Quantcast
Channel: Ποιείν
Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

«”Ο πανταχού παρών ποιητής”και το “Εκεί Έξω”τού Ντίνου Σιώτη» (γράφει ο Πέτρος Γκολίτσης)

$
0
0

`

Ο Νάνος Βαλαωρίτης στον πρόλογο τού βιβλίου τού Ντίνου Σιώτη Εκεί Έξω δίνει τον τίτλο «Ο πανταχού παρών ποιητής» τίτλος που, πέρα απ’ την αναφορά στο ντοκιμαντέρ για τον Θ. Βέγγο Ένας άνθρωπος παντός καιρού του Σολδάτου, μένει ανοιχτός και παραπέμπει σε μια καινούργια ουσιαστικά ιδιότητα θα έλεγα στα γράμματα μας, αυτή του ποιητή manager. Μια ιδιότητα που στο πρόσωπο τού υπό «εξέταση» ποιητή παίρνει νέες διαστάσεις. Ο ποιητής (γεν. 1944) μάλιστα νιώθει την ανάγκη να παραθέσει πέρα απ’ την εισαγωγή τού Βαλαωρίτη την οποία και διαφημίζει στο εξώφυλλο, έξι κριτικές στο οπισθόφυλλο προερχόμενες απ’ τον Edmund Keely του Princeton, καθώς μας ενημερώνει ο ίδιος, απ’ τον Christopher Hitchens της Washington DC και πάλι απ’ τον Νάνο Βαλαωρίτη, μόνο που αυτή τη φορά δεν είναι των Αθηνών, όπως υπογράφει στον πρόλογο («Αθήνα της Κρίσης, 14 Οκτωβρίου 2012») αλλά του Oakland της Καλιφόρνιας. Ακολουθούν οι κριτικές στο The Boston Globe, The Harvard Review και στο The National Herald και φυσικά αναρωτιόμαστε από πού προκύπτει αυτή η ανάγκη αυτοπροβολής και διαφήμισης, τόσο ξένης στην ελληνική νοοτροπία και πραγματικότητα; Για να μην προσθέσουμε και την ειρωνική απαξίωση και αντίθεση με την προαναφερθείσα πρακτική που προκύπτει απ’ το σημείωμα που παραθέτει στο τέλος λέγοντας πως: «λυπάμαι που δεν κρατώ λογαριασμό (όχι λόγω πληθώρας δημοσιεύσεων αλλά λόγω αμέλειας) ως προς τους τίτλους των περιοδικών και τις ημερομηνίες δημοσίευσης».
Σημειώνει επιτυχημένα στον πρόλογό του ο Βαλαωρίτης πως κατά τον Σεφέρη «η ποιητική γλώσσα πρέπει να υποβάλλει έναν κόσμο όποιος κι αν είναι αυτός, φανταστικός ή πραγματικός ή ένα μίγμα από τα δύο, αλλά χωρίς υποβλητικότητα η ποιητική γλώσσα μένει τυφλή και καμιά φορά βουβή χωρίς ήχο» και αναλογίζομαι την υποβλητικότητα τού μεταφυσικού εκτοπίσματος ενός Ταρκόφσκι, το μαρμάρινο κεφάλι που μας αφήνει στα χέρια ο ίδιος ο Σεφέρης αλλά και τις περίτεχνες βελονιές και συνάψεις άλλων τόπων της ποίησης τού Νάνου Βαλαωρίτη, θέτοντας φυσικά τον πήχη ψηλά, «καταλήγοντας» πως για να συμβεί αυτή η υποβλητικότητα απαιτείται μια άσκηση και ένα διαμέτρημα το οποίο συχνά δεν υπάρχει και αυτή είναι θεωρώ η περίπτωση του Ντίνου Σιώτη.

`

Τώρα λοιπόν που διευκρινίστηκε πως το Εκεί έξω δεν είναι η νέα Στροφή των νέων ελληνικών γραμμάτων όπως είναι το wishful thinking του «ελληνοαμερικανού» ποιητή, μπορούμε να κατέβουμε σε κάποια κομβικά ποιήματα και να τα περπατήσουμε, αφού όμως επιπρόσθετα διευκρινίσουμε, για τη δικαιοσύνη του πράγματος, πως ο Νάνος χαρακτηρίζει το βιβλίο και την ποίηση τού Σιώτη με το «καινούργιο αυτό στυλ» ως «εντελώς πρωτότυπη», «μυστηριώδη», «συνδυάζοντας την “ταραγμένη πραγματικότητα” με το εντελώς απροσδόκητο των λεκτικών συνδυασμών και μια προοπτική ονειρική», «σπάζοντας» τελικά «το φράγμα της έλλειψης υποβολής» κάτι που συμβαίνει σύμφωνα με την βαλαωρίτεια στατιστική μεθοδολογία μόνο στο 5% των περιπτώσεων, παραπέμποντας ίσως στο περιθώριο τού στατιστικού σφάλματος, κλείνοντάς μας -γιατί όχι;- και το μάτι. Κάτι που ίσως ενισχύεται απ’ το σημείωμα στο οπισθόφυλλο: «Τα ποιήματα τού Ντίνου Σιώτη μου έδωσαν τόση ε υ χ α ρ ί σ τ η σ η όση όταν πρωτοδιάβασα τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Με το περίεργο μείγμα ρεαλισμού και λυρισμού, διοχετεύει τη νοσταλγία μιας εποχής», με την λέξη «ευχαρίστηση» έξυπνα και μετρημένα επιλεγμένη. Για να μη σταθούμε και στη λέξη «νοσταλγία». Ο Βαλαωρίτης, προστατεύοντας τον εαυτό του δαιμόνια μέσα στην υποχρέωση που ίσως διεκπεραιώνει, αφήνει τελικά στη διφορούμενη στάση του το κείμενο ανοιχτό.

