`
Ι.
Γέμισε την κούπα με καφέ και άναψε το πρώτο τσιγάρο χαζεύοντας απ’ τον κήπο του την κίνηση του δρόμου. Τα αποδημητικά πουλιά επέστρεφαν προς το Βορρά στις περσινές φωλιές. Ο ταχυδρόμος έριχνε στο γραμματοκιβώτιο του διπλανού σπιτιού επιστολές για τον απόντα παραλήπτη. Το νεαρό ζευγάρι αντάμωνε στο πρώτο του ραντεβού κάτω απ’ το στύλο της Δ.Ε.Η.
Ψαχούλεψε τις άδειες τσέπες, δίπλωσε το γιακά, έστρωσε τα μαλλιά του. Κάτι ήθελε να κάνει, δεν θυμόταν τι ακριβώς. Ήπιε μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο κοιτώντας το λυκόφως που έριχνε έναν κοκκινωπό μανδύα φωτός στα πράματα της φύσης.
Οι οικοδόμοι γυρνούσαν στα σπίτια τους μετά από ένα κοπιαστικό οκτάωρο. Ο ταχυδρόμος έριχνε στο γραμματοκιβώτιο του διπλανού σπιτιού επιστολές για τον απόντα παραλήπτη. Το νεαρό ζευγάρι αντάλλαζε χάδια κάτω απ’ το στύλο της Δ.Ε.Η.
Ψαχούλεψε τις άδειες τσέπες, εκ των οποίων οι δυο είχαν τρυπήσει. Δίπλωσε τον τριμμένο γιακά, έστρωσε τα άσπρα μαλλιά του. Έκανε να μιλήσει στον εαυτό του για μια οφειλή που εκκρεμούσε απ’ τα παλιά μα η μνήμη δεν τον βοηθούσε πια να θυμηθεί. Τα τσιγάρα είχαν τελειώσει. Με τρεμάμενο χέρι βάσταξε την άδεια κούπα κοιτώντας προς την ανατολή, όπως ριχνόταν το πρώτο φως της ημέρας στα πράματα της φύσης.
Οι οικοδόμοι ξεκινούσαν απ’ τα σπίτια τους για ένα κοπιαστικό οκτάωρο. Τα αποδημητικά πουλιά παρατούσαν τις καινούριες φωλιές για να φύγουν και πάλι προς το Νότο. Ο ταχυδρόμος έριχνε στο γεμάτο γραμματοκιβώτιο του διπλανού σπιτιού επιστολές για τον απόντα παραλήπτη. Το νεαρό ζευγάρι μάλωνε κάτω απ’ το στύλο της Δ.Ε.Η.
Οι τσέπες είχαν κολλήσει πάνω στο δέρμα. Ο γιακάς παρέμενε διπλωμένος. Αν στο γυμνό κρανίο στέκονταν πεισματικά κάποιες ριζωμένες τρίχες, θα ήθελαν σίγουρα στρώσιμο. Ένα μέρος του μπράτσου ξεκόλλησε και έπεσε στο έδαφος. Η σάπια σάρκα έτρεφε ως λίπασμα το χορταριασμένο χώμα, καθώς το λυκόφως έριχνε έναν κοκκινωπό μανδύα φωτός στα πράματα της φύσης.
*
II.
Ξέρω πως θα ‘ρθεις μια μέρα για να μου χαρίσεις τα πάντα.
Και θα επουλώνεις τις πληγές μου, θα διασκεδάζεις την ανία μου, θα πετάς τα αποτσίγαρα, θα πλένεις τα σεντόνια, θα γελάς με τις παραξενιές μου, θα γοητεύεσαι από τα ευφυολογήματά μου.
Και η αγάπη θα ρεμβάζει στο κρεβάτι.
Ξέρω πως θα ‘ρθεις μια μέρα. Και έχοντας χαρίσει τα πάντα,
θα μετράς τις πληγές μου. Διασκεδάζοντας την ανία μου, θα πετάς τα αποτσίγαρα. Επίσης θα πλένεις τα σεντόνια, θα γελάς με τις παραξενιές μου, θα ζυγίζεις τα ευφυολογήματά μου.
Και η αγάπη θα ξεχνιέται στο σαλόνι.
Ξέρω πως θα ‘ρθεις μια μέρα για να κάνεις τη σούμα.
Θα ζητάς το μερτικό σου. Θα περιπαίζεις την ανία μου. Πετώντας τα αποτσίγαρα (από συνήθεια και μόνο), θα πλένεις και τα σεντόνια. Θα γελάς με τις παραξενιές μου, μα τα ευφυολογήματά μου θα σε αφήνουν αδιάφορη.
Και η αγάπη θα λιμνάζει στην κουζίνα.
Ξέρω πως θα ‘ρθεις μια μέρα για να πάρεις πίσω τα πάντα. Φεύγοντας (στο πλάι, σκόρπια αποτσίγαρα και σεντόνια με ύποπτους λεκέδες) θα παρατήσεις την πόρτα ανοιχτή.
Και η αγάπη θα το σκάσει βλαστημώντας.