`
Ο Σερ Γκοουέην κι ο Πράσινος Ιππότης είναι ένα Αγγλικό αφηγηματικό ποίημα έκτασης 2530 στίχων του 2ου μισού του 14αι μ.Χ., ή με άλλα λόγια ένα έμμετρο ιπποτικό μυθιστόρημα, κατ’ αναλογία με την ορολογία αντίστοιχων Βυζαντινών έργων της ίδιας περίπου εποχής. Το εν λόγω έργο ανήκει μετρικά στην αποκαλούμενη Αναβίωση της Παρήχησης (Alliterative Revival). Πρόκειται για ένα από 4 ή 5 αφηγηματικά ποιήματα ανώνυμου συγγραφέα ο οποίος προσδιορίζεται ως ποιητής του Gawain ή του Pearl (Gawain ή Pearl poet), με το Pearl να αποτελεί ένα αριστούργημα, κατά την ταπεινή μου άποψη, μετρικής τεχνικής, τόσο σύνθετης όσο να καθίσταται αδύνατη η μεταφορά της ως τεχνικής σε Ελληνική μετάφραση. Ο Σερ Γκοουγέην κι ο Πράσινος Ιππότης είναι πιθανόν το καλύτερο αφηγηματικό ποίημα μιας μακραίωνης παράδοσης έμμετρων ιπποτικών μυθιστορημάτων και ιστοριών γύρω από τη θρυλική φυσιογνωμία του βασιλιά Αρθούρου.
`
Δεν ξέρουμε πολλά για τον συγγραφέα του έργου. Γνωρίζουμε ότι έγραψε, όπως προείπαμε, άλλα 3 ή 4 τουλάχιστον θρησκευτικά ποιήματα, τα Pearl (μαργαριτάρι, μαργαρίτης σύμβολο με θεολογικές διαστάσεις στην Καινή Διαθήκη), Patience (Υπομονή), Cleanness (Αγνότητα) και Saint Erkenwald (Ο
Άγιος Έρκενγουολντ), με την πατρότητα του τελευταίου να αμφισβητείται. Τα έργα του όλα, εκτός από το τελευταίο, διασώθηκαν σε ένα χειρόγραφο, το MS Cotton Nero A.x., Art 3, φυλασσόμενο τώρα στο
Βρετανικό Μουσείο. Καταγόμενος από τη Δυτική Αγγλία, τα West Midlands, ο άγνωστος ποιητής, ο οποίος ίσως να υπήρξε και κληρικός σε κάποια στιγμή της ζωής του, χρησιμοποίησε μια διάλεκτο δυσνόητη για εμάς σήμερα, δύσκολη ίσως και για τους Λονδρέζους της εποχής του. Αντίθετα από τα έργα του περίφημου Chaucer, τα οποία, ο μελετητής της Αγγλικής γλώσσας, αν τα διαβάζει με σύγχρονη προφορά αγνοώντας την αρχαϊκή τους ορθογραφία, μπορεί να τα κατανοήσει στις πλείστες των περιπτώσεων, εδώ καθίσταται επιτακτική η ανάγκη μιας καλής σύγχρονης μετάφρασης παράλληλα με ένα καλό λεξικό ή γλωσσάρι της γλώσσας της εποχής, για να καταφέρει να ανασυνθέσει το νόημα του πρωτοτύπου και να εντρυφήσει στην πολυσημία του πρωτοτύπου. Η γλώσσα του έργου είναι η λεγόμενη Middle English (ως Μέση Αγγλική θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τον όρο)
`
[...]