Στις στήλες του, να προστεθεί εδώ, «passepartout-passepantout» και «μικρογεύματα» στο περ. Poetix ο Σιώτης μ’ ένα ραβδί στιγματίζει ποιητικές συλλογές, ποιήματα και συμπεριφορές, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα πρόσωπα θυμίζοντάς μας τον Erving Goffman και το βιβλίο του Στίγμα όπου διαβάζουμε: «Εξ ορισμού, πιστεύουμε ότι ένας στιγματισμένος δεν είναι εντελώς άνθρωπος», όπου στη θέση άνθρωπος σύμφωνα με την σιώτεια λογική θα έπρεπε να διαβάσουμε «ποιητής», συνεχίζοντας με τον ορισμό του στιγματισμένου που δίνει ο συγγραφέας για την «όμορφη» Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα ήθη της οποίας με λαχτάρα θέλει να μας μεταλαμπαδεύσει ο ποιητής: «Υπό την αυστηρή έννοια υπάρχει μόνον ένας ολοκληρωμένος άνδρας που μπορεί να σταθεί ανερυθρίαστος στην Αμερική: ένας νέος, παντρεμένος, λευκός, αστός, βόρειος, ετεροφυλόφιλος, προτεστάντης, πατέρας, με πανεπιστημιακή μόρφωση, πλήρη απασχόληση, καλή επιδερμίδα, κανονικό βάρος και ύψος και πρόσφατες αθλητικές επιδόσεις» , κάτι που παραφράζεται χοντρικά, στην περίπτωση που μας απασχολεί, ως: «[…] “μεσήλικας” από την Τήνο, διοργανωτής διεθνών ποιητικών φεστιβάλ, περιοδικάριος και εκδότης πλήρους και αδιάλειπτης απασχολήσεως, με καλή ποιητική επιδερμίδα, βάρος και ύψος κανονικό, σπουδές στη συγκριτική λογοτεχνία τις οποίες επιδεικτικά δείχνει να αγνοεί και πρόσφατες τέλος ποιητικές επιδόσεις που καταγράφουν την εποχή, την Αθήνα, το F/B, την Αλαμπάμα και όλα αυτά πριν από μας, για μας αλλά και για την επικείμενη αιωνιότητα. Μαθαίνουμε μάλιστα επ’ αυτού στο τέλος του βιβλίου: «Ποιήματα γραμμένα σε βαπόρια, λωφορεία [sic], αεροπλάνα, αεροδρόμια, λιμάνια, καφενεία, γραφεία, σπίτια [φυσικά], στη Βοστώνη, τη Νέα Υόρκη, την Αλαμπάμα αλλά επί το πλείστον στην Αθήνα και την Τήνο» και αναρωτιόμαστε, πώς αλλιώς θα προλάβαινε την εποχή του ο ποιητής στον τόσο κατακερματισμό της και στην τόση παγκοσμιοποίηση που μας ήρθε με μιας κατακούτελα; Τώρα ιδίως που ο χρόνος δεν είναι γραμμικός μα διάχυτος και κατακερματισμένος σαν την εποχή.

`

Θεωρώ λοιπόν, για να περάσουμε στην ουσία, πως στον Σιώτη «ο εαυτός επικυρώνεται σε συνθήκες δημόσιας ερμηνείας ενός ρόλου » τον οποίο επιλέγει εκ των πραγμάτων ώστε να τον διατυμπανίσει κυρίως ως τον μη εαυτό. Ως σύγχρονο μάλιστα υποκείμενο, και ως γνήσια θρεμμένος baby boomer, φέρεται μες στην αμηχανία του και στην καλοπέρασή του να βαριέται και να μηχανεύεται διάφορα τόσο στην ποιητική όσο και στη μη ποιητική του λειτουργία, πρεσβεύοντας πως «η βαρεμάρα εμπεριέχει τη γνώση πως είμαστε παγιδευμένοι είτε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση είτε στον κόσμο συνολικά. Εμπεριέχει μάλιστα την απώλεια του νοήματος και η απώλεια του νοήματος είναι κάτι πολύ σοβαρό για το άτομο που υποφέρει από αυτήν» . Συγκεκριμένα διαβάζουμε για την «πλήξη» στο ποίημα «Γλιστράμε»:

[…] να ‘ρθει απ τα ξένα ο
καβαλάρης να διώξει την καταχνιά
της οθόνης την πλήξη να πνίξει
και:
Πέστε και σε μας κανένα ψέμα
να διασκεδάσουμε την πλήξη μας
όλοι εσείς εκεί έξω δημοσιογράφοι

πολιτικοί συνδικαλιστές ποιητές
χορογράφοι σαπουνόπερας έχουμε
βαρεθεί τις αλήθειες σας έχουμε

βαρεθεί την ειλικρίνεια σας έχουμε
βαρεθεί τη σοβαρότητα των οκτώ
όταν βγαίνετε στα παράθυρά σας

υποθάλποντας το μέλλον μας
παίξτε μας σε πιο κοντινά πλάνα
τη σκευωρία της ματαιοδοξίας
(«Ειδήσεις εκεί έξω»)

`

Μια «ματαιοδοξία» όμως, μες στην τεχνητή πλήξη, που φαίνεται να τον βασανίζει εξ αρχής και τον οδηγεί στο να σκηνοθετήσει τη βιογραφία του, την ταυτότητα του, την κοινωνική του δικτύωση, τις πεποιθήσεις του αλλά και τους θεσμούς στους οποίους μετέχει . Κι ως τέτοιος βαλτώνει στην εποχή και στις πόλεις που τριγυρίζει καταγράφοντας και μετατρέποντας επί το πλείστον σε ποίηση τα σχετικά του βιώματα αλλά και τις εκτιμήσεις του, παραπέμποντας στο ακόλουθο απόσπασμα του Πεσσόα: «Σαν να μην είχαμε κοιμηθεί, επιβιώνει μέσα μας κάτι από Όνειρο, και μια νάρκη του ήλιου της μέρας ζεσταίνει τη λιμνάζουσα επιφάνεια των αισθήσεων. Είναι ένα μεθύσι το να μην είσαι τίποτα και η βούληση μας είναι ένας κουβάς που τον αναποδογυρίζεις στον κήπο με μια νωχελική κίνηση του ποδιού στο πέρασμά σου» , ή με τα δικά του, αυτή τη φορά, λόγια: «η άπνοια κι εσύ πιασμένοι αγκαζέ […] μες στο λιμάνι θα χύνονται βαπόρια» («Οδός αιώνων»). Σε ένα τέτοιο κλίμα λοιπόν θεωρώ πως κινείται η ποίηση του Σιώτη. Διαβάζουμε σ’ ένα απ’ τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής, σ’ ένα απ’ τα πλέον «σιώτεια» τολμώ να πω ποιήματα:

Χρειάζομαι χίλιες φωνές για να μ’
ακούσουν χρειάζονται χίλια αυτιά
για ν’ ακουστώ πλοία φυγαδεύουν

τον ορίζοντα ζητάω ένα μονοπάτι
στο δάσος ένα πέρασμα φωνής στο
χαρτί μια σιωπή βαμμένη με τέχνη

οι θόρυβοι με κατευθύνουν σε άλλα
δωμάτια το φως λιγοστεύει η οθόνη
θολώνει το τοπίο μιλάω με χίλιες

