Κινούμενο τοπίο
Πρέπει κανένας να μπορεί να φύγει
κι όμως να μοιάζει μ΄ ένα δέντρο:
να μένει η ρίζα μες στη γη,
ν΄αλλάζει το τοπίο
κι εμείς να παραμένουμε αμετακίνητοι.
Πρέπει κανένας να κρατήσει την αναπνοή,
ώσπου να πάψει ο άνεμος
κι ολόγυρά μας να αρχίσει να φυσά ξένος αέρας,
μέχρι που το παιχνίδι ανάμεσα στο φως και τις σκιές,
στο πράσινο και στο γαλάζιο,
να γράψει τις αλλοτινές μορφές
κι εμείς να είμαστε σπίτι,
όπου κι αν είναι αυτό,
και να μπορούμε να γείρουμε
και ν’ ακουμπήσουμε,
σαν να ήταν εκεί
το μνήμα της μάνας μας.
*
VADEMEKUM
Ο νεκρός
είναι το σίγουρό μας στήριγμα.
Λουφάζει μέσα μας
κουλουριασμένος
σαν μια εύκαμπτη κούκλα
ή ένα έμβρυο,
ή πάλι, όπως ένα ζώο μικρό
που το χώνεις στην τσέπη σου
μέσα σ’ ένα κουτί με τρύπες,
για να παίρνει αέρα -μόνο που αυτός
βολεύεται πολύ πιο εύκολα.
Δεν πιάνει καθόλου χώρο
και δεν κοστίζει ούτε ένα εισιτήριο,
ούτε και θέλει επιπλέον αποσκευές
στις διηπειρωτικές τις πτήσεις.
Είναι πάντα παρών,
αποκρίνεται σε όλες τις ερωτήσεις
και δε ρωτά.
Μας κοιτά, όταν βλέπουμε προς στο μέρος του
και γυρίζει την πλάτη, αν στρέψουμε αλλού το βλέμμα,
τίποτα δε ζητά
και δεν μας διαψεύδει,
ούτε παραπονιέται καν,
αν τον ξεχάσουμε μια μέρα
ή μια βδομάδα.
Κι όταν είμαστε μόνοι
και του χαμογελάμε καταδεκτικά,
αντανακλά κι αυτός θαλπωρή προς το μέρος μας
σαν μια νικέλινη θερμάστρα.
Δεν λέει ψέματα ο νεκρός
μα και δεν ξεγελιέται,
ούτε και παίρνει μέρος
στους συμβιβασμούς.
Δεν είναι ούτε πωλητής
ούτε εμπόρευμα
σε εκποιήσεις φόβου.
Αν είσαι το χέρι,
αν είσαι το μπράτσο,
αν είσαι η καρδιά
μιας άλλης ύπαρξης,
πέθανε γρήγορα.
Στο νεκρό επιτρέπεται το σύνολο.
Βιάσου να είσαι ένας νεκρός -
σ’ αυτόν
τηρούνται οι υποσχέσεις.
*
Πόσο λίγο αξίζω
Πόσο λίγο αξίζω΄
σηκώνω το δάχτυλο και δεν αφήνω
την παραμικρή αμυχή
στον αέρα.
Ο χρόνος σβήνει το πρόσωπο μου -
ο χρόνος έχει αρχίσει.
Ξωπίσω απ’ τα βήματά μου στη σκόνη,
ξεπλένει η βροχή το δρόμο
σαν μια νοικοκυρά.
Ήμουν εδώ.
Περνώ απέναντι
χωρίς ν’ αφήνω ίχνη.
Του δρόμου οι φτελιές
μού γνέφουν καθώς έρχομαι
-πράσινος μπλε χρυσός χαιρετισμός -
και με ξεχνούν,
πριν νά΄ χω προσπεράσει.
Περνώ απέναντι -
ίσως ν’ αφήσω όμως
της φωνής μου την αδύναμη νότα,
το γέλιο ή το δάκρυ μου
κι ακόμη, το απόβραδο,
των δέντρων το χαιρετισμό
σ’ ένα μικρό χαρτάκι.
Και όπως περνώ,
ανάβω
εντελώς τυχαία
στις καρδιές
πότε πότε ένα φως
στην άκρη του δρόμου.
*
Ισορροπία
Προχωράμε
καθένας μόνος του
το στενό δρόμο
πάνω από τα κεφάλια των νεκρών
-χωρίς φόβο σχεδόν-
στο ρυθμό της καρδιάς μας,
λες κι είμαστε προφυλαγμένοι,
όσο διαρκεί
η αγάπη.
