`
1) ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΙ
Καθένας σας κι ένας θίασος .
Με τα σκηνικά του,
με τα σύμβολά του.
Ωδές σε βάρβαρη λαλιά.
Καθένας σας κι ένας περαστικός .
Σαν το τσίρκο με τα μαγικά.
Τείχη, ναοί, ανάκτορα. Όλα θαύματα.
Μιας άλλης, όμως, ανθρωπότητας.
Τη θάλασσα ποιος θα φυράνει;
Καθένας σας κι ένας υλοτόμος ψυχών.
Εμάς ποιος θα μάς νοθεύσει;
Περαστικοί είστε θίασοι.
Ποιος να σπείρει τη θάλασσα μπορεί;
Το αλμυρό νερό σε κερήθρα να βάλει;
Ο κάμπος με τα στάχυα
κρύβει κοχύλια ανάμεσα στις πέτρες.
Στην άμμο κρυμμένοι γλάροι
αναμασούν τους χρυσούς κόκκους της.
Αποδημούν τα ηλιοστάσια
σε τόπους που ανθίζουν λεμονανθοί.
Ήρθατε κι εσείς εξ’ ανατολάς.
Ο θίασος που έμεινε,
που τύλιξε τη σκηνή
με το ξενικό συρματόπλεγμα.
Στη ράχη του Ακρίτα
το στίγμα του θιάσου.
Στα ρηχά της ιστορίας
έριξε άγκυρα το περιπλανώμενο καραβάνι.
Ελληνικοί διθύραμβοι σε ξενόφερτα σκηνικά.
Κανείς δεν θα μάς αλλάξει.
Τα σκηνικά τους μαζεύουν
και τα πολύχρωμά τους πανιά.
Μια σκηνή γυμνή.
Λουσμένη στη θάλασσα.
Απέναντι το σύμπαν μας,
γεμάτο με γαλάζιο φως.
`
2) ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Τα πρωινά ξυπνώ
από το φως που εκπέμπει
ο ανοιγμένος σου θώρακας
μεστωμένος με στάχυα.
Δαγκώνω τον ουρανό
να δροσίσω τα πυρωμένα χείλη.
Το γεμάτο τουλίπες στόμα
γεμίζω με βροχή.
Γραμμένες στα σύννεφα
της ζωής μου οι ραψωδίες,
ξεχνιούνται στους χωματένιους δρόμους
του χειμωνιάτικου ουράνιου τόξου.
Βράχια ανάμεσα στα λουλούδια
ναρκοθετούν τις συνειδήσεις.
Στο τυφλό μοιρολόι των άστρων
αποκεφαλίζω τον κηπουρό του σύμπαντος.
Ανάμεσα σε λευκές μαργαρίτες
σκορπώ το χαμόγελό σου.
Απλώνω τα χέρια μου
στο ψωμί της ηδονής.
Απαλλοτριωμένες είναι οι ψυχές
στον κυκεώνα της λήθης.
Αποφλοιωμένες ανθρώπινες καρδιές
προσφέρονται στον Εωσφόρο.
`
3) ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΙΓΙΣΘΟΥ
Πόσοι ύμνοι αλήθεια γράφτηκαν
για του Αγαμέμνονα
το ένδοξο σόι
που ξέπλυνε με αίμα την κατάρα;
Πόσα μάτια θρήνησαν
με του Ορέστη τους εφιάλτες
όταν οι Ερινύες
της μάνας πρόβαλλαν τη σφαγή;
Δάκρυα χύθηκαν πολλά
για των Ατρειδών το όνομα.
Το δύσμοιρο το νόθο ποιος ποιητής
σε λεκτικό θα κτίσει μνημείο;
Το δίκαιο του Αιγίσθου
ποιος νόμος θα σφραγίσει;
Για μάνα είχε την αδελφή του
και έναν αιμομίκτη για πατέρα.
Να μεγαλώσει δεν πρόκαμε
σαν παιδί δεν έπαιξε ποτέ.
Μόνο το μαχαίρι τρόχιζε.
Αυτό της εκδίκησης.
`
4) ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Ο θάνατος έχει δικό του όνομα.
Του το ψιθυρίζω κάθε βράδυ
όταν ηδονικά απλώνει
το χέρι του στο σώμα μου.
Πεινασμένα τα χείλια του
με το κολλώδες φαρμάκι
αποτυπώνουν τον έρωτα
στον κύκνειο λαιμό μου.
Ο θάνατος σ’ εμένα μονάχα
έχει πει το βαφτιστικό του όνομα.
«Άσε τους άλλους να με σκιάζονται,
εσύ αγάπησέ με».
Την αγάπη μου υπομένει.
Στείρα είναι, μα την διεκδικεί.
«Μην με αφήσεις ποτέ,
οι στίχοι σου είναι ό, τι έχω».
Όσο κι αν τον φοβάμαι,
εξακολουθώ να τον υμνώ.