φωνές αλλά κανείς δεν είναι εκεί
έξω μόνο ένα αεράκι θαλασσινό
μου κουνά το μαλλί. Και το πέτο
(«Αεράκι»)

`

Θέτοντας πέρα απ’ την πολλαπλότητα και την πολυπλοκότητα της ποιητικής του και τους κύριους άξονες-δίπολα που τον απασχολούν στο σύνολο της συλλογής: το «εδώ μέσα» που αντιπαρατίθεται σχεδόν μόνιμα στο «εκεί έξω» (διακριτικά υπογραμμισμένο σε κάποια ποιήματα), αλλά και το «θολό-σκόνη» στο «καθαρό-λαμπρό», η «θάλασσα» στην «στεριά», το «σκοτάδι» στο «φως», η «ησυχία-σιωπή» στη «φασαρία», στους «λοιμούς» και τους «καταποντισμούς», το «υπαρκτό» στο «ανύπαρκτο» και το «κάποιος-κάτι» στο «κανείς». Και όλα αυτά σε μια αντιστοιχία και αναφορά με το «εδώ μέσα-εκεί έξω». Συγκεκριμένα, το «εδώ μέσα» τείνει να είναι «σκόνη» και «θολό» ενώ το «εκεί έξω» «καθαρό και λαμπρό», η «θάλασσα» «μέσα» και η «στεριά» έξω, το «σκοτάδι» μέσα και έξω το «φως», μέσα η «ησυχία-σιωπή» και έξω η «φασαρία», το μέσα «υπαρκτό» ενώ το έξω «ανύπαρκτο» και τέλος το «κάποιος-κάτι» «εδώ μέσα» και το «κανείς» «εκεί έξω». Στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Κάποιες φορές, είναι λογικό, οι προσδιορισμοί αυτοί αντιστρέφονται: «επιστρέφω ξανά εκεί έξω// στης ζωής τους ένδον συσχετισμούς»Επιστρέφω»). Διαβάζουμε, ενδεικτικά, στο τελευταίο ποίημα της συλλογής:

Τώρα που ολοκληρώθηκε
το βιβλίο δυο λέξεις μόνο
να προσθέσω, δυο λέξεις

μόνο που τις άκουσα εκεί
έξω − ή μήπως δεν τις
άκουσα: εδώ μέσα
(«Εδώ μέσα»)

`

Με το «εδώ μέσα» να είναι ο «τόπος» που θέλει να μένει επίμονα ο ποιητής, ίσως και ο μόνος τόπος κατά τη «λογική» του, και το «εκεί έξω» ως αυτό που θέλει να αποφεύγει και αποστρέφεται. Επιπρόσθετα τον βλέπουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσλαμβάνει τον εαυτό του ως κάποιον που τον «βάζουν» να «καλωσορίζει» εκεί έξω ως «σπαστικό» «κλέφτες και απατεώνες»:

Δεν θέλω να βγω έξω, δε θέλω να βρεθώ
εκεί έξω που με βάζουν και καλωσορίζω
κλέφτες και απατεώνες που κάνουν όλοι

σ’ όλους ανήθικες προτάσεις […]

[…] γιατί να θέλω να πάω εκεί
έξω αφού εδώ επινοώ μια άλλη κατάσταση
(«Δεν θέλω να βγω έξω»)

`

Βλέπουμε πιο αναλυτικά το δίπολο «εδώ μέσα-εκεί εξώ» να λειτουργεί σε πολλά σημεία της συλλογής ως εξής: «κι εκεί έξω/ να φυσάει ένας αδιάφορος άνεμος και/ μέσα να φυσάει μια αδιάκοπη σκόνη» («Οι μέρες που έρχονται»), «σκουπιστείτε απ’ το εκεί έξω// που δε θα ξανάρθει […] απ’ την ερημιά του άδειου τοπίου» («Σκουπιστείτε»), «όλοι είναι εκεί έξω/ φρενών με όλους» («Όλοι τα ‘χουν με όλους»), «βγήκα εκεί έξω στον/ καθαρό αέρα και πέθανα από ασφυξία» («Ασφυξία»), «εκεί έξω το ‘χει στρώσει/ για τα καλά η μελαγχολία» («Το μαξιλάρι»), «εκεί έξω έκανε ένα ψοφόκρυο/ αλλά ούτε κι εδώ μέσα ήταν καλύτερα» («Ο καινούργιος χρόνος»), «βγαίνουμε εκεί έξω στον αέρα// της τρύπας που λέγεται ζωή» («Τα λεπτά της ώρας»), «κάπου/ εκεί έξω παραμονεύει νεκρή η φαντασία» («Είμαι αλλού») και επίσης «ήμουν εκεί έξω σε/μια χώρα με αέρα αραιωμένο,// οι λέξεις με αναστάτωναν, δεν/ γράφονταν με τίποτα» («Η κλωστή της σιωπής») περνώντας μας και στην προβληματική της τέχνης του και όχι μόνο. Με την κατάληξη όλων των παραπάνω ίσως τον στίχο: «Εκεί έξω δεν είναι πια κανείς» («Δεν ξέρω»).

Να σημειωθεί πως μια ρίζα αυτής της στάσης του ή της προβληματικής συναντάται στον «καπετάν κανένα» και στον ρευστό «εαυτό-μη εαυτό» τού Νάνου Βαλαωρίτη. Μας λέει χαρακτηριστικά ο Σιώτης στο πολύ καλό κομβικό ποίημα του «Η σιγανή βροχή» της συλλογής Αυτοβιογραφία Ενός Στόχου (2006):

Είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα
ο αξιωματικός φρουράς έπαιζε τάβλι
η φρουρά έτρωγε το κέικ των γενεθλίων

της Πασχαλιάς -έκλεινε τα δεκαέξι-
η ΕΒΓΑ θα είναι ανοιχτή αυτή την ώρα
σκέφτηκα και σηκώθηκα για πλαστικά

λουλούδια εισαγωγής, ο ποιητής σε
μια γωνιά έπλεκε τετράστιχα όνειρα
κυλούσαν σε στροφές που δεν είχαν

κλείσει μάτι όλη νύχτα, Αυτά που γράφεις
δεν διαβάζονται ούτε με σφαίρες,
μου λέει ο μαγαζάτορας της ΕΒΓΑ

Είμαι ο Ντίνος Σιώτης, του λέω χωρίς δισταγμό
Κι εγώ το ίδιο, μου απαντάει δείχνοντάς μου
τη σιγανή βροχή που έμπαινε απ’ το τζάμι