Το έργο μας εντάσσεται σε μια μακραίωνη παράδοση έμμετρων ιπποτικών αφηγηματικών ποιημάτων, παράδοση που άνθισε γενικά από τον 12ο μέχρι τον 15ο αι. στην Ευρώπη, διακλαδώνοντας τη λογοτεχνία προς νέες κατευθύνσεις. Τυπικά παραδείγματα ανάμεσα στα άλλα είναι το Άσμα του Ρολάνδου (The Song of Roland) συντεθεμένου μάλλον από τον Turold, μερικές από τις προαναφερθείσες Ιστορίες από το Καντέρμπουρυ, ο Ερωτευμένος Ορλάνδος (Orlando Innamorato) του Maria Boiardo, ο Μαινόμενος Ορλάνδος (Orlando Furioso) του Ludovico Ariosto, η Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (Gerusalemme Liberata) του Torquato Tasso και Η Βασίλισσα των Νεράιδων (The Faerie Queene) του Edmund Spencer, του οποίου κεντρική φιγούρα είναι ο βασιλιάς Αρθούρος. Έμμετρα
ιπποτικά μυθιστορήματα είχαμε και στο Βυζάντιο όπως τα Λύβιστρος και Ροδάμνη (ανωνύμου), Καλλίμαχος και Χρυσορρόη (του Ανδρόνικου Παλαιολόγου ίσως) κ.α. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο μύθος του Γκοουέην συνιστά αναπόσπαστο τμήμα ενός ευρύτερου θρύλου, διαδεδομένου σε
όλη τη Δυτική τουλάχιστον Ευρώπη, εκείνου του προαναφερθέντος βασιλιά Αρθούρου, ιστορία που στις γενικές της γραμμές είναι γνωστή και στην Ελλάδα και η οποία αποτελεί και εκείνη μέρος της ευρύτερης κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς των Ευρωπαϊκών λαών.
`
(Από την Εισαγωγή του βιβλίου)
`
*****************************************************
Ακολουθούν οι πρώτοι 200 στίχοι του έπους
Σαν άλωσαν οι Έλληνες την ξακουσμένη Τροία
και ρήμαξαν και γκρέμισαν και κάψανε την πόλη,
για τις πλεκτάνες και την προδοσία του σαν δίκασαν
εκείνον τον προδότη που τους όρκους του τούς πάτησε,
ο Αινείας, τότε, κι η βασιλική του φύτρα 5
για χώρες φύγαν μακρινές και κατακτήσανε
τη Δύση σχεδόν όλη κι απολαύσανε τα πλούτη της.
Κι ο ξακουστός Ρωμύλος κατευθύνεται στη Ρώμη
και μ’ υψηλό το φρόνημα την πόλη κείνη χτίζει,
που πήρε τ’ όνομά του κι έτσι λέγεται ακόμη. 10
Ο Τίκιος πύργους στην Τοσκάνη χτίζει μεγαλοπρεπείς,
κι ο Λάγκαμπερντ στη Λομβαρδία πολιτεία.
Ο Βρούτος ο Ευτυχής το Στενό της Μάγχης διασχίζει
και με περφάνεια ξακουστό βασίλειο ψηλά
ιδρύει στη Βρετανία 15
και μια, μεγάλα έργα θαυμαστά
φέρνει ο χρόνος κι ευτυχία,
και μια πολέμους και θανατικά
που δεν τ’ αφήνουν σ’ ησυχία.
Κι η Βρετανία που θεμέλιωσε ο Βρούτος 20
γενναίους άντρες έβγαλε και πολεμοχαρείς
που ρίχναν λάδι στου πολέμου τη φωτιά συχνά.
Μα γνώρισε και έργα θαυμαστά ο τόπος τούτος
και πιο πολλά απ’ άλλους τόπους κατά πως μου λένε.
Κι απ’ τους ρηγάδες όλους που βασίλεψαν εδώ 25
κανένας δεν ξεπέρναγε σ’ αντρεία τον Αρθούρο.
Mια ιστορία, τώρα, κείνου του καιρού θε να σας πω,
πράμα που φαντάζει σ’ όλους τους ανθρώπους θαυμαστό,
τ’ Αρθούρου το κατόρθωμα, το πιο μεγάλο.
Καθήστε τώρα το λοιπόν κι ακούστε με προσεκτικά. 30
Όπως το λεν στην πόλη, έτσι θά’ θελα κι εγώ
να σας το πω,
κατά πώς το διηγιόνται από παλιά,
π’ αντρειοσύνη δείχνει. Γεγονός αληθινό,
με γράμματα που χαραχτήκανε βαθιά 35
σε τόπο τόσον ένδοξο και μακρινό.
Χριστούγεννα κι ο ρήγας τούτος ήτανε στο Κάμελοτ
με τους καλύτερους απ’ τους γενναίους τους ιππότες.
Στη Στρογγυλή την Τράπεζα, αγαπημένοι μεταξύ τους,
τρώγανε και πίνανε και γλένταγαν ανέμελοι. 40
Κει πέρα άνδρες τολμηροί ερχόντανε γι’ αγώνες,
για κονταρομαχίες με τους άρχοντες ετούτους
και μπρος στο βασιλιά μετά τραγούδαγαν τα κάλαντα.
