`
Ένας ευτυχισμένος γάμος
«Είμαι ευτυχισμένη» είπε εκείνη κοιτάζοντας τις φωτογραφίες
(κι ένα φιλί χαμόγελο όλο στο πρόσωπό της),
«και εγώ» της απάντησε χαϊδεύοντάς της τα μαλλιά
(κι ένα τραγούδι όλο όνειρο και εκείνος ταξιδιώτης)·
έκλεισαν το άλμπουμ του γάμου
και ύστερα βάλθηκαν να μετράνε τις ευχές
κι ύστερα κάνανε έρωτα.
Τους ξύπνησε ένα πρωινό με μούτρα ξινισμένα
το ακολούθησαν-δεν είχαν άλλη επιλογή-
«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» γωνιακό κατάστημα-διπλές βιτρίνες-
στην κεντρική οδό·
«κατάστημα υποδημάτων», είπε αυτός
«παιδικά ρούχα», απάντησε η γυναίκα
-κορώνα γράμματα-
Όχι, καλύτερα παιδικά ρούχα…
Ένα και ένα, δύο χρόνια και έξι μήνες.
Και πάλι «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ»…
Έδωσε το τελευταίο κέρμα
πήρε ένα πράσινο τριαντάφυλλο από το ανθοπωλείο δίπλα
και το έδωσε στη νύχτα που τον περίμενε στη γωνία
έπιασε με το χέρι τ’ αχαμνά του
να βεβαιωθεί για τον ανδρισμό του
και χάθηκε μέσα της.
Η γυναίκα πήγε κατά την άλλη μεριά που ξημέρωνε
κάθισε στο παγκάκι της λαϊκής
και έβγαλε στον πλειστηριασμό
τα στέφανα του γάμου τους.
`
*
Ο άνθρωπος από τα μέρη της βροχής
Ήρθε απ’ το μέρος της βροχής
ήρθε στεγνός
είχε σταθεί παράμερα
πάντα άφηνε τη μπόρα να περάσει
πάντα στεκόταν έξω απ’ τη βροχή·
τώρα στεκόταν ανάμεσά μας και δεν είχε τι να πει.
Τα δυο παιδιά είχαν έρθει κι αυτά απ’ το μέρος της βροχής
κι είχαν όλο να λένε,
να λένε
για το άστραμμα και τη βροντή
για την άγρια μουσική της καταιγίδας,
για του νερού τους ποταμούς στο κορμί τους
-είχαν μπει στη βροχή και χόρεψαν-
κι αυτός τα κοίταζε που ήταν γεμάτα βροχή
κι είχε το πρόσωπο
λυπημένο πολύ.
`
*
Η κυρία με το φουλάρι
Δευτέρα πράσινο
Τρίτη κόκκινο
Τετάρτη γαλάζιο
Πέμπτη κίτρινο
Παρασκευή μαύρο
Σαββάτο απαλό ροζ
και την Κυριακή λευκό˙
αθώο˙
Να μυρίζει Σανέλ Νο πέντε
Να χαϊδεύει η αύρα του το λαιμό των απαγχονισμένων παιδιών.
`
*
Παιχνίδια
Η θλίψη είχε δυο πρόσωπα
τα δάνειζε κατά περίσταση
ζήλεψε η χαρά κι έκανε κι αυτή το ίδιο·
Περνάμε ωραία!
Τα μεσημέρια σπάζουμε κομμάτια τον ήλιο
τον ρίχνουμε στο ποτάμι
κάνουμε μακροβούτια
και τον βγάζουμε ολοστρόγγυλο όπως τον γέννησε η μάννα του.
Τη νύχτα κόβουμε κορδέλες τις υποψίες μας
δένουμε τα μάτια μας και παίζουμε την τυφλόμυγα,
δε βλέπεις τους ανθρώπους μες στο σκοτάδι
μες στο βυθό
ψάρια γλιστράνε από τα χέρια μας