`

Αλλά δεδομένου του ότι δεν έχει το στοχαστικό βάθος είτε την παιγνιώδη καλοπροαίρετη και απονήρευτη ευφυΐα ενός Νάνου Βαλαωρίτη αναγκάζεται να ανακαλέσει τις χάρτινες και προχειροφτιαγμένες σε τελική ανάλυση περσόνες του, πλασμένες ή κρεμάμενες έτσι ώστε να «συνυπάρξουν» στο πρόσωπό του σε μια φαινομενικά αδιάσπαστη ναρκισσιστική μονάδα. «Η ανεξιχνίαστη άβυσσος της ριζικής Ετερότητας, ενός τερατώδους Πράγματος που δεν μπορεί να εξευγενιστεί» στην περίπτωσή του οδηγεί σε μια μετατόπιση εκτός του κύκλου των κυρίως δρώμενων όπου διαλέγει πρωτίστως έναν κοινωνικό ρόλο δείχνοντας τους άλλους ως υπεύθυνους για τα οποία ιστορικά μας αδιέξοδα και προβλήματα (βλ. ενδεικτικά «Αν έρθουν τα κτήνη το βράδυ και σου/ χτυπήσουν την πόρτα να τους ανοίξεις/ δεν θα σε βλάψουν όσο σε βλάπτουν οι// άνθρωποι («Συνταξιούχοι προφήτες»), «Μια γενική προσώπου χρειάζεται η ζωή/ μας […] για να μπορούμε να λύνουμε και να δένουμε ξανά» («Γενική προσώπου»), αλλά και το ποίημα «Ειδήσεις εκεί έξω») κρατώντας μια βολική απόσταση, αναμιγμένη όμως με ενδιαφέρουσες γλωσσικές λειτουργίες και ανατροπές.

`

Στο ποίημα «Το μηδέν» βλέπουμε τις παράξενες μετωνυμίες του να λειτουργούν, έστω και κάποιες φορές εξυπναδίστικα (ενδεικτικά «Βρεθήκαμε ένα ρολόι νωρίτερα»), έξυπνες «αντιστροφές»: «οι ελαφρόπετρες πατούσαν γερά/ στη λασπουριά», απροσδόκητες προσωποποιήσεις: «ο αδυσώπητος/ χρόνος ρίχνοντας πασιέντζες με σκισμένες/ φούστες», αφήνοντας όμως και τον εαυτό του να παρασυρθεί σε λεκτικά ομόηχα: «απ’ τις λινάτσες/ τις γκριμάτσες και τις κυράτσες μιας ροζ/ εποχής» που ίσως δείχνουν πως το ποίημα δεν του βγαίνει «μονοκόμματα» και ίσως να το πιέζει. Ένα ποίημα που κλείνει ελιοτικά «κάθε τέλος είναι και μια καινούργια αρχή, είπαν οι φωτισμένες/ ψυχές», περνώντας μας σε μια «επικαιροποιημένη» και μοντερνίζουσα θα λέγαμε δάντεια Κόλαση: «ενώ μας οδηγούσαν σ’ ένα λευκό// μηδέν που μόλις είχε χειρουργηθεί πριν/ καν προλάβει την αυτοχειρία που τόσο,/ μα τόσο μια ζωή διακαώς επιθυμούσε».

Μια ποίηση που τελικά κερδίζει παραδόξως απ’ το ποιητικότροπο σχήμα που επιλέγει μέσα στην πεζολογικότητα της. Επιλογή που κρατά στο σύνολο της συλλογής Εκεί έξω, όπου όλα τα ποιήματα απαρτίζονται από μη οργανικά δεμένες τρίστιχες στροφές (σε αντιστοιχία με τα τετράστιχα ή δίστιχα του Βαλαωρίτη) που σπάζουν σε σημεία αυθαίρετα ή σύμφωνα με το μήκος των στίχων. Ένα σπάσιμο που άλλοτε ενεργοποιεί ενδιαφέροντες και ποιητικά λειτουργικούς συνειρμούς και άλλοτε προκαλεί παύσεις που μας οδηγούν να ψάχνουμε στον επόμενο στίχο και ακόμη πιο συχνά στην επόμενη στροφή το νήμα της συνέχειας που θα άρει την ασάφεια και την εσκεμμένη εν τέλει σύγχυση που απαιτεί απ’ τη μία μια άλλου τύπου προσήλωση και απ’ την άλλη μια παιγνιώδη ειρωνική διάθεση που υποσκάπτει την ποίηση και το ίδιο το ποίημα, και κατά επέκταση την πρόσληψη μας αλλά και τον εαυτό, στη λειτουργία του.
Τον βαθύτερο εαυτό του φαίνεται να τον βρίσκει ή ενεργοποιεί ψήγματά του στα ποιήματα που γράφει στα F/B (ferry boat φυσικά και όχι facebook όπως λανθασμένα θα μπορούσαν να υποθέσουν οι αταξίδευτοι των νέων γενεών που βρίσκουν λιμάνια μέχρι και στην Ιερουσαλήμ, βλ. Κ. Ποζουκίδης). Εκεί η απόλυτη μοναξιά, το (μη) νόημα που βρίσκει ο Μπατάιγ στην ανθρώπινη κατάσταση ενεργοποιείται στον Σιώτη ιδιότυπα, καθώς φέρεται ως ένα ον που καθώς πλέει ανάμεσα στο μπλε και στα σκοτάδια των θαλασσών, των τηλεοράσεων («στην πλατεία/ παίζονταν ένα έργο με κακοφωτισμένα/ μυστικά» («Δεν κάνω λάθος», ποίημα F/B) και όχι μόνο («καιρός να επιστρέψω/ μέσα σε μποτίλια ριγμένη το πέλαγο» («Επιστρέφω»), συντονίζεται με την μοναξιά του καλύτερα, συνειδητοποιώντας τη διαφορετικότητα του από όλα τα άλλα όντα, και μέσα σ’ ένα «μεταφυσικό» κλίμα φέρεται και πιο ανθρώπινα: «ο κόσμος δεν είναι/ αρκετός […] σ’ ένα στερέωμα που μας συμφιλιώνει// με το αύριο πέρα από πολέμους καταστροφές/ κοντά στη γεύση της ζωής σ’ ένα σταθμό απ’/ όπου θα αναχωρήσει το τελευταίο καλοκαίρι» («Το τελευταίο καλοκαίρι»). Ποίημα που συνομιλεί και με το κλείσιμο της Κίχλης του Σεφέρη.

