`
Αίθουσες
Τα πρωινά
όταν μεταμορφώνεσαι σε ξυπνητήρι
όταν γίνεσαι αναλώσιμο γραφείου,
συρραπτικό
Ή φθαρμένο ντοσιέ,
τιμολόγιο σε κάποιο γκισέ
Νιώθεις το μηδέν ολοστρόγγυλο
να γλιστράει μέσα στα δάχτυλά σου
Ένα χρυσόψαρο λάμπει
στο στομάχι σου
Το πελώριο παγόβουνο που πλέει
προς το Βορρά
αλλά δε λιώνει,
δε λιώνει
η αναπνοή σου,
σκουντουφλώντας από την ανυπομονησία
σε μια στριφογυριστή σκάλα.
Ο ελεύθερος χρόνος
αστείο για ανιστόρητους, σκέφτεσαι
βγαίνοντας βιαστικά έξω
ενώ το φεγγάρι τρυπάει την κοιλιά του,
πιάνει κουβέντα με την τρελή γιαγιά σου
που περνάει τον καιρό της
σε κάποιο ίδρυμα
βλέποντας νοικιασμένες ταινίες.
`
*
Αέρινες κινήσεις
Ισοπεδωμένη εποχή
σαν εξαπάτηση
Πώς ν΄αναγνωρίσουμε
τα τραγούδια των νεκρών παιδιών
ακούγοντας
κουαρτέτα εγχόρδων
Πώς να μιμηθούμε
τις αέρινες κινήσεις
της ξυπόλυτης χορεύτριας
Εμείς που απομακρυνθήκαμε
ηθελημένα
από τα θαύματα
Δένοντας σκοινί κορδόνι
το φουλάρι της
κάτω από τις ρόδες
του αυτοκινήτου
Ξεχάσαμε τελείως ότι
ο χορός έβγαινε
από κάποια άλλη τρύπα
στο κεφάλι της
Ισιδώρας Ντάνκαν.
`
*
Χώμα και νερό.
Το δέμα
μην ξεχάσεις μόνο,
είπε φεύγοντας.
Ας μη μπλέκονται
οι πεθαμένοι με τους ίσκιους
ή με τους ζωντανούς.
Μπες στην πόλη,
στο ποτάμι της κίνησης,
όποιος δεν κυλάει γρήγορα
στεγνώνει στις όχθες του.
Επιστρέφω τώρα
στα γυαλιστερά νερά.
Τα οστά διπλωμένα στη μέση
θα ταχυδρομηθούν αύριο
στο χώμα.
`
*
Στη γωνία
Περιμένουν απόλυτα σιωπηλοί
Μη τυχόν και πεταχτεί από το ράφι
Μια μεγαλόσωμη προιστορική γυναίκα
Ή γλιστρήσει από το κάδρο ένας γέρος,
Κάποιος πεινασμένος σκύλος
Κι ενωθούν άθελά τους στο σκοτάδι
Με τον διογκωμένο αρμό του τοίχου.
`
*
Οι νοσοκόμες
Θα στείλω τις λέξεις μου
Στην κατασκήνωση
Ένα καλοκαίρι,
Ντυμένες μ΄ άσπρα ρούχα
Να ξεσηκώσουν
Όσους πρόωρα γερνούν.
Θα τους κρατούν
παρέα τα μεσάνυχτα
κι εκείνοι έκπληκτοι
θα τις κοιτούν
Να λεν χορεύοντας
τα ακονισμένα τους τραγούδια.
`
*
Ροζ ασβέστης
Τις μέρες που
Ένα γκρίζο μικρό πουλί
Στέκεται
Δίπλα στα φύκια
Με το ράμφος τεντωμένο
Ξεχνάς
Θυμάσαι
Κάνεις νοερούς κύκλους δερβίση
Γύρω απ΄το ίδιο σημείο.
Ένα ζεστό κι υγρό απόγευμα
σε φως ξέπνοο
η μνήμη,
Ένα ανοίκειο σώμα
σε άγνωστη χιλιετία.
Ρίχνει πασιέντζες
πάνω στο χάρτινο κιβώτιο
του πατρικού σου σπιτιού.
