με ποικίλους τρόπους προσπάθησε να καταπολεμήσει.Το γεγονός,μάλλιστα, πως παρά τις γνώςεις του δεν μπόρεσε να ανεξαρτοποιηθεί από την οικογένεια του υποδεικνύει κάποιου είδους συναισθηματική προσκόλληση, χαρακτηριστική σε καταθλιπτικές προσωπικότητες που δεν μπορούν να αναπτύξουν ένα αυτόνομο Εγώ και να απεμπλακούν από το ´´Εμείς´´,εφόσον κάτι τέτοιο βιώνεται ως απώλεια της ασφάλειας. Συνακολούθως,η κατάπνιξη των επιθυμιών του ατόμου σε μια προσπάθεια να ταυτιςτεί με τις ανάγκες των άλλων και να γίνει αρεστός τον οδηγεί σε μια μονότονη και ξένη ζωή ή στην εκτόνωση της κεκαλυμμένης επιθετικότας με συμπεριφορές που στρέφονται κατά του ίδιου του ατόμου.Ίσως,μια τέτοια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά να είναι και η τοξικομανία του Λαπαθιώτη. Για τη διαμόρφωση μιας καταθλιπτικής προσωπικότητας ρόλο διαδραματίζει η ποιότητα της σχέςης με τη μητέρα,η οποία είτε είναι υπερπροστατευτική (στερώντας από το παιδί τη δυνατότητα να πάρει πρωτοβουλίες που τονώνουν την αυτοεκτίμησή του )και εναποθέτει την απαίτηση για αγάπη εξ´ολοκλήρου στο παιδί , το οποίο υποχρεώνει να νιώθει ευγνωμοσύνη, είτε είναι σκληρή και ανίκανη να αγαπήσει και ,καθώς περιφρονεί την ανάγκη για στοργή του παιδιού, το τελευταίο καταλήγει να μην ελπίζει στην ανιδιοτελή αγάπη και να ´´προσαρμόζεταί´ διαρκώς αψηφώντας τις δικές του επιθυμίες .Η τελειομανία του ποιητή, τέλος, που ποτέ δεν ικανοποιείτο από τις προσπάθειες του,καταδεικνύεται από το γεγονός πως δίσταζε να εκδώσει σε μια συγκεντρωτική συλλογή τα διάσπαρτα σε διάφορα έντυπα ποίηματα του τα οποία διαρκώς διόρθωνε .Έτσι, λοιπόν ο ποιητής του οποίου αγαπημένο μοτίβο υπήρξαν τα λουλούδια ,που καθώς μαραίνονται αισθητοποιούν τη σύντομη ζωή της ομορφιάς, που πάντα την αλώνει η φθορά,μάδησε τον πολύφυλλο ανθό της νιότης του και τον άφησε χάμου να σαπίσει,χωρίς να βρει το κουράγιο να το σηκώσει.
`
`
Ο Γεώργιος Σεφέρης, ο ποιητής του Τελευταίου Σταθμού και διπλωμάτης της χώρας σε μια κρίσιμη ιστορικά περίοδο για τον Ελληνισμό είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τις γυναίκες, η οποία αποκαλύπτεται μέσα από άγνωστα γεγονότα που φωτίζουν πρόσφατες βιογραφίες του. Οι άγνωστες μέχρι τώρα πτυχές του ´´ερωτικού´´ βίου του ποιητή,που έρχονται στο φως,ίσως αποτελέσουν το ερμηνευτικό κλειδί για να αποκρυπτογραφήσουμε το δυσπρόσιτο και κρυπτικό έργο του Μικρασιάτη λογοτέχνη. Βεβαίως, η σύντροφος της ζωής του ποιητή,η Μάρω Λόντου, έρχεται αφού έχουν προηγηθεί δύο μεγάλοι έρωτες και αρκετές εφήμερες σχέσεις. Όπως πληροφορούμαστε ο πρώτος έρωτας του νεαρού και μετέπειτα