`

Μονολογώντας ποιητικά, απευθυνόμενος σ’ αυτόν τον βαθύτερο εαυτό, αντιλαμβάνεται πως η ζωή κι ο θάνατός του έχουν αποκλειστικό τελικά ενδιαφέρον μόνο για τον ίδιο, καθώς κι αυτός, όπως όλοι μας, «σχηματικά», μόνος του γεννιέται και μόνος του πεθαίνει. Θα βρεθεί κι αυτός με τη σειρά του στο νεκροκρέβατο και ας νομίζει πως θα τη γλιτώσει: «Ό,τι είναι να ‘ρθει άδικα θα ‘ρθει/ αφού δεν θα με βρει εδώ θα ‘χω βγει/ στις βουνοπλαγιές και θα μαζεύω// ξύλα» («Εκεί έξω, Ι»). Μια άβυσσος που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στον κάθε άλλο, για τον παραπάνω ακριβώς λόγο, και μαρτυρείται απ’ το ακόλουθο απόσπασμα τού Μπατάιγ το οποίο όμως στον Σιώτη αναφέρεται επιπρόσθετα και στην άβυσσο που υπάρχει ανάμεσα στον εαυτό και τον μη εαυτό, στην περσόνα-ες που έπλασε και στην πραγματική ημι-πλασμένη ή καλύτερα την άπλαστη που κείτεται σαν το περίγραμμα ενός ερειπωμένου κτιρίου που δυνάμει αδιάκοπα ορθώνεται ως ο «αληθινός» εαυτός, τον οποίο στα F/B ψυχανεμίζεται αλλά στην ουσία δεν συναντά. Σε μια από τις κορυφές λοιπόν της συλλογής, ενδεικτικά στο ποίημα «Ο βόμβος του ψυγείου», γραμμένο στο «Ferry boat Θεολόγος, την 4η Αυγούστου 2010» διαβάζουμε:

Αν βγω εκεί έξω θα δω τι
γίνεται στη νύχτα αν μείνω
μέσα θα δω τις κουρτίνες να

τις σπρώχνει πέρα δώθε η
οδύνη της οθόνης η σκιά της
σελήνης ο βόμβος του ψυγείου

`

Σ’ αυτόν τον ιδιότυπο μετεωρισμό, στα πλαίσια μιας οντολογικής φασματολογίας τελικά στην περίπτωση του, συναντούμε μιαν άβυσσο, ένα χάσμα που είναι «κατεπείγουσα ανάγκη να το γεφυρώσουμε» («Το χάσμα»). Μια «άβυσσος που βρίσκεται για παράδειγμα ανάμεσα σε σας που με ακούτε και σε μένα που σας μιλώ. Προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε, αλλά καμιά επικοινωνία μεταξύ μας δεν θα μπορέσει να εξαλείψει μια πρωταρχική διαφορά. Αν πεθάνετε εσείς, δεν είμαι εγώ που πεθαίνω. Είμαστε, εσείς κι εγώ, όντα διακεκομμένα» . Κι ας σχεδιάζει, δεδομένης της διάστασης που έχει από τον εαυτό του, να μην παραβρεθεί όπως είδαμε στον θάνατο του. Μια συνειδητοποίηση της μοναξιάς που στην περίπτωσή του καταλήγει –καθώς φαίνεται- να είναι αφόρητη και εκεί εκτροχιάζεται και μετατοπίζεται σ’ ένα ρόλο που αποποιείται την όποια προσωπική ευθύνη και μετοχή, στην κοινωνική βέβαια πρωτίστως διάσταση και έκφραση. Γιατί «παραδόξως, ο ξένος μάς κατοικεί, είναι η κρυμμένη πλευρά της ταυτότητας μας, ο τόπος όπου ερημώνεται η κατοικία μας, ο χρόνος κατά τον οποίο ναυαγούν η συναίνεση και η συμπάθεια» . Και έτσι αντί να «ονειροπολεί πάνω στη ράχη ενός τίγρη » μας λέει πως επιστρέφει στην κατοικία των πρωτόπλαστων, στην αμηχανία και την αδράνεια:

επιστρέφω σ’ ένα ανάκλιντρο που δεν
θυμίζει κρεβάτι ξαπλωμένο στη μέση
κρεβατοκάμαρας στρώμα από άχυρο

άκουσμα πετεινού και αγελάδας φως
από φακό μυρωδιά χώματος επιστρέφω
με βαλίτσες που δεν πρόλαβα ν’ ανοίξω
(«Επιστρέφω»)

`

Και καθώς δεν εξοικειώνεται με τους ξένους που κουβαλάει μέσα του, φαίνεται μάλιστα να τους αγνοεί, υιοθετεί τις «κοινωνικές» περσόνες τού «ταξιδευτή», του «καθοδηγητή», του νέου έλληνα που εξαιρεί τον εαυτό του απ’ την ευθύνη και την κριτική, του μάρτυρα της κατάστασης των συνταξιούχων, των άεργων και της κρίσης στην όποια ιδιόρρυθμη ιστορική διαχείριση και εξέλιξη της,

«Σκουπιστείτε απ’ το νυχτερινό δελτίο
ειδήσεων απ’ τα πόμολα της εξουσίας
απ’ τη σκόνη του άτολμου Σκουπιστείτε
(«Σκουπιστείτε»)

βρίσκοντας καταφύγιο σε μια κατασκευασμένη, άλλοτε ενεργητική και άλλοτε παθητική, συνειδητή αλλά κατακερματισμένη αμφιβολία :

Από κάπου εκεί έξω ακούγεται τηλέφωνο
από στοά ή από τούνελ ή από λαβύρινθο ή
καρνάγιο ή από ναυάγιο χτυπά χτυπά χτυπά

[…] δεν μπορώ ν’

απαντήσω κι εκείνο χτυπά επίμονα ή μήπως
δεν χτυπά κι έχω την ψευδαίσθηση ότι είναι
χτύπημα αυτό που ακούω αλλά γιατί το ακούω;
(«Το χτύπημα»)

`

Εκεί εγκαταλείπεται. Αμήχανος όπως το σύνολο της γενιάς του (οι αποκαλούμενοι baby boomers) απέναντι στην κρίση και τη διαχείριση της, αφού πρώτα προσέλαβαν την «παράδοση» ως «κραυγαλέα κακογουστιά προς πώληση στα καταστήματα των αεροδρομίων» , την μεταμόρφωσαν και την αδρανοποίησαν απ’ την ιστορική και την κοινωνική της λειτουργία ώστε να την παραδώσουν απονευρωμένη προς χρήση σε μια μάζα που ενώ φέρει την κυρίαρχη ευθύνη είναι αυτή που πρώτα κατηγορεί και δακτυλοδείχνει:

