`
Λέων καί λαγωός
Λέων περιτυχών λαγωῷ κοιμωμένῳ, τοῦτον ἔμελλε καταφαγεῖν· μεταξὺ δὲ θεασάμενος ἔλαφον παριοῦσαν, ἀφεὶς τὸν λαγωόν, ἐκείνην ἐδίωκεν. Ὁ μὲν οὖν παρὰ τὸν ψόφον ἐξαναστὰς ἔφυγεν. Ὁ δὲ λέων ἐπὶ πολὺ διώξας τὴν ἔλαφον, ἐπειδὴ καταλαβεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἐπανῆλθεν ἐπὶ τὸν λαγωόν· εὑρων δὲ καὶ αὐτὸν πεφευγότα ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἐγὼ δίκαια πέπονθα, ὅτι ἀφεὶς τὴν ἐν χερσὶ βοράν, ἐλπίδα μείζονα προέκρινα.»
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων μετρίοις κέρδεσι μὴ ἀρκούμενοι, μείζονας δὲ ἐλπίδας διώκοντες λανθάνουσι καὶ τὰ ἐν χερσὶ προϊέμενοι.
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί ’ταν πεινασμένο.
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη.
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει.
« Αχ! », το λιοντάρι σκέφτεται, « μυαλό πρέπει να βάλω,
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο ».
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν:
για τα πολλά πηγαίνοντας, τα λίγα που ’χουν χάνουν.
`
******
Ὄνος, Κόραξ καὶ Λύκος.
Ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο· κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῶι καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος, ὁ ὄνος ἀλγῶν ὠγκᾶτο καὶ ἐσκίρτα. Τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόῤῥωθεν στάντος καὶ γελῶντος, λύκος παριὼν ἐθεάσατο, καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη· «ἄθλιοι ἡμεῖς, οἳ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα· τούτωι δὲ καὶ προσγελῶσιν.»
Ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ ἀπροόπτου (ἀπόπτου?) δῆλοί εἰσιν.
Γάιδαρος, που ’χει μια πληγή στη ράχη του, βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει.
Τρελαίνεται απ’ τον πόνο του ο γάιδαρος, γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει.
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει:
« Δύστυχοι εμείς, μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε,
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μ’ αυτόν γελούνε ».
Ο πόνος γίνεται διπλός
γι’ αυτό αν γελά ο διπλανός.
`
********
Ἔλαφος καί λέων
Ἔλαφος κυνηγοὺς φεύγουσα ἐγένετο κατά τι σπήλαιον, ἐν ᾧ λέων ἦν, καὶ ἐνταῦθα εἰσῄει κρυβησομένη. Συλληφθεῖσα δὲ ὑπὸ τοῦ λέοντος καὶ ἀναιρουμένη ἔφη· “Βαρυδαίμων ἔγωγε, ἥτις ἀνθρώπους φεύγουσα ἐμαυτὴν θηρίῳ ἐνεχείρισα.”
Οὕτως ἔνιοι τῶν ἀνθρώπων διὰ φόβον ἐλάττονος εἰς κίνδυνον μείζονα ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσιν.
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το ’σπρωξε το κυνήγι.
Και πριν να κατασπαραχτεί απ’ το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο:
« Απ’ τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σ’ αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω ».
Μικρών κινδύνων, άνθρωπε, το φόβο αν δεν αντέχεις,
σ’ ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις.
`
*************
Ὁδοιπόροι καὶ ἄρκτος
Δύο φίλοι τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἐβάδιζον. Ἄρκτου δὲ αὐτοῖς ἐπιφανείσης, ὁ μὲν ἕτερος φθάσας ἀνέβη ἐπί τι δένδρον καὶ ἐνταῦθα ἐκρύπτετο, ὁ δὲ ἕτερος μέλλων περικατάληπτος γίνεσθαι, πεσὼν κατὰ τοῦ ἐδάφους τὸν νεκρὸν προσεποιεῖτο. Τῆς δὲ ἄρκτου προσενεγκούσης αὐτῷ τὸ ῥύγχος καὶ περιοσφραινομένης τὰς ἀναπνοὰς συνεῖχε· φασὶ γὰρ νεκροῦ μὴ ἅπτεσθαι τὸ ζῷον. Ὑποχωρησάσης δέ, ὁ ἀπὸ τοῦ δένδρου καταβὰς ἐπυνθάνετο αὐτοῦ τί ἡ ἄρκτος πρὸς τὸ οὖς εἴρηκεν. Ὁ δὲ εἶπε· Τοῦ λοιποῦ τοιούτοις μὴ συνοδοιπορεῖν φίλοις οἳ ἐν κινδύνοις οὐ παραμένουσιν.
Ὁ λόγος δηλοῖ ὅτι τοὺς γνησίους τῶν φίλων αἱ συμφοραὶ δοκιμάζουσιν.
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε· τα χάσαν απ’ τον τρόμο.
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος, για να ’ναι σαν νεκρός, είχε στη γη ξαπλώσει.
Σ’ αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς, λεν, δεν αγγίζει.
Αφού το ζώο έφυγε, χαρήκαν που σωθήκαν,
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν,
ο πρώτος λέει στο δεύτερο: « Τι ’πε το ζώο στ’ αφτί σου; »
« Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι ’ναι πιστοί σου ».
`
*************
Ἴππος καὶ ὄνος
Ἄνθρωπός τις εἶχεν ἵππον καὶ ὄνον. Ὁδευόντων δέ, ἐν τῇ ὁδῷ εἶπεν ὁ ὄνος τῷ ἵππῳ· Ἆρον ἐκ τοῦ ἐμοῦ βάρους, εἰ θέλεις εἶναί με ζῶν. Ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη· ὁ δὲ ὄνος πεσὼν ἐκ τοῦ κόπου ἐτελεύτησε.
Τοῦ δὲ δεσπότου πάντα ἐπιθέντος αὐτῷ καὶ αὐτὴν τὴν τοῦ ὄνου δοράν, θρηνῶν ὁ ἵππος ἐβόα· Οἴμοι τῷ παναθλίῳ, τί μοι συνέβη τῷ ταλαιπώρῳ; μὴ θελήσας γὰρ μικρὸν βάρος λαβεῖν, ἰδοῦ ἅπαντα βαστάζω, καὶ τὸ δέρμα.
Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι τοῖς μικροῖς οἱ μεγάλοι συγκοινωνοῦντες οἱ ἀμφότεροι σωθήσονται ἐν βίῳ.
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του.
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μ’ όλη την κούρασή του:
« Αν μέρος απ’ το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις,
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ, εμένα θα με σώσεις ».
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει.
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει,
τ’ άλογο τα φορτώνεται · μαζί και το τομάρι!
« Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω,
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω! »
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε,
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε.
`
* Περισσότερα ΕΔΩ