διάσημου ποιητή ήταν η ´´Μέλπα ´´,μια φίλη της αγαπημένης του αδελφής Ιωάννας, που τον ´´ξαπόστειλε ´´, ενώ δεύτερη έρχεται η κόρη της σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι, Ζουζόν που τον ´´εξευτέλισε ´´. Έπεται, η Κίρστεν από τη Νορβηγία στην οποία κατ´εξαίρεση υπήρξε ´´σκληρόκαρδος´´για να ακολουθήσει ο πρώτος μεγάλος έρωτας της ζωής του, η Ζακλίν από τη Γαλλία,μια ταλαντούχα πιανίστρια. Ο δεσμός αυτός θα τελειώσει οδυνηρά καθώς η Ζακλίν ήθελε γάμο τη στιγμή που ο νεαρός ποιητής εκλαμβάνει μια τέτοια δέσμευση ως θηλιά στο λαιμό τον οποίο ήδη σφίγγει αφόρητα ο διορισμός του ως διπλωμάτης. Βέβαια,η αδελφή του ποιητή μας πληροφορεί πως ο διορισμός του αποτελούσε ένα στάδιο να γίνει ο νεαρός Γιώργος αυτεξούσιος,όπως ποθούσ ε(ελεύθερος από τις απαιτήσεις του πατέρα), ενώ ευχόταν να προλάβει η μητέρα του (άρρωστη τότε) τη χαρά να τον δει να επιτυγχάνει στις εξετάσεις του Υπουργείου Εξωτερικών. Επανερχόμενοι στο θέμα της Ζακλίν,η οποία τον ενέπνευσε να γράψει στίχους μιας σπαρακτικής εγκαρτέρησης(”Δέ θα βρεθεί ένας ποταμός νά ναι για μας πλωτός/δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλλάξει;”), η γυναίκα αυτή πιστεύεται πως έκρυβε για τον ποιητή της Άρνησης μια αγάπη ζωντανή μέχρι το τέλος,όπως μαρτυρά η επίσκεψη της το 1971 στην Ελλάδα για να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο της , χωρίς βεβαίως να το κατορθώσει.Το γνωστό,άλλωστε, ποίημα, που τραγουδήθηκε από πλήθος κόσμου στην κηδεία του πρώτου Έλληνα νομπελίστα και αποτελεί μέρος της πρώτης ποιητικής συλλογής του (”Στροφή´´) διακρίνεται από έναν ερωτισμό που αισθητοποιείται με λέξεις όπως ´´το περιγιάλι το κρυφό´´όπου είθισται να καταφεύγουν με τη γνωστή μυστικοπάθεια τους οι παθιασμένοι εραστές για να χαρούν τον έρωτα τους. Ακόμη,το εν λόγω ποίημα,όπως κι άλλα της ίδιας περιόδου, αντανακλά το αίσθημα ματαίωσης και πίκρας που διακατέχει τον ποιητή,έχοντας βιώσει την μοναξιά ενός πρόσφυγα σε μια ξένη χώρα,την αυταρχικότητα του πατέρα (διακεκριμμένος καθηγητής διεθνούς δικαίου και συνεργάτης του Βενιζέλου καθώς και ποιητής) που τον επιφορτίζει με το καθήκον να αριστεύσει στα νομικά (είναι χαρακτηριστικό πως ο Στέλιος σε κάθε γράμμα του τονίζει την ανάγκη να μελετά νωρίς το πρωί,πράγμα που ο νεαρός λάτρης της μαγείας της νυχτερινής σιωπής, που διευκολύνει την ποιητική έμπνευση, απεχθάνεται),τα οποία δεν αγαπά και κυρίως τον πόνο ενός αδιέξοδου έρωτα. Συνεπώς,η Άρνηση της φύσης να σβήσει τη δίψα των ερωτευμένων (”το νερό γλυφό´´) και η παροδικότητα του ερωτικού πάθους που χάνεται σαν το χαραγμένο στην άμμο όνομα των αγαπημένων (διαχρονική συνήθεια)διαχέουν στο ποίημα μια αίσθηση διάψευσης. Έτσι,οι στίχοι ´´Με τι καρδιά, με τι πνοή,/τι πόθους και τι πάθος/πήραμε τη ζωή μας.