[…] Όλα καμένα είναι
εκεί έξω και αληθώς ελάλησαν τόσοι
και τόσοι συνταξιούχοι προφήτες
(«Συνταξιούχοι προφήτες»)
και:
αγαπημένα πρόσωπα που
δοκιμάζονταν χωρίς να φταίνε»
(«Ασφυξία»)

`

Έτσι, υποθέτοντας λανθασμένα πως δεν υπήρχε κάτι στο οποίο να αντισταθούν οδήγησαν σε μια «υποπολιτική», δηλαδή αφαίρεσαν απ’ το κοινωνικό σώμα και κατ’ επέκταση απ’ την ποίηση την πολιτική της πρόθεση και λειτουργία. Επιπρόσθετα αφελέστατα και λανθασμένα στην καθυστερημένη αστικοποίηση τους, ως γενιά πίστεψαν στην ξεπερασμένη και στην πραγματικότητα ολότελα διαψευσμένη ιδέα της ιστορικής προόδου εμπιστευόμενοι την δυναμική των πραγμάτων στον «αυτόματο πιλότο», δηλαδή στην ελεύθερη χρηματιστηριακή πρωτίστως κίνηση των κεφαλαίων διεθνώς («στη Νέα Υόρκη πέφτει// ο δείκτης» («Άμαχες μέρες») και στην κομματικοποίηση του βίου εντός της χώρας υποθέτοντας πως ήρθε η σειρά τους για το μεγάλο και ανέξοδο φαγοπότι:

Είχαμε έρθει πολύ νωρίς ή πολύ αργά
για να προλάβουμε να ξεφουσκώσουμε
τα μπαλόνια απ’ το πάρτι
(«Ο καινούργιος χρόνος»)

και σε μια ανεύθυνη αντίστοιχα στάση μετά την κατάρρευση: «μοίραζαν αθόρυβες/ τρύπες με σουσάμι για όσους πεινούσαν» («Άμαχες μέρες»).
Αντί να δουν και να περιγράψουν, μεταποιημένο σε ποίηση στην περίπτωση που μας απασχολεί, το ατέλειωτο σημειωτόν που κάνανε στην κινούμενη άμμο, επιλέξανε είτε στην καλύτερη των περιπτώσεων (του Γκανά) να στραφούν σ’ έναν νέο μετα-λορκικό (μετα-γκατσικό στην επικράτεια μας) εκμοντερνισμένο δημοτικό λόγο στην ιδιωτική του πλέον έκφανση , είτε στην περίπτωση του Σιώτη σ’ ένα χλευαστικό επιφανειακά μυστηριακό προσωποκεντρικό ποιητικό λόγο που καλλιεργεί το μυστήριο για χάρη του μυστηρίου, παραιτούμενο από οποιαδήποτε ουσιαστική στόχευση πέρα από μια εύκολη κριτική τού άλλου και το στένεμα της παράδοσης στους εύπλαστους και εγωκεντρικούς, αν όχι αυτιστικούς, ορίζοντες του, που υπηρετούν πρωτίστως τελικά το πρόσωπο του. Ένας άνθρωπος που ανοίγει μέχρι και τα χέρια για να μετρήσει το κύμα:

Εκεί έξω πέτρινες οι σταγόνες πήγα στη
θάλασσα συνάντησα ένα ναυάγιο τρύπιο το
σωσίβιο άπλωσα τα χέρια να μετρήσω το

κύμα (απώλεσε την ψυχραιμία του) έλεος
από κάπου δεν είδα μακριά το αγκάθι που
τρυπά το ποτάμι μακριά η πληγή τού άδικα

σκοτωμένου τρεμάμενη η ησυχία βραδινέ
ουρανέ ήρθε ξανά το βρόχινο νερό αλλά
πέτρινες οι σταγόνες πέτρινες και γλυφές
(«Πέτρινες σταγόνες»)

`

Στολισμένος επιπρόσθετα -συνομιλώντας με ευκολία αυτή τη φορά με τον Σεφέρη- με την ανάγκη να ξεχωρίσει και κοπιάζοντας να αφήσει πίσω του μια φήμη, τη μεγαλύτερη δυνατή, υποθέτοντας πως το κυρίαρχο ζητούμενο είναι η «μετατροπή της ζωής» ή του εαυτού «σε αντικείμενο για ένα είδος γνώσης, για μια τέχνη» . Ένας εαυτός που πρέπει να δημιουργηθεί ή ακόμη χειρότερα να φιλοτεχνηθεί όπως ένα έργο τέχνης, αγνοώντας απ’ τη μία πως ο «πυρήνας» ή οι «πυρήνες» του εαυτού δεν γίνεται να είναι ανεξάρτητοι απ’ τις εκάστοτε ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες κι απ’ την άλλη παραβλέποντας το αδιέξοδο τού στόχου της «λάμψης» που καθιστά τελικά και εντάσσει κλείνοντας τον εαυτό και την ύπαρξη στην αισθητική σφαίρα.

Συναντάμε, παρακάτω, τον «Γκρεμό» ένα αξιόλογο ποίημα που όμως σε δύο σημεία «εξυπνακιδίζει» αντιποιητικά λέγοντας πως «εδώ τις μόνες διακοπές που ξέρουμε είναι του ρεύματος» και «δεν υπάρχει γυρισμός ούτε και τουρισμός». Με τον τόνο τού ποιήματος να είναι καθημερινός και ιδιότυπα προσιτός, προεξοφλώντας επιτυχημένα ένα κλίμα ματαίωσης και κατ’ επέκταση μιας δικής του κατεκτημένης μελαγχολίας.

Μια μελαγχολία που ξανασυναντούμε στα ίδια κοινωνικά και επικριτικά συμφραζόμενα, σ’ άλλο όμως τόνο και στοχεύοντας επιπλέον προς μια μεταφυσική: «το πρωί στην// αγορά ψωνίζουμε όνειρα από δεύτερο/ χέρι ο άνεμος τρίζει ταξιδεύοντας σε/ στοές ερημιάς κεντάμε μόνοι μας το/ μέλλον τίποτε δε μας νουθετεί καθώς/ λιγοστεύουμε στην απανεμιά ό,τι μας/ λένε ακούγεται σαν ξένη γλώσσα» («Το ελάττωμα μας») και «ήμουν σε δρόμο με νυχτομάγαζα κι έβλεπα/ τ’ άστρα να μακραίνουν τις στάσεις να σβήνουν/ Σημεία και τέρατα των καιρών, είπα και έφυγα» («Σημεία και τέρατα»).

