`
Στις γυμνές κορφές των λόγων
Ένα όνομα σπασμένο σε ψηφίδες
Μία εικόνα που φαντάστηκες, δεν είδες
Ένας ήχος που θυμίζει κομπολόι
Περιστρέφουν τη ζωή μου σαν ρολόι
Ένα άγγιγμα που δίνει φως στο σκότος
Μια ανάσα που διαχέεται σαν κρότος
Ένα φίλημα σαν όνειρο που είδα
Διαταράσσουν του μυαλού μου την πυξίδα
Κι ύστερα γίνονται τα σύννεφα ιδέα
που στάζουν μέσα μου, γλυκόπιοτη παρέα
ύστερα η λάμψη κάποιας φλόγας με φωτίζει
κι όλο το σώμα με ενέργεια γεμίζει
Ύστερα τρέχουμε με καλπασμό αλόγων
σε άγρια δάση, στις γυμνές κορφές των λόγων
με παραλήρημα τούτης της γης η ζήση
έτσι κι ο έρωτας γωνιά της δεν θ’ αφήσει
Ένα υπόγειο και αντίκρυ ένα παλάτι
στη μια μεριά του δρόμου εσύ, εγώ στην άλλη
άκρη
Ψυχή που επέζησες πίσω από κάθε πλάτη
Ταξίδι ας γίνεις στης καρδιάς το δάκρυ
Τότε θα είναι πια τα σύννεφα ιδέα
θα στάζουν μέσα μας γλυκόπιοτη παρέα
το αιώνιο φως ατόφια λόγια θα μας λέει
κι όλη την άρνηση απ’ το παρελθόν θα καίει
`
*
Οι λέξεις μου καράβια
Τα παγωμένα βράδια του χειμώνα
στις στάχτες μου σκαλίζω για ζωή
η ελπίδα δεν μου σβήστηκε ακόμα
κι αυτό που βρίσκω πάντα είσαι εσύ.
Τις μέρες που χαμογελούν στο κρύο
και άφωνη μ’ αφήνουν να κοιτώ
το φεγγαράκι που ποτέ δεν λέει αντίο
την άνοιξη που σκίστηκε στα δυο
με σεργιανούν οι λέξεις μου καράβια
πάνω στο κύμα πέρα στα βαθιά
κι η μόνη αιτία είναι τα σημάδια
του ήχου που μου πάλλει την καρδιά.
Τα απογεύματα που σβήνομαι στου κόσμου
τα ίχνη δίχως μια αναλαμπή
και όσα ψιθυρίζω φως δικό σου
και όσα μ’ εμποτίζεις ηδονή
με σεργιανούν οι λέξεις μου σαν πλοία
πάνω στο κύμα πέρα στα βαθιά
κι είναι γι’ αυτό μια μόνο επιθυμία
να ζω μες στη δική σου αγκαλιά.
`
*
Σαββατόβραδο
Σάββατο βράδυ με τα φώτα πληγωμένα.
Βραδιάζει πλέον κάθε μέρα στις επτά.
Γίνανε τα όνειρα καΐκια σαπισμένα
και ξεχασμένα σε μιαν άγνωστη στεριά.
Σάββατο βράδυ πάνω απ’ τα άδειο μου ποτήρι
και το μπουκάλι με κοιτάζει ειρωνικά.
Η σκέψη τρέχει σαν καινούριο τρεχαντήρι
πάνω από κύματα σ’ απύθμενα νερά.
Να ’σουνα εδώ και πάλι,
να σε σφίξω στην αγκάλη,
κι ένα βλέμμα είναι αρκετό·
να ’μασταν οι δυο μας ένα,
με προορισμό λιμένα
που στους κάβους γράφει «Σ’ αγαπώ».
Να ’σουνα εδώ· το κρύο
που μ’ αγγίζει σαν αστείο
που το γκρέμισε νους και καρδιά,
θα έκαιγε τα περασμένα,
δεν θα έλειπε κανένα
φως απ’ τη θολή μου τη ματιά.
`
*
Το τραγούδι της βροχής
Πλάτη και σήμερα κι ο κόσμος μου
Θολός
Τα άστρα σβήνουν μένει ο ουρανός
Κενός
Σαν να χαθήκαν απ’ την πλάση τα
Πουλιά
Κι έχει γεμίσει ως κι η θάλασσα
Κελιά
Στολίδι που έφυγες και πίσω δεν
Θα ’ρθεις
Είν’ η αγάπη ένα πέλαγος
Θαρρείς
Με αγκαλιάζει με χίλιους τρόπους με
Κρατά
Βάζει φουρτούνα και με πνίγει στα
Ρηχά
Μα εγώ σ’ αγαπάω
και δεν λησμονάω
Τραγούδι πως είσαι
της βροχής
Μια εικόνα,
δυο λέξεις,
το τέλος της σκέψης
Το παν
του αγαθού της ζωής
Κουβάρι όλα μες στ’ αμπάρι θα
Πνιγώ
Δεν θα με βρούνε μια μέρα
Ναυαγό
Κάτι λαθραίο ίσως πούνε
Κουβαλά
Κάτι θα σκέφτονται μα θα ’μαι
Μακριά
Γιατί σ’ αγαπάω
και όρκους πατάω
Κι ελπίδες συλλέγω
ψυχής
Με στέλνεις στα όρια,
βυθίζεις βαπόρια
Μα εγώ τριγυρνώ
όπου ζεις.
`
*
Βρόχινο δάκρυ
Κοιτάζω έξω από το τζάμι
το είδωλο μου σαν μια πλάνη
άλλα μου είπανε να ζήσω
μ’ άλλα το χρόνο να γεμίσω.
Μα εγώ δεν άκουσα ποτέ μου
άλλο από σένα εαυτέ μου
και έψαξα μόνο γι’ αγάπη
έτσι έζησα πίκρα και δάκρυ.
Μα κι αν γινόταν να γυρίσω
όλα τα χρόνια πάλι πίσω
θα έψαχνα το πρόσωπό σου
εσένα αγάπη, το δικό σου.
Βρέχει πολύ στο είδωλο μου
μα δεν ξεπλένει το βάσανο μου.
Στο χνώτο γράφω: Πού ’σαι αγάπη;
κι αργοκυλάει βρόχινο δάκρυ.