• λάθος!/κι αλλάξαμε ζωή´´προδίδουν την τραγικότητα ενός πλανεμένου ανθρώπου που ξεκίνησε με πυξίδα τα όνειρα το τρικυμιώδες ταξίδι της ζωής για να διαπιστώσει πως η πορεία του χαράχτηκε πάνω σ´ένα μοιραίο λάθος,παίρνωντας την απόφαση ν´αλλάξει ζωή. Αναφορικά με τη Μελπώ η αδελφή του ποιητή αναφέρει πως ο νεαρός το καλοκαίρι εκείνο του 1917 Γιώργος ήταν πολύ ντροπαλός για να εξομολογηθεί τον έρωτα του στο ψηλό και καστανό δωδεκάχρονο κορίτσι και έτσι προτίμησε να τις απαγγειλει ένα ποιήμα του. Αν και το βρήκε ωραίο,εντούτοις η νεαρή κοπέλα σιώπησε χωρίς να κάνει κάποια κίνηση.Μπροςτά στη σιωπηρή αυτή απόρριψη,ο Γιώργος δεν ´´έκανε μεγαλύτερη προσπάθεια για να την καταχτήσει ´´αφού βρισκόταν σε μια ηλικία που κατά την Ιωάννα Τσάτσου ´´αγαπούσε τον έρωτα παρά τη γυναίκα ´´.Το 1919 θα συνδεθεί με την ´´όμορφη, ξανθή, μεγαλύτερή του και φιλοχρήματη Σουζόν που προσέφερε το ελάχιστο δυνατό για να απομυζήσει έναν άντρα,να του εξουσιάζει τη σκέψη. Ο νεαρός τότε Γιώργος είχε ζωντανή την πίστη του στη γυναίκα ,έχοντας ως πρότυπο τη μάνα του, ( μια ´´ βιβλική´´φιγούρα που υπεραγαπούσε και της οποίας την έγνοια πάντα είχε όπως μαρτυρεί η αλληλογραφία των δύο αδελφών ´´)και λαχταρούσε για αγάπη, ενώ συγχρόνως άπειρος ερωτικά είχε αφεθεί στη γοητεία μιας γυναίκας που ´´πήγαινε μ´άλλους´´όταν τέλειωναν τα χρήματα πού έστελνε η οικογένεια στο νεαρό φοιτητή λέγοντας πως μισεί ´´τους αδέκαρους´´. Με μια τέτοια γυναίκα συζούσε ο Γιώργος και παρά τις σκηνές και τις υποσχέσεις για αλλαγή εκείνη επανερχόταν πάντα παντοδύναμη στη ´´μαυρισμένη ´´ψυχή του. Αυτή έβρισκε καταφύγιο σε χιουμοριστικούς στίχους όπως :´´Αγάπησα,ξαναγάπησα,την αγαπώ και πάλι…/Ποιος ξέρει αν θα λευτερωθεί το μαύρο μου κεφάλι./Καί η ξυλωμένη τσέπη μου αν θα ξαναραφεί´´ ή μεταφράζει την Belle Dame sans merci του Keats που ´´σκλάβα της [τον] κρατεί.Το καλοκαίρι του 1920 επ´ευκαιρία της επίσκεψης της μάνας και της αδελφής του ποιητή και με τη συνδρομή της τελευταίας που δέχεται να μιλήσει στη Σουζόν, ο Σεφέρης φεύγει από τη Pension της ερωμένης για να μετακομίσει μαζί με τους δικούς του στο Boulevard Saint-Germain και να ´´τελειώσει αυτή η ιστορία ´´.Τη βαριά σκιά που άφησε αυτή η σχέση στην καρδιά ´´του ανυπεράσπιστου ποιητή´´διέλυσε το σύντομο ειδύλλιο με τη Νορβηγίδα Κίρστεν που ´´τον αγαπά´´ και ´´τον πονεί ´´ και ´´δεν του ζητάει γάμο. ´´ Γράφει,λοιπόν, ο νεαρός φοιτητής για την κοπέλα που του ´´ζητούσε να της μά[θει]ελληνικά για να μπορεί να [τον]ονομάζει με τα ονόματα που [τον] ονομάζ[ουν] οι άνθρωποι πού [τον] αγαπούνε ´´ :´´με ξανάφερε πίσω στή ποίηση,σ´εκείνο πού λατρεύω,ό,τι κατάστρεφε επί δύο χρόνια η άλλη ξανθιά(η Σουζόν)..μέ τή καλοσύνη της τό ξανάχτισε.’‘