Εκείνη η γιορτή βαστούσε δεκαπέντε μέρες
κι υπήρχε κρέας άφθονο μα πιότερο το κέφι. 45
Τι γλέντια και χαρές – που να τα φανταστούμε τώρα.
Τραγούδαγαν ολημερίς και χόρευαν το βράδυ
κι ανέμελοι καθόντουσαν σ’ εκείνο το παλάτι
οι άντρες τούτοι κι οι κυρές τους. Τι γλυκιά ζωή!
Σε απολαύσεις ζούσαν μέσα που δεν είχαν ταίρι 50
οι ευγενέστεροι ιππότες της Χριστιανοσύνης
κι οι ομορφότερες κυρές στα πέρατα της γης.
Ο ρήγας ο πιο σεβαστός, η κεφαλή του παλατιού.
Κι ήταν όλοι τους ακόμη, άρχοντες κι αρχόντισσες
στης νιότης την ακμή 55
κι ο ρήγας πού ’χε τέτοια ευλογία
ο ευτυχέστερος στη γη.
Κι ανθρώπους με τόσ’ ευγένεια κι ανδρεία
ήταν δύσκολο κανείς να βρει.
Και χάραξε Πρωτοχρονιά, ο νέος χρόνος 60
και δώσανε στους μουσαφίρηδες διπλές μερίδες
σαν μπήκε ο βασιλιάς κι η συνοδεία του στην αίθουσα
μετά τους ύμνους πού ’χαν ψάλει μες στην εκκλησιά.
Και λαϊκοί και κληρικοί αντάλλαξαν θερμές ευχές
και δόξαζαν τον Ύψιστο με πίστη κι αγαλλίαση. 65
Και δώρα μεταξύ τους ανταλλάξαν πλούσια.
«Ελάτε για τα δώρα», λέγανε καθώς τα μοίραζαν
και πιάνανε κουβέντα για το τί’ χε πάρει ο καθένας.
Τι γέλιο ρίξαν οι κυρίες – κι όσες είχαν χάσει!
Κι όποιος κέρδιζε δε θά ’ταν δα και στενοχωρημένος! 70
Χαρές και γέλια κι ήρθε η ώρα για να φάνε.
Αφού καθαριστήκαν, πήγαν όλοι στο τραπέζι,
οι ανώτεροι ψηλότερα, τι έτσι πρέπει σ’ ευγενείς.
Κι η ρήγαινα Γκουίνεβηρ στη μέση γελαστή
σ’ εξέδρα στολισμένη ειδικά για μια βασίλισσα, 75
με ακριβά μεταξωτά κι υφάσματα από πάνω,
τα πιο καλά απ’ την Τουλούζη και το Τουρκεστάν,
με κεντήματα και ξόμπλια και πολύτιμα πετράδια
που ακριβότερα δε θα μπορούσε
κανείς στη γη να πάρει. 80
Κι ήτανε το ωραιότερο πετράδι-
τα γκριζωπά της μάτια λάμπαν όλο χάρη.
Και πάνω της δεν ήταν εύκολο να βρεις ψεγάδι!
Το καύχημα του παλατιού, του ρήγα το καμάρι.
Και πρώτα όλοι να σερβιριστούν, περίμενε ο ρήγας, 85
σαν άρχοντας σωστός, μα που και που γελούσε
σα μικρό παιδί – κι αληθινά δεν έδινε δεκάρα
λίγο παραπάνω να καθίσει ή να ραχατέψει.
Φωτιές πετούσε η καρδιά του κι έβραζε το αίμα του.
Και το λοιπόν συνήθειο είχε που το κράταγε: 90
Σε μια γιορτή μεγάλη σαν αυτή δε θά ’βαζε
μπουκιά στο στόμα του αν κάποιος δεν του έλεγε
μια περιπέτεια, περίτεχνη, παράξενη
σπουδαίο πράμα, θαυμαστό που νά’ ναι και αληθινό
με μάχες και ιππότες κι ό,τι γνώριζε κανείς. 95
Ή κι ίσως πάλι νά ’ρχοταν κανείς ιππότης
και να καλούσε κάποιον άντρα σε μονομαχία,
μάχη ζωής και θανάτου και να κρίνει η τύχη
ποιος θα νικήσει ή θα νικηθεί σε τούτον τον αγώνα.