Έτσι προχωράμε
ανάμεσα σε πεταλούδες και πουλιά
με εκπληκτική ισορροπία
προς μιαν αυγή με δέντρων κορυφές
-πράσινες και χρυσές και μπλε-
και προς το ξύπνημα
των ματιών που αγαπάμε.
*
Απορία
Ύστερα απ’ τη μικρή τη σύγκρουση
-των χειλιών ένα σφίξιμο αρκεί -,
όταν γίνω ένα σύννεφο
ή σκαρί δίχως άγκυρα
στο πέλαγος σου
ή απλά,
μια άλλη μορφή
για σένα-
τί θ’ απογίνεις εσύ;
Και πώς θα τ’ αποφύγεις
να νιώθεις λίγο μουδιασμένος
το άλλο πρωί;
*******
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Φιλολογικό ψευδώνυμο της Χίλντε Λέβενσταϊν. Γεννήθηκε το 1909 στην Κολωνία από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε νομικά στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και της Κολωνίας. Ήδη από την εποχή των σπουδών της υπήρξε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, υποστηρίζοντας μάλιστα ανοικτά σε συζητήσεις ότι ο Χίτλερ ήταν ικανός να πραγματοποιήσει ό, τι περιέγραφε στο βιβλίο του «Ο αγών μου». Στα 1931 γνώρισε τον εβραϊκής καταγωγής φοιτητή Κλασσικών Σπουδών και Αρχαιολογίας, Έρβιν Βάλτερ Παλμ, τον οποίο και ακολούθησε στη Ρώμη. Και οι δυο συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο της ιταλικής πρωτεύουσας, όπου η Ντομίν παρέδιδε παράλληλα ιδιαίτερα μαθήματα γερμανικής γλώσσας.Το ζευγάρι παντρεύτηκε στη Ρώμη το 1936. Μετά το 1934 η ιταλική πολιτική στράφηκε κατά των εβραϊκού στοιχείου, απαιτώντας από το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού να εγκαταλείψει τη χώρα μέχρι τον Μάιο του 1939. Έτσι το ζευγάρι κατέφυγε στην Μεγάλη Βρετανία, όπου η Ντομίν εργάστηκε σε κολλέγιο του Λονδίνου ως καθηγήτρια γερμανικής γλώσσας. Ενόψει της συνθηκολόγησης της Γαλλίας και της απειλής του Αστραπιαίου Πολέμου, το ζευγάρι εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε το 1940 στην Δομινικανή Δημοκρατία. Η Ντομίν εργάστηκε στο τοπικό Πανεπιστήμιο ως καθηγήτρια γερμανικής γλώσσας μέχρι το 1952. Μετά την επιστροφή της στην Γερμανία, δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματά της με το ψευδώνυμο «Ντομίν», το οποίο προέρχεται από τα τέσσερα πρώτα γράμματα του νησιού, όπου είχε βρει καταφύγιο κατά την διάρκεια του πολέμου. Στα χρόνια που ακολουθούν επιχειρεί πολυάριθμα ταξίδια στην Ισπανία. Εκεί γνωρίζεται με τον ποιητή Vicente Aleixandre, που την φέρνει σε επαφή με το λογοτεχνικό περιοδικό Caracola, στο οποίο δημοσιεύει τις πρώτες της μεταφράσεις.
Η Ντομίν αποκαλούσε τον εαυτό της «ακροβάτη σε τεντωμένο σχοινί, με πολύ κόσμο και λίγο έδαφος κάτω απ΄ τα πόδια της». Η ίδια υποστήριζε ότι είναι «Ισπανίδα συγγραφέας που γράφει στα γερμανικά». Τα τελευταία της ποιήματα είναι εμπνευσμένα από την ιαπωνική θεωρία για την Τέχνη. Η ίδια αναγνωρίζει επίσης επιρροές από τον Χέλντερλιν.
Για το έργο της έλαβε πολυάριθμες διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το Παράσημο Ανδρείας της Δομινικανής Δημοκρατίας.
Η Χίλντε Ντομίν πέθανε τον Φεβρουάριο του 2006 στο χειρουργείο κατά την διάρκεια μιας επέμβασης σε ηλικία 96 χρονών. Η σορός της ενταφιάστηκε στην Χαϊδελβέργη.
Κ. – Ch. 2012/13