Εδώ εντάσσονται και δύο σημεία όπου παρατηρούμε απ ‘τη μια και πάλι το αδιέξοδο, αλλιώς όμως προσεγγισμένο, κι απ’ την άλλη μιαν αργή κίνηση:

ο Ιωνάς με το κήτος του που πάει πολύ αργά
για έναν προορισμό που κανείς δεν ξέρει
(«Όλοι τα ‘χουν με όλους»)
και:
[…] βλέπουν
τις αργές μέρες να περνούν και να χάνονται
στο βάθος ενός ασήμαντου καθρέφτη
(«Ο κροταλίας»)

`

Συνοψίζοντας, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ατέλειωτο σημειωτόν που κατακερματίζει τον ποιητή και που τον οδηγεί στην ανάγκη να κινηθεί σε πολλούς «μικρό-τόπους», να προβεί σε πολλαπλές συνεργασίες και πολυ-εμφανίσεις, να συνομιλήσει με πολλούς ρίχνοντας «πλαστικές» άγκυρες σε διάφορα σημεία, μεταθέτοντας, μες στην πλήξη του, τον κορεσμό. Η παραίτηση, η παθητικότητα και ένα ιδιότυπο χάσμα είναι τελικά αυτό που θα λέγαμε πως κυριαρχεί: «Ο εαυτός εξαφανίζεται ολοκληρωτικά σε μια κατάσταση συσχέτισης: παύει να πιστεύει σε έναν εαυτό ανεξάρτητο από τις σχέσεις στις οποίες αυτός ή αυτή είναι ενσωματωμένοι» . Στην ποιητική αυτή τη φορά εκφορά βλέπουμε:

Ξανασυναντηθήκαμε για πρώτη φορά έπειτα
από ένα μπλάκαουτ ενός Αυγούστου έξω από
ασανσέρ στο Μανχάταν κατεβήκαμε στο μπαρ

που ήταν ανοιχτό αλλά χωρίς ρεύμα η τηλεόραση
αν και σβηστή ξέραμε ότι έπαιζε τις ειδήσεις του
μπλάκαουτ ξέραμε ότι μετέδιδε το πρωτάθλημα

μπορούσα κι έβλεπα τις κοφτές μεταβιβάσεις της
μπάλας […] πάνω στην ώρα έρχεται το ρεύμα η τηλεόραση

δείχνει την εισβολή στο Ιράκ το σεισμό στο Μεξικό
τη γενοκτονία στην Αφρική το πραξικόπημα στη Χιλή
τον πόλεμο στο Αφγανιστάν τις πλημμύρες στη Νέα

Ορλεάνη και το Εκουαδόρ και τώρα με μας τι γίνεται
τι συμβαίνει με το αν και το ίσως με ρώτησε κι εγώ δε
θυμάμαι τι της είπα αλλά όλα έγιναν ασχεδίαστα και

στα τυφλά και ζήσαμε για λίγο λες σε βουβή ταινία ο
έρωτας βούλιαζε μέσα μας και ήμασταν στεφανωμένοι
απ’ το γαλακτερό φως της συνδρομητικής τηλεόρασης
(«Τηλεόραση»)

`

Οδεύοντας προς το τέλος του δοκιμίου, να σημειωθεί τελικά πως η παράδοση, και η ιστορία στην εξέλιξη της, έστω «σχηματικά», στα χέρια της γενιάς του κατέληξε, απ’ την φορτωμένη εκδοχή που την παρέλαβε, να επιπλέει κατακερματισμένη και αχώνευτη, μακριά από κάθε αίσθηση «ιερού» αλλά και τελετουργικού νοήματος, ως μια επανάληψη και ως μια συνήθεια, που λειτουργεί όχι ως υποκατάστατο ερμηνείας του κόσμου αλλά ως πλαίσιο προσωπικής και –γιατί όχι;- συντεχνιακής αναρρίχησης εις βάρος τελικά του συνόλου το οποίο κατέρρευσε με τον ιστορικό γδούπο που όλοι βιώσαμε την περίοδο 2008-2012. Κάτι που βιώνουμε εδώ στην ποιητική του εκδήλωση. Στα πλαίσια επιπρόσθετα της παγκοσμιοποίησης και της πρόχειρης αρχιτεκτονικής δομής, απ’ ό,τι τελικά αποδείχτηκε, της ευρωπαϊκής ένωσης (και κυρίως της ευρωζώνης) η «ελληνικότητα» (και η κάθε αντίστοιχη εθνικότητα, για την ώρα του νότου) θα μπορούσε να θεαθεί πλέον ως αντίστοιχη των παλιών τοπικών εθίμων, όπου μετά την καταστροφή της «τοπικής κοινότητας» όπου διατέμνονταν η μικρή (νέα ελληνική) με τη μεγάλη (ευρωπαϊκή στην ελληνο-χριστιανο-ρωμαϊκή της δεσπόζουσα έκφραση) παράδοση, τα τοπικά έθιμα μπορούν και επιβιώνουν α) ως συνήθειες, που με την κανονική επανάληψή τους προσφέρουν μια «οντολογική ασφάλεια», η περίπτωση, πέρα απ’ του Γκανά, θεωρώ πλέον και του Σιώτη, στην ποίηση, και β) ως ερείπια (Relics) που επενδύονται με λείψανα (remnants) και έχουν νόημα ως παραδείγματα τού παρελθόντος, η περίπτωση θα έλεγα του γνήσια μετα-σαχτουρικού Χρήστου Μπράβου αλλά και του Σωτήρη Παστάκα (βλ. ενδεικτικά το μισοφαγωμένο μήλο στο πρώτο ποίημα της Τριλογίας του) και κατά κάποιον τρόπο και του Χάρη Βλαβιανού. Κατάλοιπα (ερείπια-λείψανα) που συναντώνται και στην παραδοσιακή κοινωνία αλλά αντλούν τη σημασία τους όχι γιατί ακουμπούν στο παρελθόν αλλά στο ίδιο το «ιερό» .