Ετούτη η βουλή του βασιλιά του ξακουστού Αρθούρου, 100
σα γιόρταζε με τους ατρόμητους ιππότες του,
τους άρχοντες της αυλής.
Και κάθεται περήφανος και κραταιός
ψηλός, αγέρωχος και μεγαλοπρεπής,
σαν τον καινούριο χρόνο νιος και δυνατός 105
να ευθυμούν φροντίζοντας οι ευγενείς.
Αρχοντικός καθόταν ο μεγάλος βασιλιάς, λοιπόν,
περί ανέμων και υδάτων κουβεντιάζοντας.
Εκεί κι ο γενναιόκαρδος ιππότης ο Γκοουέην
πλάι στην Γκουίνεβηρ, εκεί κι ο Αγκραβέην, 110
του ρήγα ανίψια και οι δυο κι ιππότες ξακουστοί.
Πιο πέρα έβλεπες τον Μπάλντουιν τον επίσκοπο
και πλάγι του το γιο της Ούριεν, τον Υβέην.
Όλοι στην ψηλή εξέδρα, όπως πρέπει σ’ ευγενείς.
Οι άλλοι άρχοντες καθόντουσαν στα κάτω τα τραπέζια. 115
Και σαλπίσαν για το πρώτο πιάτο τις τρομπέτες
που τις είχανε πλουμίσει με πολύχρωμες παντιέρες.
Τα τύμπανα και οι γλυκόλαλοι αυλοί αρχίσαν
να παίζουν μελωδίες τόσο συγκινητικές
που τις καρδιές ραγίσαν και μαγέψαν τις ψυχές. 120
Και φέρανε τις λιχουδιές, τους πιο καλούς μεζέδες:
τα φρεσκότερα φαγιά με τ’ωραιότερο σερβίρισμα
που όλοι οι άνθρωποι εκεί να ήταν λαχταρούσαν.
Φαγιά λαχταριστά, μες σε πιατέλες ασημένιες
σ’ ωριοπλούμιστα τραπεζόμαντηλα. 125 18
Κι όλοι παίρνουν ό,τι η ψυχή τους λαχταρά
μια πανδαισία για το στόμα μαγική.
Ανά δύο άτομα δώδεκα πιάτα φαγιά
και μπύρα κρίθινη και κόκκινο κρασί.
Για το φαγί και το πιοτό, τι άλλο πια να πω, 130
καλά το ξέρουμε πολύ πως τίποτα δεν έλειπε.
Κι ηχήσανε τα όργανα για άλλη μια φορά
κι ο άρχοντας μπορούσε πια ν’ αρχίσει το φαί.
Μα πριν καλά καλά τις μελωδίες σταματήσουν,
μα πριν καλά καλά σερβίρουνε το πρώτο πιάτο 135
ορμάει στο παλάτι άρχοντας με φοβερή θωριά
σ’ ανάστημα ο πιο μεγάλος πού’ δανε ποτέ στη γη.
Απ’ την κορφή ως τα νύχια, άντρας επιβλητικός.
Θεόρατα τα χέρια του, τα πόδια του και τα λαγόνια.
Πως ήταν γόνος γίγαντα θα τόλμαγα να πω, 140
μα ήταν άνθρωπος κι αυτός, γιγάντιος, πελώριος
κι ο επιβλητικότερος π’ ανέβηκε σε άλογο.
Στην πλάτη και το στέρνο του σφιχτοδεμένος,
Η μέση κι η κοιλιά λεπτού ανθρώπου ήτανε,
κι ω, πώς τα πάντα στο πελώριό κορμί του πάνω 145
δένανε αρμονικά.
Κι όλοι νιώσαν έκπληξη και θαυμασμό
σαν αντικρύσανε το χρώμα του από σιμά.
Γιατί απάνω του – τι θέαμα μοναδικό -
τα πάντα ήτανε πρασινωπά. 150
Απ’ άκρη σ’ άκρη η φορεσιά του πράσινη.
Φορούσε θώρακα γερό και καλοδουλεμένο,
κι έναν μανδύα ταιριαστό, που ’ ταν επενδυμένος
με γούνα απ’ τις πιο καλές που έβρισκες στη γη,
από ερμίνα, όπως και το κάλυμμα της κεφαλής 155
πού ’φτανε στους ώμους του και κάλυπτε την κόμη του.
Και παντελόνι παστρικό, και τούτο πράσινο
που σκέπαζε τις κνήμες του. Σπιρούνια χρυσαφιά
στολίζανε τις φτέρνες με μεταξωτές ταινίες.