`
*
National Geographic
Ο δικός μου άθλος
στη Γεωγραφία
ένας κολυμβητής αέρας
που με διατάζει
να φυσήξω
βουνά
στην Λεωφόρο Κηφισίας.
`
*
Φυσική προέκταση
Τακτοποιώντας ζητήματα
όπου η ενοχή δεν επαληθεύτηκε
μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας,
παράνομες ρίψεις βεγγαλικών
δυο τρία πέναλτι σε άδειο τέρμα
που δεν εκτελέστηκαν,
κοροιδευτικά γέλια,
αισχρά πειράγματα,
αναπάντεχες επισκέψεις
Πέφτω στο τελείωμα μιας Κυριακής
που δε θα γίνει ποτέ Δευτέρα
(μάλλον σταμάτησε το ρολόι του τοίχου)
Κι αφού ο χρόνος μου είναι
μια εκκρεμότητα ανοιχτή,
το τέλος θα ΄ναι μια ροή
που δεν επιστρέφει.
`
*
Πορτραίτο 78 στροφών.
Σαν τομή ανασκαφής
το πρόσωπό της
Κεντραρισμένη φωτογραφία
την κοίταζα
Καθώς έβγαινε από την τουαλέτα
τρεκλίζοντας ελαφρά
ως το χείλος του πεζοδρομίου
Τα μάτια της παπαγάλιζαν
τις στροφές του δρόμου
Πόσο αναποτελεσματική άμυνα
το ποτό στην μοναξιά,
είπε ένα αγόρι με υπερμεγέθη μάτια,
καρφωμένα στον πίνακα ανακοινώσεων
του Κτελ
Αμέσως μπήκαν όλοι
σε ένα λεωφορείο με τεράστιους γιακάδες
Τους ακολούθησε βουβά
πεσμένη στα γόνατα
Η θεσσαλική ενδοχώρα χανόταν
κι η δίδυμη αδερφή μου,
ζαλισμένη ακόμα
Νόμιζε ότι έβλεπε το Θεό
(να περνάει)
έξω από το τζάμι
Αλλά αυτός ξεροστάλιαζε
σε ένα στασίδι
πολύ μακριά
Ακούγοντας ψαλμούς
σε δισκάκια
78 στροφών.
`
*
Δώρο σε τυφλό καθρέφτη
Όταν παρασιτώ σε νοήματα
άστοχα,
είναι επειδή αγαπώ
των αργιών τα πτώματα,
τα ψάρια έξω απ΄το νερό,
τις πικρές σοκολάτες.
Όταν με τη σειρά σου,
μάθεις να είσαι
με τα πράγματα
κι όχι με τις λέξεις,
τότε
ένας ωκεανός
σε μικρογραφία
πίσω σου
θα παίζει αμφιταλαντευόμενος
τη σκηνή
όπου οδύνη κι ηδονή
απέχουν
στον τυφλό καθρέφτη σου
Ενός λεπτού σιγή.
`
*
Νήσος
Όταν στο μισοσκόταδο
τη βαλίτσα σου ετοιμάζεις
για κάποιο μακρινό νησί
δεν μιλάς
για τη Χαβάη, τα Κανάρια νησιά,
τις Εβρίδες,
τη Σαντορίνη,
προορισμούς που όλοι θέλουνε να πάνε.
Δεν λες λέξη
για το Τριστάν ντα Κούνια,
τα Φερόες,
τη νήσο των Χριστουγέννων.
Μόνο για τη νήσο της Θλίψης
μιλάς,
με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα
και το άδειο δωμάτιο
που της μοιάζει
ο εύθραυστος γυάλινος κόσμος.
`
************
Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο ΠΤΔΕ Πατρών. Ζει στον Αλμυρό Μαγνησίας, όπου εργάζεται στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Τα 1997 δημοσιεύτηκε η νουβέλα της, Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, Καστανιώτης. Το 2011, εκδόθηκε το μυθιστόρημά της Τώρα είναι αργά, εκδ. Απόπειρα. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά και στον ηλεκτρονικό τύπο. Συνεργάζεται με το ηλεκτρονικό περιοδικό, NΤΟΥέΝΤΕ.