Την άνοιξη του 1923 στο Παρίσι θα συναντήσει τον”μεγάλον έρωτα”,την κοπέλα που θα κυριαρχεί στο νου του για 11 χρόνια (θα γράψει γι’αυτήν στις Σπέτσες το 1934:”Πλησιάζει με τα θολά της μάτια εκείνο τό ανάγλυφο χέρι/όλα την απειλούνε τή σιωπή της.΄΄),παρά τις όποιες άλλες σχέσεις του, και την οποία ”θα ήθελε μέ όλη του τή ψυχή να τήν παντρευτεί”(κατά την Ιωάννα Σεφεριάδη),την κόρη της φίλης του Στέλιου,της Marie Louise, την όμορφη και ολιγομίλητη Ζακλίν ,οι επισκέψεις στο σπίτι της οποίας αποτελούσαν για τ΄αδέλφια Σεφέρη απόδραση σε μια όαση. Ο ποιητής αργεί να παραδεχτεί πως είναι ερωτευμένος ,ενώ ζητά από την αδελφή της να μην εκθέσει σ΄άλλους τα γραφόμενα του για τη νεαρή κοπέλα.Ο ΄΄Ερωτικός Λόγος” είναι η τραγωδία για το θάνατο ενός έρωτα.΄΄Στην πέτρα της υπομονής”οι εραστές προσμένουν” ένα θαύμα” που ποτέ δεν έρχεται και έτσι χωρίς ΄΄τον άγγελο΄΄ της ελπίδας ΄΄χάνουνται τ΄ανοιχτά τριαντάφυλλα΄΄ και το ΄΄ρόδο ”μιας σκληρής (που έθετε σε δύο νεαρούς εραστές πάντα εμπόδια όπως τον ΄΄αυστηρό πατέρα΄΄ της Ζακλίν με τα ΄΄μεγάλα όνειρα για τήν κόρη του και τή περηφάνεια του Γιώργου΄΄) ΄΄μοίρας…μόνο στη μνήμη’‘ απομένει. Ο τελευταίος χρόνος του Σεφέρη στο Παρίσι είναι οδυνηρός καθώς στιγματίζεται από την ανέχεια της οικογένειας(επηρέασε αρνητικά το νεαρό φοιτητή που έβλεπε πως δεν είχε κανένα πόρο να προσφέρει στην αγαπημένη του) και τον μελλοντικό αποχωρισμό του από τη γυναίκα που ”πίστευε πώς ο Γιώργος είναι ποιητής,πώς το νόημα της ζωής του είναι η ποίηση”,που έλεγε στην Ιωάννα πως ο αδελφός της ΄΄είναι δυστυχισμένος όταν δε γράφει”,που πάντα ΄΄χωρίς παράπονο΄΄φύλαγε άσβεστη τη ”μνήμη του καημού΄΄ και προπαθούσε πάντοτε ‘‘να βοηθήσει”τον αγαπημένο της ”είτε με την παρουσία της΄΄είτε διά της απουσίας της“. .Από την πίκρα ξεφεύγει ο ποιτής (που έπρεπε να πληρώσει τους στίχους του με ”αίμα”) μετουσιώνοντας τον καημό της προσμονής σε ποίηματα,τα οποία θα αποτελέσουν τελικά την μόνη του Ιθάκη. Οι δύο εραστές θα διατηρήσουν για ένα διάστημα αλληλογραφία η οποία όμως, καθώς δεν ανθίζει η ελπίδα, θα τους στραγγαλίζει αργά και βασανιστικά με τη θηλιά της νοσταλγίας. Ως αυτόνομος, πλέον,διπλωμάτης ο Σεφέρης θα συνεχίσει να επισκέπτεται την πόλη, στα πάρκα της οποίας περπάτησε ο έρωτας της ζωής του,το Παρίσι,γυρίζοντας