Δεν μπόρεσα αγάπη γι’ αυτόν να νιώσω
μονάχα δέος κοιτώντας τα κουφάρια που φέρει.
Το ξέρω ότι σαν έρθει η ώρα
το γυαλισμένο του δρεπάνι
θα αναπαύσει την ανάσα μου.
Μα είναι ό, τι μου έχει απομείνει.
Έχω κι εγώ το δικό μου όνομα.
Ο θάνατος μόνο το ξέρει.
Μ’ αυτό με καλεί κάθε χάραμα
στη σκαμμένη γη που μού έχει ετοιμάσει.
`
5) ΤΟ ΣΤΑΧΟΧΩΡΑΦΟ
Συλλέγω τα στάχυα
από το κρεβάτι μου.
Καιρός του θερίσματος
στο σταχοχώραφο των ονείρων.
Στην πλατεία με τους κέδρους
κυνηγούσα ένα σύννεφο.
Μέσα στο περικάρπιό μου
σάλευα διψασμένος για νερό.
Του θεριστή το χέρι
με τα ακρωτηριασμένα δάχτυλα
κόβει τις αχτίδες του ήλιου
και τις φυτεύει στη γη.
Βλασταίνει το φως
στο πέτρινο πηγάδι
που ξαποσταίνουν τους ήχους τους
τα τζιτζίκια και οι παραμυθάδες.
Απλώνεται στο κρεβάτι μου
του θέρους η σιωπή.
Τα ξανθά στάχυα του κεφαλιού σου
δέσμες στα όνειρά μου.
`
6) ΕΥΤΥΧΙΑ
Ευτυχία είναι το μακρύ σκοινί
που κρέμεται από το ταβάνι,
καθώς περιμένει το κεφάλι μου
να αναπαυτεί στη θηλιά του.
Ευτυχία είναι η λεπίδα
που τέμνει το λαιμό μου
και το αίμα μου
καθώς στάζει στο πάτωμα.
Ευτυχία είναι ο επιθανάτιος ρόγχος
και οι νεκρικοί σπασμοί
καθώς τον ύπνο μου ταράζουν
με συνειρμούς του μέλλοντος.
Ευτυχία είναι το σκοτάδι
και η ανοιγμένη γη
όταν γίνεται για το σώμα κρεβάτι
για να αναπαυτούν τα όνειρα.
Ευτυχία είναι τα σάπια κορμιά
και οι γύπες στο παράθυρο
καθώς προσμένουν το θάνατό μου
επιδεικνύοντας τα γαμψά τους ράμφη.
Ευτυχία είναι τα βαριά βήματα των ανθρώπων
που μεταφέρουν το φέρετρο
με τον αυτόχειρα μετανιωμένο
για την ευτελή του πράξη.
`
7) Η ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΩΝ
Τα οστά αυτά που θάβουμε
είναι τα δικά μας οστά.
Τα κυρτωμένα σκέλεθρά μας
με τα αναρριχώμενα οστεόφυτα.
Τα οστά που ανασκαλεύουμε
είναι τα διαβρωμένα βράχια
της μακρινής θάλασσας
που εκβάλλει στις φλέβες μας.
Τα αποστεωμένα κορμιά
συνθέτουν το σκαρί
του οξειδωμένου ναυαγίου
σφηνωμένα στην πλώρη.
Εκείνου του καραβιού
που ναυάγησε χρόνια
μετά την προδοσία
αιώνες μετά τη γέννηση της Κυπρίδας.
Τα οστά που θάβουμε
είναι η αποστεωμένη μας συνείδηση.
Αυτή που θάφτηκε αταυτοποίητη
στην απανεμιά της ιστορίας.
`
8) ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Η ΨΥΧΗ
Των ανθρώπων η ψυχή
ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο.
Κάποιου γέρου παραμυθά που βουβός
μαζεύει τα κιτρινισμένα φύλλα.
Χλωμή σαν τα μαλλιά
ενός διασαλεμένου αγγέλου
που σέρνεται δίχως φτερά
στα καταγώγια της κόλασης.
Τρυφερή και φτενή σαν βρέφος
με το δέρμα του
να διαβρώνεται και να ματώνει
στο άγγιγμα δυο ροζιασμένων χεριών.
Αγνή, σαν το λευκό πρόσωπο
της παρθένας που ερυθριά
στο πρώτο χάδι του έρωτα
της σαρκικής ορμής.
Των ανθρώπων η ψυχή
μια χούφτα χώμα από τη γη
στη διαστολή του σύμπαντος
στη συστολή της σάρκας.
`
******
O Aνδρέας Πολυκάρπου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1984. Από το 2004 βρίσκεται μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας. Είναι απόφοιτος και υποψήφιος διδάκτορας του Παντείου πανεπιστημίου στο Τμήμα Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού. Αυτό είναι το τρίτο ποιητικό του βιβλίο.