Εδώ θα ήταν καλό να σημειώσουμε, χωρίς όμως να σχολιάσουμε, τα μότο του συνόλου της συλλογής «Αν έχει ψύχρα εκεί έξω και γίνεται επανάσταση πάρτε μαζί σας ένα μπλουζάκι» (Karl Mart), και «Γνωρίζω υπερβολικά καλά τον κόσμο. Εκεί έξω, το ξέρω, καραδοκεί ο κακός έρωτας, το πικρό του μέλι, η απάτη, η απειλή του» (Juan Vicente Piqueras) αλλά και το ειλικρινές ποίημα «Ωροσκόπια νεκρών»:

Εκεί που φαρδαίνει το παρελθόν και
το παρόν στενεύει εκεί που το μέλλον
χώνεται σε λακκούβες και κρύβεται

ανασφάλιστο εκεί βρήκαμε βάλτους
ξεκοιλιασμένους […]

`

H ποίησή του τέλος να προστεθεί τείνει να λειτουργεί στα πλαίσια της «προσλεκτικής πράξης» (illocutionary act) παίζοντας όμως τόσο με τις συνθήκες επιτυχίας (felicity conditions) που αυτή προϋποθέτει όσο και με το συνομιλιακό υπονόημα (conversational implicature). Τακτική που οδηγεί και στην υποβολή που του «καταλογίζει» ο Βαλαωρίτης. Τα ποιήματα επίσης θα μπορούσαν να ιδωθούν και ως φέτες ζωής (slices of life) καθώς η συλλογή στο σύνολο της φαίνεται να «αφηγείται» μέσω του ήρωα-ποιητή μια εποχή, στερούμενη όμως συνεκτικής πλοκής ή και τέλους. Η ιστορία εξελίσσεται στη μικροπλοκή της σταδιακά, με πισωγυρίσματα στον χρόνο και στους τόπους, με τον χαρακτήρα να μικροεξελίσσεται και ίσως μάλιστα να ωριμάζει μαζί με την εξέλιξη της κρίσης. Το τέλος παραμένει ανοιχτό, σε συνάφεια με την ιστορία που «δηλώνει» πως βρισκόμαστε πραγματικά σ’ ένα μεσοδιάστημα.
Φυσικά περιμένουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη της ποιητικής του αλλά και τη συγκέντρωση του έως τώρα έργου του σ’ έναν τόμο.

`

***************************************************************

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Η υπογράμμιση δική μου.
Στίγμα. Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2001.
Ό.π., σ. 211.
Βλ. Goffman ό.π. και Πέτρο Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, Πάθη. Εαυτός. Έθνος, εκδ. Ένεκεν θεωρίας, 2012, σ. 107.
Πέτρος Θεοδωρίδης, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, Πάθη. Εαυτός. Έθνος, εκδ. Ένεκεν θεωρίας, 2012, σ. 90.
Βλ. Ulrich Beck, H επινόηση του Πολιτικού, μτφρ. Κ. Καβουλάκος, εκδ. Νέα Σύνορα, 1996, σ. 191.
Fernando Pessoa, To βιβλίο της ανησυχίας, μτφρ. Μ. Παπαδήμα, εκδ. Εξάντας, 2004, σ. 123.
Slavoj Zizek, Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό. Πέντε παρεμβάσεις σχετικά με την (κατά)χρηση μιας ιδέας, μτφρ. Β. Ιακώβου, εκδ. Scripta, 2002, σ. 226.
George Bataille, O Ερωτισμός, μτφρ. Μ. Χουλιαρά, εκδ. Εντροπία, 1981, σ. 8.
Julia Kristeva, Ξένοι μέσα στον εαυτό μας, μτφρ. Β. Πατσογιάννης, εκδ. Scripta, 2004, σ. 11.
Friedrich Nietzsche, Περί αλήθειας και ψεύδους, υπό εξωηθική έννοια, μτφρ. Θ. Πενολίδης, εκδ. Βάνιας, 1991, σ. 25.
Βλ. και Ulrich Beck, H επινόηση του Πολιτικού, μτφρ. Κ. Καβουλάκος, εκδ. Νέα Σύνορα, 1996, σ. 142.
Anthony Giddens, O κόσμος των ραγδαίων αλλαγών. Πώς επιδρά η παγκοσμιοποίηση στη ζωή μας, μτφρ. Κ. Γεωρμάς, εκδ. Μεταίχμιο, 2001, σ. 86.
Εδώ τουλάχιστον ας εκτιμήσουμε την ειλικρίνεια του Κοντού: «Άνοιξες την πόρτα και μετά/ άλλη κι άλλη και βρέθηκες/ στο κλουβί με τα λιοντάρια./ Είπες: Θεέ μου, τι γυρεύω εδώ;/ Εγώ πήγαινα στην τουαλέτα».
Βλ. Μισέλ Φουκώ, «Για τη γενεαλογία της Ηθικής», Εξουσία, γνώση και ηθική, εκδ. Ύψιλον, 1987, σ. 110.
Βλ. Anthony Giddens, Η μεταμόρφωση της οικειότητας, σεξουαλικότητα, αγάπη και ερωτισμός στις μοντέρνες κοινωνίες, μτφρ. Α. Καλογιάννης, εκδ. Πολύτροπον, 2005, σ. 48 και Π. Θεοδωρίδη, ό.π., σ. 131.
Βλ. A. Giddens στο U. Beck, A. Giddens, S. Lash, Reflexive modernization, politics, tradition and aesthetics in the modern social order, εκδ. Policy Press, Oxford 1994, σ. 100-101 και Πέτρος Θεοδωρίδης, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, Πάθη. Εαυτός. Έθνος, εκδ. Ένεκεν θεωρίας, 2012, σ. 19.
Σε αντίθεση με τη λεκτική πράξη (locutionary act) και την απολεκτική πράξη (perlocutionary act). Βλ. Jοhn. L. Austin, How To Do Things With Words, Clarendon Press, Οξφόρδη 1962.
Ενδεικτικά για την επιτυχή επιτέλεση της διαταγής «κλείσε το παράθυρο» πρέπει ο ομιλητής να επιθυμεί την εκτέλεση της εντολής, ο ακροατής να έχει τη δυνατότητα να την εκτελέσει (π.χ. να μην είναι νήπιο, ολικά ανάπηρος ή ακινητοποιημένος άνθρωπος) και, βεβαίως, να υπάρχει παράθυρο και σπίτι ή αυτοκίνητο (ή οτιδήποτε μπορεί να φέρει παράθυρο το οποίο κάποιος γίνεται να κλείσει μετά από μια εντολή), διαφορετικά η εντολή δεν μπορεί να εκτελεστεί.

`

* Αναδημοσίευση από το περ. Ένεκεν, τχ. 27, Ιαν.-Μαρτ 2013, σσ. 163-177)


Viewing all articles
Browse latest Browse all 4221

Trending Articles