πάντοτε ΄΄κομματιασμένος”. Το φθινόπωρο του 1934 ξημερώνει η δίκοπη μέρα που θα φέρει την είδηση του γάμου της Ζακλίν και συγχρόνως το σκοτάδι στη ψυχή του ποιητή. Αν και η ιστορία αυτού του δεσμού είχε τελειώσει και η Ζακλίν (”Eίναι μερικά αισθήματα στη ζωή που ποτέ δεν ξεθωριάζουν..” είχε πει ο ίδιος για τη Γαλλίδα που του στοίχειωσε το μυαλό) είχε λάβει τη μεταφυσική διάσταση της Σκάλας,του τόπου όπου κείτονταν τα παιδικά του όνειρα,ο ποιητής ένιωθε την ανάγκη επιστροφής σε ένα λιμάνι που δεν μπορείς πια να πλησιάσεις κι ας βαραίνει σαν κόμπος την καρδιά σου η πίκρα γι’ αυτόν τον απόπλου.’Αλλοτε, βέβαια, η σκέψη πως ο γάμος της μ΄ένα καλό μουσικό θα τις χάριζε στιγμές χαράς του παρείχε μια αμφίβολη παρηγοριά που ελάφρωσε το νου του και τον βοήθησε να συνεχίσει το ταξίδι του προς το αγκυροβόλι της αγάπης με ανεπανόρθωτα σπασμένα όμως τα κουπιά.Τον ιδεαλισμό του άδοξου έρωτα,που η νοσταλγία διαφυλάττει, επικαλύπτει ο αισθησιασμός της σχέσης του ποιητή με τη Λουκία Φωτοπούλου ή χαϊδευτικά Λου όπως αρκείται να τη φωνάζει. Σύμφωνα με κάποιους η Λου ενέπνευσε στον ποιητή το μυθιστόρημα του ´´ Έξι νύχτες στην Ακρόπολη ´´,του οποίου κεντρική ηρωίδα είναι η Σαλώμη,πίσω από την οποία κρύβεται η τολμηρή Λουκία. Στο μυθιστόρημα αυτό,ο Στρατής( προσωπείο του ποιητή) εμπλέκεται σ´ένα ερωτικό τρίγωνο το οποίο τον απεγκλωβίζει από το τέλμα στο οποίο βρισκόταν. Παρενθετικά αναφέρουμε πως ο δισταγμός του Σεφέρη να εκδώσει το έργο αυτό εν ζωή εξηγείται αν εξετάσει κανείς το χαρακτήρα αλλά και την ιδεολογική ταυτότητα του δημιουργού. Ως τυπικός εκπρόσωπος της τάξης του ,που διακατέχεται από έναν ´´αστικό καθωσπρεπισμό´´ ,εύλογα φοβάται μήπως το τολμηρό περιεχόμενο του έργου βλάψει τη δημόσια εικόνα του. Άλλωστε,στο παραπάνω έργο συναντάμε τολμηρότατες σκηνές,όπως τη απαράμιλλα αιςθησιακή σκηνή όπου ο Στρατής παρακολουθεί μια λεσβιακή περίπτυξη μετάξύ της Σάλώμης και της Λάλας, ενώ ο αναγνώστης βλέπει τον πρωταγωνιστή να κυκλοφορεί με ´´ ύποπτη ´´ οικειότητα στους αθηναϊκούς οίκους ανοχής .Η¨´Στέρνα ´´ είνα το ποίημα της Λου , μιας γυναίκας που παντρεύτηκε (τον αγιογράφο Λουκίδη), χώρισε,και διατηρεί σχέση με γυναίκες αλλά και με άνδρες,ενώ υπερασπίζεται με σθένος και προσήλωση τη σεξουαλική της ελευθερία. Ο Σεφέρης αφιερώνει κάμποσες σελίδες από το ημερολόγιο του (”Μας είχε πάρει ο ύπνος κάτω από ένα πεύκο. Όταν ανοίξαμε τα μάτια, ο ήλιος κρύβουνταν στο αντικρινό βουνό….Άπλωσε τις δυο παλάμες απάνω στις ξερές βελόνες που είχανε στρώσει το χώμα, χαμήλωσε το κεφάλι ανάμεσα στους αγκώνες της και αφουγκράστηκε τη γη. “Δεν είναι για μας το κακό σημάδι” ψιθύρισε γελώντας ….ένιωθα πως αν έλεγε μια μόνο λέξη, θα μ’ έπαιρναν τα δάκρυα….Η πριγκίπισσα Λου ήρθε κοντά μου και κοίταζε κι εκείνη ρίχνοντας πού και πού ένα κλεφτό βλέμμα προς εμένα, σα να ‘θελε να καταλάβει.´´)