Και τούτος ο ιππότης υποδήματα δε φόραγε. 160
Τα πάντα τά’χε πράσινα απάνω του, τα πάντα:
Τη ζώνη, κι όλα τα πολύτιμα πετράδια
που λάμπαν κι αγλαϊζανε την φορεσιά του τούτη
ως και τη σέλα του με τα μεταξωτά κεντήματα.
Να περιγράψω καθετί, μεγάλο θά ’ναι βάσανο, 165
τις κεντητές τις πεταλούδες, τα γλυκόλαλα πουλιά
τις πράσινες τις χάνδρες και τις χρυσαφιές κλωστές,
τα κρεμαστά τα ξόμπλια στο φαρί και τον καπουλοδέτη.
Τα χαλινάρια, τα μεταλλικά τα εξαρτήματα,
μα κι οι αναβολείς του ήταν σμαλτωμένα 170
καθώς και το σαμάρι του- τα πάντα πάνω του -
κι αστράφτανε και λάμπαν όλα καταπράσινα!
Αλλά και τ’ άλογό του χρώμα είχε πράσινο
λαμπρό κι αυτό!
Πράσινο και τούτο κι επιβλητικό, 175
φαρί με δύναμη και αρχοντιά
στο πρόσταγμα υπάκουο, γοργό,
τ’ αφέντη με τη φοβερή θωριά.
Η φορεσιά του και τα ξόμπλια ήταν όλα πράσινα.
Το ίδιο και η κόμη του, σαν του φαριού τη χαίτη, 180
Μακριά σπαστά μαλλιά που πέφταν ως τους ώμους του.
Τα γένια του σα θάμνος φτάνανε μέχρι το στέρνο
και τα πυκνά του τα μαλλιά του ξεχύνονταν στους ώμους
την πλάτη και το στέρνο στους αγκώνες φτάνοντας
έτσι που τα μπράτσα του κρυμμένα ήταν από πίσω 185
σαν τους μανδύες κείνους που φορούνε οι ρηγάδες.
Τ’ αλόγου του βαρβάτου χτενισμένη ήταν η χαίτη
σαν τα σπαστά του τα μαλλιά κι ανάμεσα διέκρινες
κομψές κορδέλες χρυσαφιές – με κάθε τούφα πράσινη
θα έβρισκες αντάμα κι ένα νήμα χρυσαφί. 190
Και χρυσαφιές κλωστές θωρούσες στην ουρά και το τσουλούφι.
Δεμένες ήταν και στα δυο ταινίες ολοπράσινες,
αγλαϊσμένες όλες τους με λαμπερά πετράδια
κι είχαν και κορδέλες και διάσπαρτα κουδούνια
π’ αστράφταν έτσι χρυσοπλούμιστα που ήταν. 195
Τέτοιο στιβαρό φαρί, και τέτοιον αναβάτη,
τέτοιο θέαμα κανείς δεν είχε ξαναδεί
κι όλοι απορούσαν.
Μα τούτος λάμπει σαν την αστραπή,
λέγαν όλοι όσοι τον θωρούσαν. 200
`
* Ολόκληρο το έπος και το βιβλίο ΕΔΩ
`
***********************************************************
Ο Βασίλης Μιχ. Κομπορόζος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1974. Είναι καθηγητής της Αγγλικής Γλώσσας στη ΔΕ – Μεταφραστής, Πτυχιούχος του Τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας Αθηνών, με Μεταπτυχιακό (ΜΑ) στη “Μετάφραση-Μεταφρασεολογία”. Οι δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν ποιητικές συλλογές (Από το Συναξάρι των Ονείρων, 2003, Αϋπνίες Ονείρων, εκδ. Γαβριηλίδης 2004, Ο Κιθαρωδός και τα Σκουπίδια, εκδ. Ίβυκος 2007), καθώς και συνεργασίες σε λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες ποίησης. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Κυπριακή ποίηση και πεζογραφία από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και έχει συγγράψει δοκίμια, χιουμοριστικά έμμετρα παραμύθια και θεατρικά έργα με παράλληλο ανέβασμά τους σε μαθητικές θεατρικές παραστάσεις. Ασχολείται επίσης με τη μετάφραση κειμένων Middle English (Αγγλικά του 14-15ου αιώνα) και τη μελέτη της Λατινικής Γλώσσας.