στη γυναίκα που έκλεψε την καρδιά ενός άλλου μεγάλου,του ποιητή και ζωγράφου Εγγονόπουλου.Το 1936 ο ποιητής ,που τον γοήτευε ´´ ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρά´´,γνωρίζει στην Αίγινα,όπου παραθερίζει,τη μεγαλύτερη του κατά δύο χρόνια Μαρώ Λόντου, γυναίκα του ναυάρχου Ανδρέα Λόντου και μητέρα δύο κοριτσιών. Πρόκειται για μια γυναίκα της καλής κοινωνίας που,όπως η Ζακλίν,έχει μητρική της γλώσσα τα γαλλικά και είναι γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας . Ο έρωτας των δύο συγκλονίζει την κοσμική ζωή της πρωτεύουσας. Παρά τις απειλές του Λόντου που προειδοποιεί πως ο εν λόγω δεσμός θα στερήσει από τη Μαρώ τα παιδιά της ,οι δύο εραστές αποφασίζουν να φύγουν για την Αίγυπτο. Μάλιστα ,η Πηνελόπη Δέλτα, νονά κόρης της Μαρώς Ζάννου,παρωθεί τη φίλη της να μην εγκαταλείψει τον ερωτευμένο Σεφέρη μιλώντας μάλλον βάζει της επώδυνης ερωτικής της εμπειρίας με τον Ίωνα Δραγούμη. Βέβαια,όταν ετέθη θέμα γάμου με τη Μαρώ, εμπλεκομένων και των παιδιών της,ο διπλωμάτης θα προτιμήσει τη φυγή από το δρόμο της ευθύνης και θα βρει προσωρινό καταφύγιο στην αγκαλιά μιας γυναίκας από το Βόλο. H σπάνιας οικειότητας και αντοχής σχέση του με τη Μαρίκα-όπως συνήθιζε να την αποκαλεί- θα δοκιμαστεί ουκ ολίγες φορές από τα σκιρτήματα ενός ανθρώπου που τον βασάνιζαν οι λαχτάρες του σώματος. Έτσι,το κρίσιμο και θερμό διπλωματικά 1958 ,έτος κατά το οποίο το Κυπριακό βρίσκεται στ´αποκορύφωμα του, ο διπλωμάτης ποιητής ταράζεται από τα κάλη και τις χαρές μιας γυναίκας ,ενώ δυόμισι χρόνια αργότερα θα μαγευτεί από μια νεαρή και όμορφη υπάλληλο της πρεσβείας του Λονδίνου ,στην οποία ήταν ο ίδιος πρεσβευτής,οδηγώντας τη Μάρω σε ´´απόπειρα αυτοκτονίας´´.Οι μαρτυρίες,βεβαίως, για τα εν λόγω γεγονότα εξακολουθούν να καλύπτονται από ένα πέπλο ασάφειας. Πάντως,η κρίση προστάτη που ταλαιπώρησε το Σεφέρη υπήρξε ενδεχομένως η καθοριστική αιτία διακοπής των νυχτερινών ´´δοσοληψιών´´του ανθρώπου που έγραψε το ποίημα ´´Ο Δαίμων της Πορνείας´´.Στο ποίημα αυτό (αντλεί ο Σεφέρης στοιχεία από το Χρονικό του Κύπριου Λεόντιου Μάχαιρα) ο βασιλιάς Πέτρος ο ´Α, αν και ικανότατος στρατηλάτης και συνετός βασιλιάς,υπήρξε αρκετά επιρρεπής στο γυναικείο πειρασμό και αυτή του η αδυναμία για αυτεπιβολή και τιθάσευση των ορμέμφυτων ενστίκτων του τον οδήγησε τελικώς στην πτώση από το θρόνο και στον ατιμωτικό θάνατο(“< <κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει/τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε/Για τούτα έδωκες θάνατον!>>Αυτό το τέλος/όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.´´).Ίσως,ο Σεφέρης χρησιμοποιεί τον Πέτρο ως προσωπείο του εαυτού του και ενδεχομένως οι απιστίες του βασιλιά ,που αγαπά παρ´όλα αυτά τη γυναίκα του ,να θυμίζουν στον ποιητή τη δικιά του ζωή με τις πολλές ερωτικές πεταλούδες και την αγκαλιά μιας πιςτής γυναίκας που αγαπά. Χαρακτηριςτικά,εξάλλου,της αναμφιςβήτητης αγάπης που έτρεφε ο ποιητής για τη Μάρω είναι τα γράμματα που της στέλνει ( ´´ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη ´´ ,´´Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου.´´). Προς αποφυγή παρεξηγήςεων αναφέρω πως με τα παραπάνω σχόλια δεν εξαντλείται το νόημα του κειμένου,που απλώνεται και σ´άλλα θέματα, αλλά απομονώνεται μια συγκεκριμένη πλευρά που θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω προς όφελος του ερευνητικού σκοπού.Πάντως,η δημιουργία των τολμηρών ´´Εντεψίζικων´´(η ονομασία παραπέμπει στα ξόρκια με πρόςτυχα λόγια με τα οποία προςπαθούςαν οι γυναίκες ν´ανάψουν τον πόθο στους άντρες και αποδόθηκε στα δίστιχα μετά το θάνατο του ποιητή) φανερώνουν τη διάθεση του ποιητή (συνέθεσε τα εν λόγω δίστιχα με το ψευδώνυμο Μάθιος Πασχάλης) να απελευθερωθεί από αυτό το πάθος, δίνοντας του κάποια μορφή( “Ήταν ένα πέος στη Δήλο/που ψήλωνε κάτω απ’ τον ήλιο·/όταν τό ειδε φώναξε: “Ω!/αν βρισκόταν εδώ,/με τούτο θα τον τσάκ’ζα στο ξύλο….Ήτανε μια κοπέλα στο Βεζούβιο/κ’ εκείνος όλο διάβαζε Βιτρούβιο·/και του λέει: “Βρε συ,/γιά να ιδώ το δεξί -/το ζερβί σου τ’ αρχίδι είναι κλούβιο.’‘). Συνεπώς,κάθε ερωτικό σκίρτημα του Σεφέρη έρχεται σε στιγμές επώδυνων χωρισμών και συναισθηματικών αμφιταλαντεύσεων,ενώ η τάση του να ερωτεύεται μεγαλύτερες ίσως έχει τη ρίζα του στη σχέση του με τη δυναμική μητέρα της οποίας τη θαλπωρή ποθεί να νιώσει ξανά.Το γεγονός,μάλλιστα,πως στερήθηκε τη μητέρα για ένα διάστημα της ζωής του( κάποια από τα χρόνια των σπουδών του )ίσως έκανε πιο έντονα αισθητή αυτή την έλλειψη. Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα μεταξύ μάνας και ένος γιου που τη διεκδικεί από τον πατέρα και η αυταρχικότητα του τελευταίου,με τον οποίο αναμφίβολα ο Σεφέρης πάντα συγκρινόταν,έχοντας καταπιαστεί με αντικείμενα που απασχόλησαν τον χαρισματικό Στέλιο, διαδραμάτισε σίγουρα κάποιο ρόλο. Συμπληρωματικά, η απόρριψη που στιγμάτισε τις πρώϊμες εμπειρίες του με το γυναικείο φίλο και τραυμάτισαν την ευαίσθητη ιδιοσυστασία του και κλόνισαν την αυτοπεποίθηση του ενδέχεται να δημιούργησε στον ποιητή την ανάγκη να εκδικηθεί μέσω της κατάκτησης άλλων γυναικών όσες τον πλήγωσαν ή να αυτοεπιβεβαιωθεί. Η θυματοποίηση του στη σχέση του με τη Σουζόν καταδεικνύουν μια ενοχική προσωπικότητα(ίσως επειδή δε στάθηκε όσο μπορούσε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η μάνα του) που υποβάλλει τον εαυτό του σε ψυχοφθόρες δοκιμασίες προκειμένου να εξιλεωθεί από κάποιο σφάλμα. Πιθανότατα,η διαρκής αναζήτηση μιας σχέσης είναι η εναγώνια προσπάθεια ενός ανθρώπου να αποφύγει τη μοναξιά ,μια μοναξία που σε καλεί ν´αναμετρηθείς με τον εαυτό σου (και την οποία βίωσε έντονα ο ποιητής ως νεαρός). Η ροπή του ποιητή να σχετίζεται με γυναίκες παντρεμένες,αν κάτι τέτοιο μπορεί επαρκώς να δικαιολογηθεί, εξηγείται ποικιλοτρόπως. Στην περίπτωςη του Σεφέρη εντοπίζουμε ως πιθανότερο κίνητρο την έλξη για ένα άτομο που ανήκει σε κάποιον άλλο,δηλαδή την ανάγκη για αυτοεπιβεβαίωση ( που είναι έντονη ανάγκη σε άτομα που στερήθηκαν την αγάπη και τη γονεϊκή προσοχή ή έμαθαν να θεωρούν την απουσία ερωτική καθώς αφήνει χώρο στη φαντασία και αποτρέπει την σκληρότητα της εξοικείωςης)μέςα από την αναμέτρηςη με τον σύντροφο του ατόμου που είναι το αντικείμενο του πόθου. Ας μην ξεχνάμε,βέβαια,πως μετά από κάθε ερωτική περιπέτεια ο ποιητής βρίσκεται σ´ένα οργασμό δημιουργικότητας καθώς έχει αποκομίσει τις εμπειρίες εκείνες που θα αποτελέςουν το υλικό των ποιημάτων του. Πάντως,πρέπει να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στις γυναίκες που ερωτεύτηκε κι αγάπηςε ο ποιητής και σ´ εκείνες στις οποίες αναζήτησε την παροδική απόλαυση καθοδηγούμενος από ερωτική έλξη. Συμπληρωματικά,ο μεγαλωμένος με υπερβολικές απαιτήσεις Γιώργος κατατρύχεται από το φόβο ανάληψης ευθυνών και κάθε φορά που προτιμά τη φυγή,υιοθετώντας μια συμπεριφορά που παραπέμπει στην παιδική ηλικία, βρίσκει καταφύγιο στις χαρές κάποιας εφήμερης σχέσης .Ίσως,ο ποιητής ,που εξιδανίκευσε τη γυναίκα και ο οποίος παρέμεινε συναισθηματικά πιστός σε ελάχιστες αν όχι σε μία μόνο γυναίκα ,να μην πίστευε πως στην πραγματικότητα μπορούσε (ή άξιζε) να αγαπηθεί ή στην πορεία να έχασε την πίστη του στη γυναίκα(όπως πίστεψε κι αγάπησε την ποίηση). Επιλογικά, οι ερωτικές περιπέτειες που “πασάλειψαν” την προσωπική ζωή του ποιητή δεν στερούν το παραμικρό από την αξία των ποιημάτων του απλά ίσως ρίξουν φως στα έγκατα της ψυχης που ανέθρεψε σαν πολύτιμους λίθους( κοσμούν επάξια την Ποίηση) έργα,των οποίων τη στιλπνότητα με την κατάλληλη επεξεργασία( ερμηνευτική προσέγγιση) μπορούμε να αναδείξουμε.